Αποδοχή ή αποποίηση κληρονομιάς

4 Min Read

Η ορθή απάντηση στην ερώτηση «να κάνω αποδοχή ή αποποίηση κληρονομιάς;» είναι «εξαρτάται από το περιεχόμενο και την χρηματική αποτίμηση του ενεργητικού και του παθητικού». Η ακόμα ορθότερη και ασφαλέστερη απάντηση προϋποθέτει γνώση βασικών κανόνων κληρονομικού δικαίου που ξεπερνούν τις κληρονομικές τάξεις, τα είδη διαθηκών που αποδέχεται ο Αστικός Κώδικας και τις φορολογικές διατάξεις που διέπουν την φορολογία της κληρονομιάς. Στην παρούσα μελέτη θα αποπειραθούμε να κατηγοριοποιήσουμε τα ουσιώδη και την πρακτική τους εφαρμογή .
Αντικείμενο της κληρονομιάς αποτελούν όλες οι έννομες σχέσεις του κληρονομούμενου και οι οποίες επιδέχονται χρηματική αποτίμηση: δικαιώματα, υποχρεώσεις, προσδοκίες, έννομες καταστάσεις, περιουσιακής ή μη φύσεως, ακόμα κι αν τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, εκτός από εκείνες που αποσβήνονται με το θάνατο του κληρονομούμενου.
Η διάκριση των κληρονομητών από τις ακληρονόμητες έννομες σχέσεις έχει κυρίως πρακτική σημασία καθώς οι ακληρονόμητες αφενός δεν υπολογίζονται για τον καθορισμό των εξ αδιαθέτου μερίδων των κληρονόμων, αφετέρου εκφεύγουν από την εξουσία δανειστών/ εκτελεστών διαθήκης/ εκκαθαριστών κληρονομιάς/ κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας.
Ο θάνατος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας αποτελεί παραγωγικό γεγονός, δηλαδή σύσταση αυτοτελούς δικαιώματος της συνταξιοδότησης των μελών της οικογενείας του, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του ασφαλιστικού νόμου. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως οι κληρονόμοι που επιλέξουν να αποποιηθούν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά διατηρούν ακέραιο το δικαίωμα να αιτηθούν και λάβουν σύνταξη.
Οφείλουμε να επισημάνουμε ωστόσο πως αν ο κληρονομούμενος είχε υποβάλει αίτηση απονομής σύνταξης εν ζωή και δικαιούται με τη σύνταξη και τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος, τότε τα ποσά συντάξεων καθώς και το σχετικό εφάπαξ που οφείλονται για το χρονικό διάστημα από την υποβολή της αιτήσεως μέχρι και το θάνατο, αποτελούν στοιχεία της κληρονομιάς τα οποία μεταβιβάζονται στους κληρονόμους κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου.
Στην εξ αδιαθέτου διαδοχή το ποιός κληρονομεί και σε τι ποσοστό (κλάσμα) είναι εύκολη υπόθεση. Όταν όμως υπάρχει διαθήκη χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία της ως προς το ποιος κληρονομεί τι. Η συχνότερη παρανόηση αφορά το παθητικό της κληρονομιάς καθώς ο κληρονομούμενος είθισται να κατονομάζει κληρονόμους μόνο για το ενεργητικό της περιουσίας του, χωρίς δηλαδή στο λεκτικό της διαθήκης να χρησιμοποιείται η φράση «μοναδικοί κληρονόμοι» . Στην περίπτωση αυτή και μάλιστα μετά την πάροδο του τετραμήνου αποποίησης οι κληρονόμοι του παθητικού, οι οποίοι συνήθως δεν είναι κληρονόμοι του ενεργητικού της κληρονομιάς, λαμβάνουν με έκπληξη ατομικές ειδοποιήσεις χρεών κατά των οποίων τα όπλα που έχουν να αμυνθούν έχουν αμφίβολη αποτελεσματικότητα.
Η αποδοχή κληρονομιάς μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Στη δεύτερη περίπτωση η βούληση του κληρονόμου συνάγεται από τις πράξεις ή παραλήψεις του που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων, όπως για παράδειγμα η έκδοση κληρονομητηρίου, η συνέχιση δίκης που διεκόπη λόγω θανάτου του κληρονομούμενου, η είσπραξη ενοικίων, η αποπληρωμή χρεών. Η σύνταξη ωστόσο απογραφής της κληρονομιάς όπως και η πληρωμή των εξόδων κηδείας (όχι όμως και η είσπραξη του σχετικού κονδυλίου από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα) δεν αποτελούν πράξεις ανάμειξης στην κληρονομιά. Το κυριότερο όλων, η παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης (τετράμηνης για κατοίκους εσωτερικού και ετήσια για κατοίκους εξωτερικού) από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής, ισοδυναμεί με αποδοχή της κληρονομιάς.

Η επιλογή και ανάπτυξη των θεμάτων γίνεται από το λογιστικό γραφείο των Κωτούλα Αργυρώς και Κωτούλα Αλεξη

Μοιραστείτε την είδηση