Χριστούγεννα χωρίς κάλαντα δε νοούνται ακόμα και σήμερα, πόσο μάλλον τα παλιότερα χρόνια κανένας δε μπορούσε να διανοηθεί κόλιαντα χωρίς τρουβά και τσιώκου. Κι αν ο τρουβάς, κοινώς ταγάρι ή σακούλι, ήταν εύκολο να βρεθεί έστω και την τελευταία στιγμή. Μέχρι κι άδειο σακούλι από τραχανά άρπαζε όποιος δεν είχε, ο τσιώκος είχε άλλες προδιαγραφές.
Απαγορευόταν αυστηρά νά ‘ναι σιδερένιος, αυτό δα έλειπε, εδώ και ο ξύλινος από το πολύ το βάρεμα άφηνε σημάδια στις ξύλινες με καρφιά πόρτες πόσο μάλλον ο σιδερένιος. Το κάθε παιδί μικρό ή μεγάλο είχε το δικό του και τον φύλαγε καλά μέχρι την προπαραμονή των Χριστουγέννων. Δεν τον δάνειζε κι ούτε τον χάριζε εύκολα.
Ήταν κομμάτι της ταυτότητας αποκαλύπτοντας τον χαρακτήρα του. Άλλος χτυπούσε βαριά νταν νταν νταν σαν τον Μαμάτσιο (καμπαναριό Κοζάνης) , άλλος μαλακά σαν το σήμαντρο της Αγιάς Σωτήρας, άλλος βαρούσε κούφια σαν τον ψάλτη του Αη-Δημήτρη, που δεν ακούγονταν καλά. Άλλοτε όταν αγρίευαν πολύ τα πράγματα γίνονταν όπλο εξ ού και η φράση “θα σι φέρω με τον τσιώκου στου κεφάλι”.
Βασικό εξάρτημα του κάθε μικρού καλαντιστή έκανε αισθητή την παρουσία του σε εποχές που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και ηλεκτρικό κουδούνι στα σπίτια, παραμένοντας μαζί με το ρόπτρο ο μόνος δίαυλος επικοινωνίας του έξω κόσμου με το σπίτι.
ΑΠΕ ΜΠΕ/ βίντεο: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΡΑΒΟΥ