300 χρόνια από τη γέννηση του Ευγένιου Βούλγαρη -Ο Ευγένιος Βούλγαρης ως homo universalis και νους του Νέου Ελληνισμού (περίληψη εισήγησης). Toυ Χαρίτων Καρανάσιου

14 Min Read

Στο Πάνθεον των μεγάλων πνευματικών ανδρών του Νέου Ελληνισμού ανήκει ως κορυφαία προσωπικότητα και ο κλεινός Ευγένιος Βούλγαρης, τον οποίο ο Κ. Κούμας, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ευγενίου, αποκαλεί δεύτερο Πλάτωνα και ισάξιο με Bacon, τον Descartes και τον Leibniz.

Γεννημένος πριν από ακριβώς 300 χρόνια στην Κέρκυρα έλαβε την πρώτη εκπαίδευση στα Επτάνησα και τα Ιωάννινα, όπου περί το 1737-38, σε ηλικία 22 ετών, εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος, λαμβάνοντας το όνομα Ευγένιος. Τομή στο επιστημονικό του curriculum του να απετέλεσε η παραμονή του σε Πάδοβα και Βενετία. Ήδη ο Νεύτων είχε θέσει τα θεμέλια της πειραματικής επιστήμης. Ο Βούλγαρης ανδρώθηκε εντός των νέων επιστημονικών δεδομένων (Locke, Leibniz, Wolff), ενώ περί το 1740 διδάσκει στο Φλαγγινιανό Γυμνάσιο της Βενετίας. Το 1742 επιστρέφει στον ελληνικό χώρο ως δάσκαλος στα Γιάννενα, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Η διδασκαλία επιστημονικών μαθημάτων από τον Ευγένιο σηματοδοτεί την εμφάνιση του νεοελληνικού Διαφωτισμού.

- Advertisement -

Από τότε και στο εξής η φήμη του Βούλγαρη και η σταδιοδρομία του θά εκτοξευθούν, και όχι άδικα, αλλά και όχι χωρίς προβλήματα και αντιστάσεις. Η ραγδαία ανέλιξή του (Ιωάννινα, Κοζάνη, Αθωνιάδα και την Πατριαχική σχολή) όμως είχε απότομο τέλος. Ο ελληνικός χώρος δεν τον άντεξε, ώστε να καταφύγει το 1764, μετά από σύντομη διέλευση από τη Μολδοβλαχία και στη συνέχεια στη Γερμανία (Λειψία και Halle), όπου παρακολουθεί μαθήματα μεγάλων επιστημόνων της εποχής, και εκδίδει την περίφημη «Λογική» του και μεταφράσεις επιστημονικών έργων. Με μεσολάβηση των αδελφών Ορλώφ ο Βούλγαρης μεταβαίνει το 1771 στη Ρωσία και τίθεται στην υπηρεσία της Μ. Αικατερίνης. Το 1775 χειροτονείται στη Μόσχα αρχιεπίσκοπος Χερσώνος και Slavjansk, στον χώρο της Κριμαίας και της σημερινής ανατολικής Ουκρανίας με έδρα την Πολτάβα, και αναλαμβάνει τη διαποίμανση της περιοχής. Το 1779 παραιτείται, μεταβαίνει στη Χερσώνα (1781), επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη (1788), και αποβιώνει το 1806 στη Λαύρα Αλεξάνδρου Νιέβσκι, όπου πρόσφατα εντοπίστηκε ο τάφος του.

Ο Βούλγαρης μπορεί να θεωρηθεί ο homo universalis (καθολικός άνθρωπος), όρος που προέρχεται από την Αναγέννηση και υποδηλώνει την ενότητα της γνώσης, όπως τη γνωρίζουμε από την ελληνική Αρχαιότητα, ενώ παραπέμπει στην ενασχόληση με τη φιλοσοφία και με όλες τις επιμέρους επιστήμες (φύσεως και ανθρώπου), καθώς και με την τέχνη. Ὁ Ευγένιος, λοιπόν, έχει να παρουσιάσει ωκεανό συγγραμμάτων, πρωτότυπων και μεταφράσεων, σε διάφορα επιστημονικά πεδία. Υπήρξε δάσκαλος, συγγραφέας πρωτότυπος και μεταφραστής, γνώριζε καλά ιταλικά, γαλλικά και λατινικά, ενώ μάλλον δυσκολευόταν με τα αγγλικά και τα ρωσικά.

Ως Επιστήμων, μετέφρασε την τελευταία λέξη της επιστήμης στα ελληνικά. Μέσω των μεταφράσεων ανέτρεψε τον στείρο και σχολαστικό αριστοτελισμό, αναδεικνυόμενος εισηγητής των θετικών επιστημών στη Νέα Ελλάδα. Ως Φιλόσοφος χαρακτηρίζεται από τους συγχρόνους του «εκλεκτικός», υπό την έννοια ότι επέλεγε να μεταφράσει ποικίλα κείμενα και να μεταφέρει διαφορετικές απόψεις. Με τη μνημειώδη «Λογική» του αλλά και με τη μετάφραση έργων των Locke, Pourchot, Genovesi, Gravesande κλπ. εισάγει τη νεωτερική σκέψη στην Ελλάδα.

Ο Ευγένιος υπήρξε επίσης ποιμένας, ιεροκήρυκας, μοναχός αλλά και Θεολόγος. Επιμελήθηκε εκδόσεις πατέρων της εκκλησίας, ενώ συνέγραψε και δογματικά και αντιπαπικά έργα. Όσον αφορά την εκκλησιαστική πολιτική του δράση, στρατεύτηκε κατά της Ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας και της Ουνίας, ενώ υπηρέτησε ως αρχιεπίσκοπος τα εκκλησιαστικά και πολιτικά σχέδια της Μ. Αικατερίνης. Μετέφρασε επίσης νομικά κείμενα για τη διακυβέρνηση της Ρωσίας. Πολιτικές του απόψεις σε σχέση με το μέλλον και τις προσδοκίες του ελληνικού γένους διατύπωσε επίσης σε έργα που συνέγραψε στη Ρωσία, προσπαθώντας να επηρεάσει τη Μ. Αικατερίνη προς όφελος του ελληνικού γένους.

Όσον αφορά τη Λογοτεχνία, πέραν της μετάφρασης του βολταιρικού Μέμνονος, εξέδωσε το 1766 την έμμετρη «Βοσπορομαχία» του Μομάρς, ενώ μετέφρασε σε ομηρική γλώσσα τα «Γεωργικά» και την «Αινειάδα» του Βιργιλίου Ακόμη, συνέγραψε πραγματεία περί της Μουσικής, η οποία εκδόθηκε μετά θάνατον το 1868. Με την Ιατρική δεν ασχολήθηκε, υποθέτουμε όμως ότι διέθετε γνώσεις Ιατρικής λόγω των σπουδών του στην Ιταλία.

Ο Ευγένιος ήταν πολυμαθής, και χαιρόταν να εντρυφεί και να βυθίζεται στη μελέτη και τα βιβλία του, ως νέος Αριστοτέλης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τον δάσκαλό του Πλάτωνα «Νους», αφενός επειδή μελετούσε μόνος του, αφετέρου όμως επειδή ο Πλάτων αναγνώριζε την οξύνοιά του. Θα προσθέταμε: επειδή πιθανώς υπήρξε ο πρώτος homo universalis και ο πρώτος επιστήμονας, ασχολούμενος με παν το επιστητόν. Υπ’ αυτήν την αριστοτελική έννοια ο Ευγένιος ήταν λόγιος του γραφείου, αγαπούσε να αποσύρεται στα βιβλία του, αλλά δεν ήταν καθόλου αποστειρωμένος διανοούμενος και αποκομμένος από τις κοινωνικές εξελίξεις. Αντιθέτως, είχε μεγάλη έφεση στο διδακτικό έργο, ήταν κοινωνικός, έχοντας στενές σχέσεις με ισχυρούς άνδρες της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, ηγεμόνες, πατριάρχες, ιεράρχες, δυτικοευρωπαίους πανεπιστημιακούς και λογίους, ακόμη με τον Φρειδερίκο της Πρωσίας, τους αδελφούς Ορλώφ, τον πρίγκιπα Ποτέμκιν και με αυτήν τη Μ. Αικατερίνη. Ο Βούλγαρης κινούνταν με άνεση στους επίσημους κύκλους της αριστοκρατίας. Αποτελούσε μάλιστα το κεντρικό πρόσωπο στα φιλολογικά σαλόνια της μαντάμ Τυανίτη στην Πόλη, μοιάζοντας μάλλον με libre penseur παρά με ιερωμένο.

Από τα αυτοαναφορικά επιγράμματά του («Ποιητικά αθυρμάτια»), προκύπτει ακόμη η μεγάλη του ευσέβεια και ευλάβεια καθώς και η στέρεη και ορθόδοξη πίστη του. Πάντως, η ευρυμάθειά του ενοχλούσε, και ο ίδιος δεν την έκρυβε. Μία προσωπικότητα του διαμετρήματος του Ευγενίου είναι λογικό να προκαλεί τη ζήλεια και τον φθόνο των ομοτέχνων του, αλλά και τον φόβο των σχολικών επιτρόπων, καθώς δεν μπορούσαν να ελέγξουν τον σοφό δάσκαλο. Ο ίδιος είχε συναίσθηση της φήμης και της αποδοχής του από τους συγχρόνους του. Ήταν βέβαια φυσιολογικό να κινείται σε υψηλότερη νοητική σφαίρα, ώστε πιθανώς η πολυμάθειά του να προβάλλεται ως επίδειξη γνώσεων, ενώ η σταθερότητα στις επιστημονικές του απόψεις ως αλαζονεία γνώμης. Η εμμονή μάλιστα και σταθερότητα στις απόψεις του, δείγμα υπεύθυνου και έντιμου επιστήμονα, του κόστισε τη λαμπρή θέση του διεθυντή στα σχολεία των Ιωαννίνων. Δέχθηκε όμως να διδάξει ακόμη και στη μικρή Κοζάνη, ενώ όχι μόνον δεν διαγκωνίστηκε να αναλάβει τη διεύθυνση της Αθωνιάδος, αλλά ήταν πολύ επιφυλακτικός. Παρόλο που εκδιώχθηκε από Γιάννενα, Κοζάνη, Αθωνιάδα, ΚΠολη, δεν κατηγόρησε κανέναν διώκτη, παρά μόνον εξέφρασε την πικρία του.

Ο Βούλγαρης όμως δεν υπήρξε απλώς και μόνον «Νους», που μελετούσε και συνέγραφε συνεχώς. Υπήρξε «Νους του Νέου Ελληνισμού», καθώς έθεσε εαυτόν βάσει της δράσης και του έργου στην υπηρεσία του γένους. Ήδη αναφέρθηκε ως εισηγητής του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο Ευγένιος αντιλήφθηκε από νεαρή ηλικία την ανάγκη «μετακένωσης» της επιστημονικής γνώσης και της νεωτερικής σκέψης στην καθ’ ημάς Ανατολή, υπό την έννοια της δημιουργικής αφομοίωσης της γνώσης και όχι της υιοθέτησης των βασικών θέσεων του Διαφωτισμού. Γι’ αυτό και μετέφερε στα ελληνικά πλήθος έργων δυτικοευρωπαίων επιστημόνων και διανοητών. Δεν αποδέχθηκε δηλ. τον καθαρό rationalismus του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που δεχόταν ως μοναδική αυθεντία τον ανθρώπινο ορθό λόγο, αλλά μόνον τα δεδομένα της καθαρής επιστήμης, ενταγμένα στην ελληνορθόδοξη Παράδοση.

Έτσι, αναδείχθηκε σε φωτιστή του γένους και εισηγητή του νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος γι’ αυτό υπογραμμίζεται ότι είναι «νεοελληνικός», επειδή εντάσσεται στο πλαίσιο της ελληνικής Παράδοσης. Ο Βούλγαρης δηλαδή επέτυχε τη σύνθεση επιστήμης και Παράδοσης, λόγου και πίστης, όπως το Βυζάντιο επέτυχε τον εκχριστιανισμό του ελληνισμού αλλά και τον εξελληνισμό του χριστιανισμού. Για να εκφραστώ και φιλοσοφικά αλλά και θεολογικά: «ο λόγος πρέπει να οδηγεί στο πνεύμα της αληθείας, αλλά και το πνεύμα πρέπει να φανερώνει τον λόγο, ώστε να υπάρχει αλληλοπεριχώρηση και ισορροπία λόγου και πνεύματος». Αυτό ποὺ επεχείρησε δηλαδή ο Ευγένιος ήταν ο εκσυγχρονισμός και η εκλογίκευση του πνεύματος της Παράδοσης, η οποία κινδύνευε να καταστεί αναχρονιστική και περιχαρακωμένη, αποκομμένη από τις εξελίξεις της σύγχρονης επιστήμης και σκέψης, προς τις οποίες αδυνατούσε να απαντήσει. Ο Ευγένιος μπορούσε να το τολμήσει, γιατί εδραζόταν σταθερά στα θεμέλια της Παράδοσης, και είχε συνείδηση της ορθόδοξης πνευματικότητας, την οποία και βίωνε, ώστε να μην εγκλωβίζεται ιδεολογικά ή ιδεοληπτικά σε κάποια ξενοφοβική ψυχολογική εσωστρέφεια, αλλά με άνεση να ανοίγεται στη νέα γνώση και σε νέες απόψεις.

Παρά ταύτα, ο Βούλγαρης υπέπεσε σε δύο μοιραία λάθη. Πρώτον, χρησιμοποίησε στις μεταφράσεις του γλώσσα αρχαϊκή, ώστε οι εκδόσεις του να μην είναι εύκολα προσιτές στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Το σοβαρότερο όμως ήταν το ότι δεν ελίχθηκε ανάμεσα στους ποικίλους διαμορφωτές ιδεολογίας, δεν μπόρεσε να διακρίνει τους καιρούς, να ψυχολογήσει και να αποκωδικοποιήσει τον «αντικείμενο λόγο», είτε δηλ. το ακροατήριό του των μαθητών, είτε την εξουσία των παραγόντων που εξέφραζαν διαφορετικό λόγο, τους ησυχαστές μοναχούς, τους Κολυβάδες, τον πολιτικό λόγο του Πατριαρχείου, τα συμφέροντα των Φαναριωτών. Υπήρξε ακραιφνής διανοούμενος, χωρίς να δέχεται κανέναν συμβιβασμό στις αρχές του διδακτικού του curriculum. Η ακαμψία του όμως (περισσότερο ως νοοτροπία) οδήγησε σε σύγκρουση και ρήξη, με χαμένο τον ίδιο και το νεωτερικό πνεύμα.

Για την αποτυχία του Ευγενίου δεν ευθύνεται βέβαια μόνον ο ίδιος, αλλά και οι συνθήκες. Ήδη αναφέρθηκε η ζήλεια και ο φθόνος των ομοτέχνων, οι οποίοι εκτοπίζονταν από σημαντικές θέσεις δασκάλου, με οικονομικές συνέπειες. Επίσης, ήταν αναμενόμενος κάποιος συντηρητισμός σε πόλεις της περιφέρειας. Για την αποτυχία Βούλγαρη ευθύνεται ακόμη η αντίδραση του ησυχαστικού πνεύματος, το οποίο προέβαλλε περισσότερο τον πνευματισμό και το μοναστικό πνεύμα παρά τον ορθολογισμό. Τέλος, στην αποτυχία συνέβαλε και η επιφυλακτικότητα του Πατριαρχείου, λόγω άγνοιας ή τήρησης ισορροπιών, αν και στην Αθωνιάδα ο Βούλγαρης κλήθηκε να διδάξει επιστήμες, όπως και ο διάδοχός του Νικόλαος Ζερζούλης, ο οποίος δίδαξε στο Άγιον Όρος το 1760 Νεύτωνα.

Σημειωτέον ότι το Πατριαρχείο κατά την Τουρκοκρατία αποτελούσε πολιτικό-διοικητικό θεσμό, ενώ ειδικά από το 1760 κ.ε. ελεγχόταν από τους Φαναριώτες. Η στάση του Πατριαρχείου βέβαια δεν διέπεται από τη λογική του μαύρου-άσπρου. Έτσι, δύο Πατριάρχες, και δύο Φαναριώτες ηγεμόνες στήριξαν τον Ευγένιο. Δεν ήταν όμως αρκετό. Μετά βέβαια τη Γαλλική Επανάσταση, το Πατριαρχείο έγινε ακόμη πιο επιφυλακτικό, καθώς μέσω των επιστημών φοβόταν την επίδραση των αθεϊστικών ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, γεγονός που θα έθετε σε κίνδυνο την Παράδοση του γένους αλλά και την πρωτοκαθεδρία ιεραρχών και αξιωματούχων Φαναριωτών. Έτσι, περί το 1800 ανέλαβε ο Αθανάσιος Πάριος να κατακεραυνώνει όσους ήθελαν να σπουδάσουν στην Ευρώπη. Αντίθετα, ο Κοζανίτης ιατροφιλόσοφος Μιχαήλ Περδικάρης διατυμπάνιζε το 1811 ότι «…φλυαρούν όσοι λέγουσιν ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να σπουδάζουν, διά να μη γίνωνται άθεοι … ο Θεός πρώτον έστειλε την φιλοσοφίαν εις τα έθνη και ύστερον τους αποστόλους με το σωτήριον κήρυγμα …». Το Πατριαρχείο δηλ. επέτυχε με θαυμαστό τρόπο να συγκρατήσει και να συγκροτήσει τον Νέο Ελληνισμό, μέσω της οργάνωσης της Εκκλησίας και της ελληνικής Παιδείας, στο κρίσιμο σημείο όμως της απόφασης για το μέλλον του Ελληνισμού δεν επέλεξε την πρόταση του Βούλγαρη, τον εκσυγχρονισμό δηλ. της Παράδοσης, ώστε να απαντήσει στις πολιτικές και πνευματικές εξελίξεις της εποχής, αλλά αναδιπλώθηκε στη διατήρηση μιας άκαρπης ιδεολογίας και πρακτικής.

Η απόρριψη της πρότασης του Βούλγαρη είχε, λοιπόν, σημαντικές συνέπειες για την εξέλιξη της Νέας Ελλάδος: Υπήρξε αποτυχία του Νέου Ελληνισμού, καθώς οδήγησε στη συνέχεια σε ρήξη τις πνευματικές συνιστώσες του γένους, ώστε να ξεσπάσει μεν η παγκοσμίου σημασίας ηρωική ελληνική Επανάσταση, η οποία όμως στερούνταν σοβαρής πρότασης λόγου και πνεύματος για την οργάνωση του νέου κράτους. Ως συνέπεια αυτού, το νεοελληνικό κράτος τέθηκε αμέσως υπό την κηδεμονία ξένων δυνάμεων.

Παρά την ελληνική αποτυχία του Βούλγαρη, το ογκώδες έργο του επέδρασε στη συνέχεια στους μεταγενέστερους και συνέβαλε στην αυτοσυνείδηση και αυτοπεποίθηση του Νέου Ελληνισμού. Χρέος μας σήμερα η μελέτη αλλά και προβολή του έργου του, αλλά κυρίως της βασικής του πρότασης: Εκσυγχρονισμός, εξορθολογισμός και εξωστρέφεια στο πλαίσιο της ελληνικής Παράδοσης.

Μοιραστείτε την είδηση