Οι τηλεθερμάνσεις Κοζάνης και Πτολεμαΐδας είναι τα μεγαλύτερα έργα που έγιναν ποτέ στη χώρα με φορέα υλοποίησης την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Η παρούσα αξία των σχετικών επενδύσεων αγγίζει τα 400 εκατ. ευρώ και το όφελος των καταναλωτών, σε τρέχουσες τιμές, ξεπερνάει το 1 δισ. ευρώ στα 27 χρόνια λειτουργίας τους.
Η ριζική βελτίωση του περιβάλλοντος, η συμβολή στην τοπική απασχόληση, η μετρήσιμη συνεισφορά στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας από τη μη κατανάλωση πετρελαίου και η ενίσχυση του ενεργειακού χαρακτήρα της περιοχής συγκαταλέγονται στα μεγάλα οφέλη του έργου.
Η επιμήκυνση στο χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων είναι ζωτικής σημασίας για την περιοχή, προκειμένου η μετάβαση στο νέο μοντέλο ανάπτυξης να είναι συντεταγμένη και δίκαιη, όχι άτακτη και άδικη, όπως προωθείται από την κυβέρνηση.
Αυτό είναι ένα βασικό μέτωπο όπου η περιοχή μας πρέπει να συσπειρωθεί και να σημειώσει νίκες, ωστόσο δεν διασφαλίζει το μέλλον των τηλεθερμάνσεων μακροπρόθεσμα.
Η διατήρηση του κεκτημένου της Τηλεθέρμανσης και η διεύρυνση των ωφελειών της έχει στρατηγική σημασία για την περιοχή και η πρόταση μας πρέπει να είναι συμβατή με τις εξελίξεις.
Η πανδημία προκάλεσε μια ρωγμή στον ιστορικό χρόνο από την οποία ξεπήδησε μια νέα ιεράρχηση αναγκών και προτεραιοτήτων, μια νέα πολιτική ατζέντα με κορυφαίο ζήτημα την κλιματική αλλαγή. Η τελευταία ευκαιρία της περιοχής να παρατείνει τη συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα, διασφαλίζοντας παράλληλα και τις δυο τηλεθερμάνσεις, ήταν η Μικρή ΔΕΗ για την όποια κάποιοι που την πολέμησαν πρέπει να ζητήσουν δημόσια συγνώμη. Η περιοχή, όμως, πρέπει να κοιτάξει μπροστά και απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις, προκαταλήψεις και ιδεοληψίες, να ορίσει την τύχη της.
Ένα από τα θεμέλια επιτυχίας της Τηλεθέρμανσης είναι η ικανοποιητική τιμολόγηση της θερμικής ενέργειας από τη ΔΕΗ που υπήρξε αποτέλεσμα σκληρών διαπραγματεύσεων. Η τιμή της θερμικής μεγαβατώρας (MWTh) δεν είναι προσφορά της ΔΕΗ στην περιοχή, είναι αποτέλεσμα… της θερμοδυναμικής. Για να το θέσουμε όσο πιο απλά γίνεται, η αξιοποίηση του λιγνίτη που εξυπηρετεί τις ανάγκες της Τ/Θ έχει υπερδιπλάσιο βαθμό ενεργειακής απόδοσης από το λιγνίτη που οδηγείται στην παραγωγή αποκλειστικά ηλεκτρικής ενέργειας. Πιο τεχνικά, οι μονάδες της ΔΕΗ όταν παράγουν ταυτόχρονα θερμική και ηλεκτρική ενέργεια λειτουργούν ως μονάδες συμπαραγωγής με συνολικό βαθμό απόδοσης αισθητά καλύτερο αυτού της αμιγούς ηλεκτροπαραγωγής.
Σήμερα η τεχνολογία έχει προχωρήσει και οι μονάδες Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού-Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης ( ΣΗΘΥΑ) επιτυγχάνουν εντυπωσιακούς βαθμούς απόδοσης με οποιοδήποτε καύσιμο και κατά συνέπεια πολύ ανταγωνιστικές τιμές ρεύματος και θερμότητας. Αυτή είναι και η λύση που ταιριάζει στην Τηλεθέρμανση, μια ΣΗΘΥΑ φυσικού αερίου που πρέπει να σχεδιαστεί έτσι, ώστε να εξελιχθεί σε πόλο ανάπτυξης της περιοχής.
Πιο συγκεκριμένα μια τέτοια μονάδα με ελκυστικά τιμολόγια θερμικής ενέργειας μπορεί να προκαλέσει επενδύσεις μεταποιητικών επιχειρήσεων του αγροτοδιατροφικού τομέα που έχουν μεγάλες ανάγκες σε ζεστό νερό ή/και ατμό, όπως κονσερβοποιεία, ξηραντήρια κλπ.
Παράλληλα και ταυτόχρονα πρέπει να επιδιωχθεί η χωροθέτηση οργανωμένων θερμοκηπιακών πάρκων εξαγωγικού προσανατολισμού κατά μήκος των εξωτερικών αγωγών σε συνεργασία με ομάδες παραγωγών και συνεταιρισμούς.
Τέλος, η μακροπρόθεσμη διασφάλιση βιωσιμότητας της Τηλεθέρμανσης επιτρέπει την υλοποίηση της επέκτασης της σε άλλους οικισμούς με τον Κρόκο και τον Περδίκκα σε πρώτη προτεραιότητα.
Η εναλλασσόμενη εποχικότητα Τηλεθέρμανσης και θερμοκηπίων με αυτή των μεταποιητικών επιχειρήσεων αποτελεί εγγύηση ανταγωνιστικότητας ενός τέτοιου εργοστασίου ΣΗΘΥΑ κάτι που διασφαλίζει τη βιωσιμότητα της επένδυσης σε πολύ μεγάλο βάθος χρόνου.
Η προτεινόμενη λύση είναι μονόδρομος για την Κοζάνη και το ίδιο θα ισχύει για την Πτολεμαΐδα δυο-τρία χρόνια αργότερα ίσως και για το Αμύνταιο. Ακριβώς για αυτό και προκειμένου να υπάρξουν οικονομίες κλίμακας η κεντρική εγκατάσταση πρέπει να σχεδιαστεί στον ΑΗΣ Καρδιάς, είναι η βέλτιστη λύση.
Το ιδανικό σχήμα για την υλοποίηση της επένδυσης είναι η σύμπραξη της ΔΕΗ με τους Δήμους Κοζάνης και Εορδαίας και αυτό πρέπει να αποφασιστεί άμεσα από την κυβέρνηση και τη ΔΕΗ γιατί ο διαθέσιμος χρόνος είναι ελάχιστος. Εάν η ΔΕΗ δεν ενδιαφέρεται, η μονάδα ΣΗΘΥΑ μπορεί κάλλιστα να γίνει με σύμπραξη των Δήμων στο πρότυπο της ΔΙΑΔΥΜΑ ΑΕ που υλοποιεί εδώ και δυο δεκαετίες το πλέον πετυχημένο πρόγραμμα διαχείρισης απορριμμάτων στην Ελλάδα.
Οι λύσεις που προτείνονται μέχρι αυτή τη στιγμή για την τηλεθέρμανση από την κυβέρνηση δεν αντέχουν σε κριτική, είναι επιεικώς απαράδεκτες και το μόνο που επιβεβαιώνουν είναι την παντελή έλλειψη σχεδίου για την περιοχή. Η κυβέρνηση και η ΔΕΗ οφείλουν άμεσα να ξεκαθαρίσουν εάν προτίθενται να συμμετάσχουν σε μια ΣΗΘΥΑ φυσικού αερίου στην περιοχή και να δεσμευτούν πως μέχρι την ολοκλήρωση της επένδυσης οι λιγνιτικές μονάδες που υποστηρίζουν την τηλεθέρμανση θα λειτουργούν. Αν έχουν κάτι ακόμα να κάνουν, συναφές με το ζήτημα, αυτό δεν είναι άλλο από την ολοκλήρωση της παραχώρησης 30.000 στρεμμάτων εξαντλημένων ορυχείων αποκλειστικά σε ομάδες παραγωγών και συνεταιρισμούς, προκειμένου με ομαδικές καλλιέργειες στο πλαίσιο της Συμβολαιακής Γεωργίας να υποστηριχθούν εργοστάσια μεταποίησης στην περιοχή. Η κοινή πρόταση ΔΕΗ και Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης βρίσκεται από το 2014 στο Υπουργείο Ενέργειας περιμένοντας την υλοποίηση της και αν δεν τη βρίσκουν μπορούμε να τους βοηθήσουμε.
Κλείνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και με τη συνέχιση λειτουργίας της Πτολεμαΐδας V με εναλλακτικά καύσιμα μετά το 2028 δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα για την μη κατασκευή και λειτουργία μιας ΣΗΘΥΑ φυσικού αερίου στην περιοχή από όπου ξεκινούν οι μεγαλύτερες γραμμές μεταφοράς ηλεκτρισμού στη χώρα. (Στο σενάριο αυτό η ΣΗΘΥΑ πρέπει να χωροθετηθεί στον ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου ).
Δέκα μήνες μετά την από βήματος ΟΗΕ εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης από τον Πρωθυπουργό το μόνο πεδίο, στο οποίο έχει διακριθεί η κυβέρνησή του είναι η αγορά χρόνου. Στην περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο ούτε πολύ περισσότερο για “αγορά”.
Είναι ώρα μηδέν για τη Δυτική Μακεδονία.
*Ο Πάρις Κουκουλόπουλος είναι πρώην υπουργός και στέλεχος του Κινήματος Αλλαγής