13-1-2121
Ώρα: 13:13
Το δελτίο ειδήσεων σήμερα ανακοίνωσε:
• την πρόσληψη 250 νέων αστυνομικών.
• το Νοσοκομείο έχει υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές από την κακοκαιρία. Τα βαριά περιστατικά δεν κατάφεραν να εγκαταλείψουν το κτήριο και πολλοί έχασαν τη ζωή τους
• το δεύτερο δημοτικό σχολείο Κοζάνης κατέρρευσε. Δεν υπήρχαν νεκροί.
• ληστεία στο τάδε μαγαζί, ξυλοδαρμό στην τάδε οδό…
Κλείνω την τηλεόραση. Πλέον μόνο γι’ αυτά συζητάνε.
Η προγιαγιά μου, πριν φύγει, έλεγε ότι πριν την πανδημία, που έπληξε όλη τη χώρα, η Κοζάνη έσφυζε από ζωή και τέχνη. Η πανδημία όμως κράτησε χρόνια, όπως και η καραντίνα. Ο κόσμος τότε σιγά-σιγά έφευγε, για να βρει δουλειά, έψαχνε ένα καλύτερο μέρος για να ζήσει. Όσοι έμειναν πίσω ήταν γέροι άνθρωποι και νέα παιδιά που δεν ήξεραν τον κόσμο. Η νέα γενιά δε γνώρισε τη μουσική και την τέχνη, όπως την ήξεραν τον 21ο αιώνα. Εγώ δε γνώρισα την τέχνη. Δεν άκουσα μουσική.
Όταν η προγιαγιά μου μού αφηγούνταν το ποσό ισχυρή ήταν η τέχνη, η μουσική εκείνη την εποχή, τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα και η φωνή της πάντα είχε μια έντονη δόση νοσταλγίας. Αγαπούσε τη μουσική, μου έλεγε. Μια φορά ζωγράφιζε, αλλά τίποτα δεν τη γέμιζε περισσότερο από το να ακούει μουσική. Ομολογώ ότι τη ζήλευα. Μιλούσε με τέτοια αγάπη και ζεστασιά, που ήθελα κι εγώ να νιώσω έτσι. Κάποιες φορές μού τραγουδούσε παλιά τραγούδια, αλλά έλεγε ότι δεν καταλάβαινα ποτέ την πραγματική αίσθηση της μουσικής, όπως ήταν τότε, αυτούσια και αληθινή.
Λίγο πριν πεθάνει, μου είπε ότι η πόλη μας καταστράφηκε λόγω εκείνης της αρρώστιας. Παρόλο που πάντα υπήρχαν αρρώστιες, εκείνη κατέστρεψε τα πάντα. Οι άνθρωποι έμειναν άνεργοι. Οι καρδιές τους γέμισαν πένθος και μαυρίλα. Πλέον ούτε τα παιδιά δε γελούσαν. Αυτοί που έκαναν μουσική πέθαναν ή έχασαν την ελπίδα τους. Οι ζωγράφοι και οι καλλιτέχνες δεν είχαν κουράγιο να συνεχίσουν να εμπνέονται και να εμπνέουν. Ο κόσμος χωρίς την τέχνη χανόταν.
Πλέον, όταν τριγυρνάω στην πόλη, βλέπω άστεγους να ψάχνουν στα σκουπίδια για ένα κομμάτι ψωμί. Μαγαζιά να κλείνουν το ένα μετά το άλλο σε καθημερινή βάση. Κοκαλιάρικα παιδιά να τρέχουν ξυπόλητα από δω και από κει. Μανάδες να κλαίνε με τα μωρά στην αγκαλιά τους.
Στην Κοζάνη, λοιπόν, είχαμε μείνει οι εξόριστοι. Μοιάζει σαν πόλη φυλακή. Εγώ την αποκαλώ πόλη φάντασμα, γιατί δε θέλω να πιστεύω ότι ζω σε μια φυλακή μαζί με «εγκληματίες».
Κάποια μέρα θα φύγω από δω. Θα πάω να γνωρίσω την τέχνη, να ακούσω μουσική, να γνωρίσω πολιτισμούς. Μετά θα τα φέρω όλα πίσω. Θα φέρω τη μουσική, την τέχνη και τη ζωή πίσω στην Κοζάνη. Θα φέρω την ελπίδα και θα κάνω την πόλη μου καλύτερη από τον 21ο αιώνα. Θα την αναστήσω.
Ευαγγελία Ειρήνη Λίτσιου,
Μαθήτρια της Α΄ τάξης του 3ου ΓΕΛ Κοζάνης