Το τελευταίο διάστημα ευρέως διαδίδονται σε ΜΜΕ, σε αυτοδιοικητικά όργανα, σε δηλώσεις φορέων ότι τα φωτοβολταϊκά (φ/β) έργα επηρεάζουν αρνητικά την κτηνοτροφία και την γεωργία, ότι δεν θα έχουν διαθέσιμες εκτάσεις οι κτηνοτρόφοι και οι γεωργοί κτλ.
Αρχικά υπήρχαν φόβοι ότι απο την κατάληψη εκτάσεων για φ/β σταθμούς δεν θα απομείνουν εκτάσεις παραγωγικής γης για καλλιέργεια και μετά το υπερβολικό επιχείρημα ότι δεν θα υπάρχει διαθέσιμη γη τη βόσκηση ζώων. Θεωρίες συνωμοσιολογίας διακινούνται εσκεμμένα απο μερίδα οργανωμένων επαγγελματιών «αγωνιστών» ενώ ανενημέρωτοι πολίτες εύκολα παρασύρονται.
Εκ πρώτης όψης δεν είναι κακό να ανησυχεί κανείς εκ των προτέρων για πιθανές επιπτώσεις και συνέπειες από την ανάπτυξη μιας νέας σχετικά τεχνολογίας, όμως κακό ειναι να μην αναζητά πραγματικά στοιχεία και να καταλήγει σε αστήρικτες φοβίες, καλλιεργώντας και αναμεταδίδοντας μύθους και θεωρίες συνωμοσίας που δεν βοηθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Σε αυτό το άρθρο ασχολούμαστε με μια νέα επενδυτική ευκαιρία προσιτή στον κάθε πολίτη, την εγκατάσταση φ/β σε στέγες, κόντρα σε όλη την παραφιλολογία που διακινείται.
Σύμφωνα με την Αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΑΠΕΕΚ/30971/1190, ΦΕΚ 1045Β/26.3.2020 δίνεται εκ νέου η δυνατότητα σε οικιακούς καταναλωτές να πωλούν το σύνολο της παραγόμενης από φωτοβολταϊκά ενέργειας στο δίκτυο έναντι μιας καθορισμένης τιμής. Το παλιό πρόγραμμα που αφορούσε συστήματα έως 10 kWp (και αφορούσε, εκτός από οικιακούς, και εμπορικούς καταναλωτές) έληξε στις 31/12/2019.
Η νέα ρύθμιση αφορά σε ηλιακή ενέργεια που αξιοποιείται με φωτοβολταϊκούς σταθμούς με εγκατεστημένη ισχύ ≤6 kWp, που είναι συνδεδεμένοι με παροχή οικιακής χρήσης και ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα όχι επιτηδευματίες και η τιμή πώλησης καθορίστηκε στα 87 €/MWh (8,7 λεπτά η κιλοβατώρα). Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του νέου προγράμματος θα καθοριστούν με υπουργική απόφαση τους επόμενους μήνες και θα αφορούν, εκτός απροόπτου, συστήματα έως 10 kWp.
Το πρώτο βήμα για την έναρξη του νέου προγράμματος «φωτοβολταϊκά στις στέγες» πραγματοποίησε το ΥΠΕΝ, με την ένταξη σχετικής διάταξης σε τροπολογία που κατατέθηκε πριν λίγες ημέρες, στο σχέδιο νόμου για την ενσωμάτωση των κοινοτικών Οδηγιών για την ενεργειακή απόδοση, το οποίο ψηφίστηκε.
Η εν λόγω ρύθμιση ανοίγει τον δρόμο για την Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία θα σηματοδοτήσει το «εναρκτήριο λάκτισμα» του προγράμματος. Όπως αναφέρεται στο αντίστοιχο άρθρο της τροπολογίας, με την Υπουργική Απόφαση θα καθοριστούν μεταξύ άλλων οι δικαιούχοι, η χρονική διάρκεια του Ειδικού Προγράμματος, η μέγιστη εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών συστημάτων ανά εγκατάσταση, η αδειοδοτική διαδικασία στην οποία περιλαμβάνονται o τρόπος υποβολής των σχετικών αιτήσεων και τα αναγκαία δικαιολογητικά, o τύπος και το περιεχόμενο των συμβάσεων συμψηφισμού ηλεκτρικής ενέργειας.
Το πρόγραμμα θα αφορά οικιακά φωτοβολταϊκά, συνδεδεμένα σε αντίστοιχη παροχή οικιακής χρήσης. Τα συστήματα αυτά θα αμείβονται με σταθερή «ταρίφα», μέσω συμβάσεων 25ετούς διάρκειας. Το ποσό αμοιβής για την παραγόμενη ηλεκτροπαραγωγή θα είναι 87 ευρώ ανά Μεγαβατώρα (8,7 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα), όσο δηλαδή προβλεπόταν σε υπουργική απόφαση του Μαρτίου του 2020.
Σύμφωνα με όλες τις συγκλίνουσες ενδείξεις, το ΥΠΕΝ έχει καταλήξει στον καθορισμό της μέγιστης ισχύος των συστημάτων στα 10 kWp (κιλοβάτ), έναντι 6 kWp που προέβλεπε η υπουργική απόφαση για τη συγκεκριμένη «ταρίφα». Με την Υπουργική Απόφαση θα ορίζεται επίσης ο μέγιστος χρόνος που θα «τρέξει» το πρόγραμμα, όπως π.χ. μία 20ετία.
Όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, για ένα φωτοβολταϊκό ισχύος 10 kWp, η αμοιβή των 87 ευρώ ανά Μεγαβατώρα «μεταφράζεται» σε ετήσιο έσοδο ύψους 1.200 ευρώ. Αυτή τη στιγμή, το κόστος ενός τέτοιου συστήματος ανέρχεται στα 10.000 με 11.000 ευρώ (μαζί με ΦΠΑ).
Επομένως, η απόσβεση αναμένεται σε περίπου 8 χρόνια. Από εκεί και πέρα, δηλαδή για περίπου 17 έτη, ο ιδιοκτήτης του φωτοβολταϊκού θα έχει ένα ετήσιο έσοδο της τάξης των 1.200 ευρώ, για την υπόλοιπη διάρκεια ισχύος της σύμβασης.
Είναι πραγματικά κρίμα μια χώρα που είναι λουσμένη στον ήλιο σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, να μην εκμεταλλεύεται αυτό το φυσικό πλούτο.
Τα φωτοβολταϊκά συστήματα, ιδιαιτέρως όταν συνδυάζονται και με την αναβάθμιση των συστημάτων θέρμανσης, μειώνουν την άμεση και έμμεση κατανάλωση ορυκτών καυσίμων στο νοικοκυριό μας, επομένως και το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα.
Συνεπώς, με την ηλεκτροπαραγωγή απο ανανεώσιμες πηγές εντός των πόλεων συμβάλλουμε κι εμείς στην προστασία του περιβάλλοντος, μειώνουμε την τοπική ρύπανση και συνεισφέρουμε στη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα.
*Ο Κων/νος Χ. Γκαράκης είναι Ενεργειακός Μηχανικός ΜSc, MA, MBA Eπισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών Πανεπιστημίου Δυτ. Αττικής