Είναι σκληρή αλλά αναπόφευκτη η ώρα του αποχωρισμού από τον επίγειο κόσμο. Όσο κι αν θελήσει να φιλοσοφήσει κανείς, θα συμφωνήσει ότι ο αποχωρισμός είναι ένα οδυνηρό, αμφίδρομο συναίσθημα: Και γι’ αυτόν που φεύγει και γι’ αυτούς που μένουν…
Στην προκειμένη περίπτωση, τόσο για τον αγαπητό και φίλτατο συνάδελφο, Φώτη Ηλιαδέλη, όσο και για τους περί αυτόν και τους άλλους. Το σημαντικό είναι ότι ο αγαπητός συνάδελφος έδειξε πως είναι αρκετά φιλοσοφημένος, καθώς είχε λυτρωθεί από το φόβο του θανάτου και μπορούσε να βλέπει ρεαλιστικά τα πράγματα και να ενστερνίζεται ότι είναι νόμος τη φύσης: Κάθε οργανισμός που γεννιέται, να μεγαλώνει, να καρποφορεί και να φεύγει…Άλλοτε νωρίς, άλλοτε αργά…
Το βέβαιο είναι ότι φεύγει, όπως χαρακτηριστικά έλεγε: « Εφόσον ήλθαμε σ’ αυτή τη ζωή, θα έλθει στιγμή που θα φύγουμε απ’ αυτήν!…»
Ήλθε και για τον φίλτατο συνάδελφο η μοιραία στιγμή…Και έφυγε!… Ίσως να μη πρόλαβε να πραγματοποιήσει όσα προφανώς ήθελε. Πρόλαβε όμως, να σπουδάσει, να γίνει επιστήμονας- έγκριτος δικηγόρος- να προσφέρει τις υπηρεσίες του ευσυνειδήτως και ευδοκίμως επί μιας 35ετία, κατά τη διάρκεια της οποίας επέδειξε ήθος, ευπρέπεια, ευρύτητα πνεύματος και κατανόησης για την εξεύρεση της, κατά το δυνατόν, καλύτερης λύσης στις, εκάστοτε, μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών διενέξεις.
Είχε το χάρισμα να προσελκύει με το αστείρευτο χιούμορ του. Στο στόμα του δεν βρέθηκε δόλος, ούτε στην καρδιά του κακία. Ήταν καλόκαρδος και ανοιχτόκαρδος. Ήταν συνεργάσιμος, διακατεχόμενος από πνεύμα συναδελφικής αλληλεγγύης και αξιοπρέπειας, κατά την άσκηση του δικηγορικού του λειτουργήματος. Ένοιωθε δε, ιδιαίτερη ικανοποίηση από τότε- το 1978- που έγινε μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, καθώς συνυπήρχε, πλέον, στον ίδιο επιστημονικό κλάδο και χώρο με αξιόλογα πρόσωπα αυτού, τα οποία, πέρα από την άρτια νομική τους κατάρτιση, είχαν ευρύτερες ανησυχίες στους τομείς των γραμμάτων και τεχνών.
Όλα αυτά εξέφραζαν και τη δική του προσωπικότητα, καθώς, πέραν της επιστήμης του, είχε ευαισθησίες στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στη μουσική.
Σε σχετικές συζητήσεις έλεγε: « Δεν καταλάβαινα πως περνούσαν οι ώρες, όταν συζητούσα με τον αείμνηστο Μάκη Μουμουζιά, για τα λογοτεχνικά και θεατρικά έργα, ακόμη και για τη θεατρική παράσταση: « δυο λοχίες», που ανέβασαν στη σκηνή, προπολεμικά και αποθεώθηκαν από το κοινό της Κοζάνης.
Επίσης, όταν η συζήτηση «κυλούσε» προς τη μουσική, έλεγε: « Ώρες ολόκληρες αφιερώναμε με τον αείμνηστο επίσης, Νίκο Λιούφη, για να με κάνει κοινωνό της μουσικής παιδείας, στο πεντάγραμμο, δεδομένου ότι ο Νίκος ήταν γνωστός για τα σημαντικά κομμάτια της μουσικής που έγραψε, αλλά και για το ότι, επί σειρά ετών, ήταν μαέστρος της Εκκλησιαστικής Χορωδίας « Άγιος Νικόλαος» της Κοζάνης. Έτσι, προσπαθούσε να δώσει άλλο χρώμα στην πεζή καθημερινότητα και να την κάνει λιγότερο σκληρή.
Γι’ αυτό υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός και απαραίτητος σε εκδηλώσεις του Δικηγορικού Συλλόγου , καθώς επίσης και σε συντροφιές συμπολιτών και κυρίως συναδέλφων του.
Στις συντροφιές αυτές, διακρίνονταν για τις ευαισθησίες του, οι οποίες έφερναν αυθόρμητα τους συνειρμούς ότι η κλίση του αυτή στη λογοτεχνία, στο θέατρο και κυρίως στη μουσική, είχε κληρονομηθεί από τον Αιγαιοπελαγίτικη πατρική του φλέβα, ως έλκοντας την καταγωγή του από τη Μυτιλήνη, πατρίδα επιφανών ποιητών και λογοτεχνών.
Παράλληλα, με όλα αυτά, πρόλαβε να δημιουργήσει οικογένεια και με την αφοσιωμένη σύζυγο του Φανή, ν’ αποκτήσουν εκλεκτούς απογόνους: Την αγαπημένη του, Άννα, δικηγόρο ήδη στον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και τον λατρευτό του Δημήτρη, που περατώνει τη Νομική Θεσσαλονίκης, δύο ανθοφόρα βλαστάρια, τα οποία τα μεγάλωσαν με τα νάματα της ελληνοχριστιανικής φιλοσοφίας, ώστε δικαιολογημένα να σεμνύνονται γι’ αυτά.
Η επιθυμία του να τα καμαρώσει και στη συνέχεια, δεν εκπληρώθηκε. Ωστόσο, τα μηνύματα που έπαιρνε , ότι τα καμαρώνει μια ολόκληρη κοινωνία, του έφερναν το χαμόγελο στα χείλη, από ικανοποίηση.
Αυτό ήταν το καλύτερο βάλσαμο στο διάστημα της δοκιμασίας της υγείας του, η οποία επιδεινώνονταν τελευταία, αλλά την αντιμετώπιζε με θάρρος και ψυχραιμία.
Σ’ αυτό συνέβαλαν και όλα τα οικεία πρόσωπα, με επικεφαλής τον διαπρεπή επιστήμονα- ιατρό και αδελφό του, Στράτο, ο οποίος λόγω της ιδιότητάς του από τη μια και της υπερευαισθησίας του προς τον Φώτη από την άλλη, έκανε ό, τι ήταν ανθρωπίνως και επιστημονικώς δυνατόν, για να τον ανακουφίσει από τους πόνους και να παρατείνει την επίγεια ζωή του.
Έκανε εις το ακέραιο το καθήκον του, όπως και όλα τα οικεία πρόσωπα του, μέχρι και το περασμένο Σάββατο, που άφησε την τελευταία του πνοή και η ψυχή του φτερούγισε στα ουράνια!…
Έφυγε!… Και συγγενείς, συνάδελφοι, γνωστοί και φίλοι τον κατευώδωσαν στο μακρυνό ταξίδι, αναλογιζόμενοι το τι αφήνει πίσω του ο καθένας μας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο φίλτατος και αγαπητός συνάδελφος Φώτης, άφησε ό, τι καλύτερο:
Μνήμη αγαθή!…
Καλό του ταξίδι!…
ΔΗΜ. ΚΛΕΙΔΗΣ