Η Πτολεμαΐδα 5 αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο διακομματικό λάθος στη σύγχρονη ενεργειακή ιστορία της χώρας. Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα λίγα χρόνια πριν από ΔΕΗ και ΥΠΕΝ, σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να ισχυρίζεται ότι η μονάδα που ήδη κόστισε στη ΔΕΗ 1,4 δις ευρώ είναι ή πρόκειται ποτέ να γίνει οικονομικά βιώσιμη.
Παράλληλα, ο δημόσιος διάλογος στις λιγνιτικές περιοχές περιστρέφεται γύρω από προσπάθειες ανατροπής της απόφασης για απολιγνιτοποίηση. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτές τις σκέψεις είναι η ολέθρια οικονομική πραγματικότητα του λιγνίτη που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην εκτόξευση των τιμών διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ιδέα για συνέχιση του λιγνιτικού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής σε συνδυασμό με τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης ή χρήσης άνθρακα (CCSU) οι οποίες θα περιορίσουν τις εκπομπές CO2, έχει βρει πρόσφορο έδαφος. Αποτελούν όμως οι τεχνολογίες CCSU ρεαλιστικές εναλλακτικές;
Καταρχάς δημιουργείται συχνά η ψευδαίσθηση ότι η δέσμευση του CO2 θα είναι πλήρης, οπότε η λιγνιτική μονάδα θα σταματήσει να εξαρτάται από τις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών στο χρηματιστήριο ρύπων. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Η μονάδα της Petra Nova στο Τέξας των ΗΠΑ, η οποία θεωρείται από υποστηρικτές αυτής της λύσης παράδειγμα λειτουργίας παγκοσμίως, κατόρθωνε να δεσμεύει μόλις το 33% των παραγόμενων εκπομπών CO2. Ο παρατατικός οφείλεται στο γεγονός ότι η μονάδα αυτή έκλεισε το καλοκαίρι του 2020.
Αν ο ίδιος βαθμός δέσμευσης CO2 επιτευχθεί στην περίπτωση της Πτολεμαΐδας 5, τότε η μονάδα θα εκπέμπει γύρω στους 3 εκατομμύρια τόνους CO2 ετησίως. Tο έγκυρο Bloomberg New Energy Foundation εκτιμά ότι το κόστος CO2 θα ξεπεράσει τα 40 ευρώ/τόνο το 2023, ενώ ως το 2028 θα εκτιναχτεί πέρα από τα 50 ευρώ/τόνο λόγω της επικείμενης αναθεώρησης της οδηγίας για το χρηματιστήριο ρύπων ώστε αυτή να καταστεί συμβατή με τον νέο πιο φιλόδοξο κλιματικό στόχο της ΕΕ. Αν κάνουμε την υπερ-συντηρητική παραδοχή ότι η τιμή του CO2 θα παραμείνει μεσοσταθμικά στα επίπεδα των 40 ευρώ/τόνο, τότε μόνο το κόστος CO2 για την εφοδιασμένη με σύστημα CCSU Πτολεμαΐδα 5 θα είναι της τάξης των 120 εκ. ευρώ κάθε χρόνο. Με επιβάρυνση αυτής της τάξης, είναι αδύνατον η Πτολεμαΐδα 5 να είναι ανταγωνιστική στην καθημερινή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Η σχεδόν προφανής λύση για να μειωθεί το υπέρογκο αυτό κόστος είναι να δεσμευθεί περισσότερο CO2. Όμως η αυξημένη δέσμευση CO2 συνοδεύεται από μεγάλο οικονομικό τίμημα, καθώς οδηγεί σε μεγαλύτερο κόστος εγκατάστασης και σε μεγαλύτερη μείωση του βαθμού απόδοσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας ενέργειας θα απαιτείται μεγαλύτερη ποσότητα λιγνίτη και άρα μεγαλύτερο κόστος. Χαρακτηριστική είναι η τεχνικο-οικονομική μελέτη CCS που εκπόνησε η ίδια η ΔΕΗ το 2011 για την Πτολεμαΐδα 5, όπου εκτιμάται ότι η προσθήκη συστήματος CCS θα μειώσει τον καθαρό βαθμό απόδοσης της μονάδας στο 30,1%, δηλαδή 11,4 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο από το 41,5% που είναι ο βαθμός απόδοσης της νέας μονάδας χωρίς CCS. Κοινώς, η Πτολεμαΐδα 5 με CCS θα λειτουργεί με την σημερινή απόδοση του ΑΗΣ Καρδιάς που τέθηκε σε λειτουργία 40 χρόνια πριν.
Επιπλέον, το ίδιο το κόστος εγκατάστασης ενός τέτοιου συστήματος, δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Σύμφωνα με την ίδια τεχνικο-οικονομική ανάλυση της ΔΕΗ, αυτό ανέρχεται στα 1300 ευρώ/KW, ήτοι 858 εκ. ευρώ σε τιμές 2011.
Αλλά και η χρηματοδότηση μιας τέτοιας επένδυσης θα είναι πολύ δύσκολη καθώς ο νέος ευρωπαϊκός Κανονισμός για τις βιώσιμες επενδύσεις 2020/852 εξαιρεί όλες τις υποδομές ηλεκτροπαραγωγής που στηρίζονται σε στερεά ορυκτά καύσιμα, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «οι δραστηριότητες παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν στερεά ορυκτά καύσιμα δεν χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες». Ο νέος Κανονισμός δεν αποκλείει επενδύσεις σε CCSU στην ηλεκτροπαραγωγή, αλλά όχι σε συνδυασμό με στερεά ορυκτά καύσιμα όπως ο λιγνίτης, καθώς είναι προφανές ότι για την ηλεκτροπαραγωγή υπάρχουν ήδη ώριμες, φθηνότερες και περιβαλλοντικά βιώσιμες λύσεις. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δεν χρηματοδοτεί καμία επένδυση σε υποδομές ορυκτών καυσίμων από το 2021 και μετά, ενώ τα στερεά ορυκτά καύσιμα εξαιρούνται πλήρως και από τον Κανονισμό για το νεοσύστατο Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί ότι τέτοιες επενδύσεις δεν μπορούν να έχουν την παραμικρή σχέση με τη Δίκαιη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών.
Η συζήτηση για τη διόρθωση του μεγαλύτερου λάθους στη σύγχρονη ενεργειακή ιστορία της χώρας, δεν μπορεί να αγνοεί την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, ούτε να γίνεται με «ποιοτικούς» όρους όπως διεξάγεται ως τώρα ο δημόσιος διάλογος για το μέλλον της Πτολεμαΐδας 5. Η λύση που θα προκριθεί πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα τεχνικο-οικονομικά στοιχεία, να συγκρίνεται με άλλες τεχνολογικές λύσεις και να είναι μακροχρόνια βιώσιμη τόσο περιβαλλοντικά όσο και οικονομικά.
Σε πολύ πρόσφατο άρθρο του Economist αναφέρεται ότι οι τεχνολογίες CCSU μπορεί από τεχνολογικής άποψης να βοηθούν στη συγκράτηση των εκπομπών CO2 και να έχουν προοπτικές εφαρμογής στην ενεργοβόρο βιομηχανία. Ωστόσο είναι πολύ ακριβές για να αξιοποιηθούν στην ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη ακόμα και στην Ασία, όπου ο λιγνίτης εξακολουθεί να έχει σημαντικό ρόλο, σε αντίθεση με την Ευρώπη.
Η κατασκευή της Πτολεμαΐδας 5 ήταν ένα ολέθριο λάθος. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.