Προ ολίγων μηνών δύο αξιότιμοι καθηγητές εξέφρασαν αντικρουόμενες απόψεις για το γνωστό πρόβλημα της γέφυρας Σερβίων.
-Ο κ. Μητούλης θεώρησε ότι έχει μειωθεί ο συντελεστής ασφάλειας σε τμήματα του κύριου φορέα της γέφυρας και συγκεκριμένα στα τμήματα που κατασκευάστηκαν με τη μέθοδο της προβολοδόμησης, με ενδεχόμενο τοπικών μελλοντικών καταρρεύσεων και πιθανής αποκοπής αμφιέρειστων τμημάτων που εδράζονται στους προβόλους.
-Ο κ. Καραμπίνης θεώρησε ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα στον κύριο φορέα της γέφυρας, αλλά το πρόβλημα έγκειται στις πρόπλακες πέραν του κύριου φορέα, δηλαδή στους εξώστες ή απλοϊκά στα μπαλκόνια της γέφυρας σε ένα τμήμα των οποίων “πατάνε” οι δεξιοί τροχοί των οχημάτων.
Στην πρώτη περίπτωση θα περίμενε κανείς να αποφορτιστεί άμεσα η γέφυρα με πλήρη απαγόρευση διέλευσης ή με απαγόρευση διέλευσης οχημάτων πάνω από ένα όριο π.χ. 3-5 τόνους.
Στη δεύτερη περίπτωση θα περίμενε κανείς το άμεσο στένεμα του ωφέλιμου οδοστρώματος με κώνους ή με νέο εσωτερικό κιγκλίδωμα ώστε κανένας τροχός βαρέος οχήματος να μην “πατάει” στις πρόπλακες και χωρίς καμία δέσμευση για το βάρος των διερχόμενων οχημάτων.
Σήμερα και χωρίς να γνωρίζουμε ποιο είναι τελικά το πρόβλημα, είναι επιστημονικά οξύμωρος ο τρόπος αντιμετώπισης. Αφενός η γέφυρα φορτίζεται πολύ περισσότερο από ότι στο παρελθόν όταν υπάρχει διέλευση “εν σειρά” βαρέων οχημάτων λόγω φωτεινού σηματοδότη και αφετέρου δεν έχει υπάρξει κανένα “στένεμα” του οδοστρώματος ώστε να μην επιβαρύνονται οι πρόπλακες από τους δεξιούς τροχούς των βαρέων οχημάτων.
Επί της ουσίας, όποιος από τους αξιότιμους καθηγητές κι αν έχει δίκιο, ο κίνδυνος παραμένει….Ο φωτεινός σηματοδότης και το μη “στένεμα” του ωφέλιμου οδοστρώματος δε μειώνουν τον όποιο κίνδυνο, ενδεχομένως να τον μεγαλώνουν λόγω της “εν σειρά” διέλευσης βαρέων οχημάτων, όποια και από τις δύο εκδοχές κι αν ισχύει.