45 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
της Ελευθερίας Λίτσιου, μαθήτριας Β΄ τάξης του 3ου ΓΕΛ Κοζάνης
10 Μαρτίου 2065
Είχαμε κουραστεί απ’ τους έντονους ρυθμούς της καθημερινότητας και το άγχος που σου προσδίδει η ζωή στη πόλη. Σήμερα, όμως, μια ανατροπή των πραγμάτων μάς έκανε να ξεχάσουμε την ανία που μας κυριεύει τον τελευταίο χρόνο. Το πρωί, λοιπόν, στις ειδήσεις αναφέρθηκε πως σήμερα και μόνο σήμερα θα μπορέσουμε να ανοίξουμε τα παντζούρια των σπιτιών μας από τις 11:00π.μ. έως και τις 11:15π.μ. Συγκεκριμένα, ανέφεραν πως ήταν τα μόνα λεπτά που οι υπέρυθρες ακτίνες του ηλίου δεν θα κατάφερναν να ακουμπήσουν την επιφάνεια της γης λόγω του ότι το ελάχιστο όζον που έχει απομείνει θα βρισκόταν πάνω από τη χώρα μας.
Εννοείται πως όλοι το εκμεταλλευτήκαμε. Είναι ωραία να βλέπεις έπειτα από τρεις μήνες απομόνωσης τα μάτια των γειτόνων σου. Αυτοί οι τρεις μήνες ήταν πολύ δύσκολοι, μα θα πρέπει να κάνουμε υπομονή, αφού θα συνεχίσουμε να βρισκόμαστε σε καραντίνα λόγω της απελευθέρωσης ενός φονικού ιού προερχόμενου από κάτι κλωνοποιημένα ζώα στις φάρμες της Ολλανδίας. Στις μέρες μας δυστυχώς μπορούμε να βγούμε έξω μονάχα για πέντε με δέκα λεπτά, βέβαια ούτε λεπτό παραπάνω, διότι το οξυγόνο έχει ελαχιστοποιηθεί σε υπέρτατο βαθμό εξαιτίας της υπερβολικής αποψίλωσης των δασών και γενικότερα της υπερεκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος.
Πριν από ένα χρόνο περίπου ήταν που όλα αυτά τα γεγονότα που ζούμε τώρα δεν αποτελούσαν ούτε τους πιο τρελούς μας εφιάλτες· έκαναν την εμφάνισή τους μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας, οι οποίες μάλιστα φάνταζαν υπερβολικές και καθόλου ρεαλιστικές. Τα σχολεία ήταν ανοιχτά, οι άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους και τα μικρά παιδάκια κάθε απόγευμα βρίσκονταν στις αυλές των σπιτιών, όπου και έπαιζαν ξέγνοιαστα, γεμίζοντας με χαρές και γέλια τις γειτονιές της πόλης. Πού να φανταζόμασταν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα! Ήμασταν πνιγμένοι στους έντονους ρυθμούς της πόλης. Όταν μας ανέφεραν οι οικολόγοι και οι ειδικοί ερευνητές για τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος, δεν παίρναμε στα σοβαρά τα λόγια τους. Μας έλεγαν να προσέχουμε, πως ο πλανήτης μας έχει λίγα χρόνια ζωής και εμείς νομίζαμε πως ήταν υπερβολικοί. Δεν μας ένοιαζε.
Τώρα όμως, τώρα που αναγκαζόμαστε να αναπνέουμε το τεχνητό πανάκριβο οξυγόνο, τώρα που αναγκαζόμαστε να μετράμε την ημερήσια δόση νερού λόγω της μείωσης του υδατικού αποθέματος, η οποία και οφείλεται αρχικά στην κακή ή λανθασμένη διαχείριση του νερού, στη μόλυνσή του αλλά και στην κλιματική αλλαγή, τώρα είναι που μας νοιάζει! Ο κόσμος παραμιλάει, γκρινιάζει και αισθάνεται αγανάκτηση, μετανιώνει και εύχεται να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Θεωρούσαμε τα πάντα δεδομένα: τον ήλιο, το νερό την υγεία μας. Αν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου, να σφίξω τις γροθιές μου, ωσότου όλα γίνουν όπως πριν, θα το έκανα. Θα έκανα τα πάντα, για να ξαναζήσω όπως τότε.
Ξαφνικά όλα χάνονται, απόλυτο σκοτάδι και οι σκέψεις μου μπερδεύονται. Ένας θόρυβος ακούγεται από μακριά, λες και βρισκόμουν σε ένα τούνελ και ο ήχος προερχόταν απ’ την άλλη άκρη του. Μοιάζει μακρινός μα και τόσο κοντινός. Ξάφνου αντιλαμβάνομαι πως βρίσκομαι στο κρεβάτι μου. Κοιτάζω γύρω μου. Προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει, πού βρίσκομαι. Έχω αποπροσανατολιστεί.
10 Μαρτίου 2020
Ξυπνάω αλαφιασμένη και ιδρωμένη, η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά λες και έτρεχα επί πέντε ώρες συνεχόμενα. Οι παλάμες μου πονάνε, είναι γεμάτες γρατζουνιές. «Τα κατάφερα!», λέω με την ίδια χαρά που έχει ένα παιδάκι που καταφέρνει έπειτα από πολλές προσπάθειες να χτίσει έναν πύργο από τουβλάκια. «Τι είναι η γη άλλωστε;», σκέφτομαι. Ένας τεράστιος πύργος από τουβλάκια. Και εκείνο το παιδάκι είναι όλοι οι άνθρωποι, που κατάφεραν να τη χτίσουν με τόσο κόπο. Έκαναν χωριά, πόλεις, επαρχίες, την ανέπτυξαν και την έκαναν ξεχωριστή, μοναδική, ένα στολιδάκι του σύμπαντος, ζηλευτό απ’ όλους. Κρίμα να το χαλάσουμε!