Όταν το κράτος αθετεί την υπόσχεσή του: Η ομηρία της Ακρινής

15 Min Read

Το 2011 η πολιτεία δεσμεύτηκε με νόμο να μετεγκαταστήσει τo χωριό της Ακρινής Κοζάνης μακριά από τις ρυπογόνες λιγνιτοφόρες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας. Δέκα χρόνια μετά, καμία κυβέρνηση δεν τον εφάρμοσε. Οι συνέπειες; Η επιβάρυνση της υγείας και η διαρκής ομηρία των κατοίκων του. Τώρα, η Επιτροπή Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου εγκαλεί την κυβέρνηση ζητώντας την άμεση μεταφορά της Ακρινής.

Ο Χάρης Καζαντσίδης, πρόεδρος και κάτοικος της Ακρινής Κοζάνης. Φωτογραφία: Σωκράτης Μουτίδης

«Η ζωή μας συνδυάστηκε με τη δραστηριότητα της ΔΕΗ. Αυτή, από τη μία έδωσε δουλειά στους κατοίκους. [Όμως], αυτό που επικρατούσε ήταν μια ομίχλη από τέφρα, ένα σύννεφο τέφρας. Με τις δραστηριότητες της ΔΕΗ προκάλεσαν την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής των κατοίκων. Αυτό αποτέλεσε πηγή αρκετών ασθενειών […]. Έχουμε χάσει ανθρώπους εξαιτίας αυτών των ασθενειών. Ένα χωριό που καταστράφηκε από τις αποθέσεις, τα ορυχεία που έχουν διανοιχθεί. Η εργασία είναι μείζονος σημασίας […], αλλά παράλληλα θα πρέπει να υπάρχει κι ένας σεβασμός στις όμορες τοπικές κοινωνίες».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Χάρη Καζαντσίδη, πρόεδρο και κάτοικο της Ακρινής, ενός χωριού περίπου 1.000 κατοίκων λίγο έξω από την πόλη της Κοζάνης. Ο κ. Καζαντσίδης εργάζεται εδώ και χρόνια στη ΔΕΗ, παραδέχεται όμως ότι το χωριό του καταστράφηκε από τη γειτνίασή του με την παραγωγή λιγνίτη, η οποία λαμβάνει χώρα μερικές εκατοντάδες μέτρα από την κεντρική του πλατεία.

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

Από το ρεπορτάζ προκύπτει ότι οι ευθύνες γι’ αυτή την καταστροφή βαραίνουν όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), οι οποίες παρέβησαν τον νόμο και αγνόησαν την υποχρέωση να μετεγκαταστήσουν την Ακρινή μακριά από τα ορυχεία. Η παράλειψή τους οδήγησε σε μια τριπλή υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής των κατοίκων, οι οποίοι μέχρι σήμερα εισπνέουν τις ουσίες που εκλύει στην ατμόσφαιρα η εκμετάλλευση του λιγνίτη. Επιπλέον υποχρεώθηκαν να ζουν σε μια περιοχή όπου δεν έγιναν έργα υποδομών, αφού επρόκειτο να εγκαταλειφθεί, ενώ αποξενώθηκαν και από μεγάλο μέρος της γης που καλλιεργούσαν.

Η υποχρέωση μετεγκατάστασης

Τον Μάρτιο του 2011 η κυβέρνηση πέρασε από τη Βουλή τον ν. 3937/2011, ο οποίος προέβλεπε ότι η Ακρινή έπρεπε να μετεγκατασταθεί μέσα σε 10 χρόνια το αργότερο, λόγω του ότι γειτνιάζει με λιγνιτοφόρα εδάφη. Το εντυπωσιακό είναι ότι υπέρ της ρύθμισης τάχθηκαν όλα τα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΚΚΕ, Συνασπισμός, ΛΑΟΣ). Το άρθρο 28 προέβλεπε επίσης τη μεταφορά του οικισμού Αναργύρων στη Φλώρινα, η οποία ουσιαστικά επιβλήθηκε από τα πράγματα μετά από μεγάλη κατολίσθηση στο ορυχείο Αμυνταίου το καλοκαίρι του 2017. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε τότε να κηρύξει την αναγκαστική απαλλοτρίωση του οικισμού.

Ο Ατμοηλεκτρικός Σταθμός Αγίου Δημητρίου, κοντά στην Ακρινή Κοζάνης. Πηγή: ΔΕΗ/flickr

Η απαλλοτρίωση και μετεγκατάσταση οικισμών ήταν μια πρακτική που εφαρμόστηκε αρκετές φορές τις τελευταίες δεκαετίες, με στόχο την απελευθέρωση και εκμετάλλευση εδαφών που ήταν πλούσια σε λιγνιτικά κοιτάσματα, τόσο στη Δυτική Μακεδονία όσο και στην Αρκαδία. Σύμφωνα με έκθεση του WWF, από τους πρώτους οικισμούς που μετεγκαταστάθηκαν τη δεκαετία του 1970 ήταν η Καρδιά, η Εξοχή και η Χαραυγή. Συνολικά εκτιμάται πως πανελλαδικά έχουν γκρεμιστεί πάνω από 1.500 σπίτια και δημόσια κτίρια από την έναρξη της λειτουργίας της ΔΕΗ μέχρι σήμερα.

Η ίδια έρευνα σημειώνει ότι οι οικισμοί που βρίσκονται σε πολύ κοντινές αποστάσεις από ορυχεία ή κοιτάσματα «υπόκεινται στις συνέπειες της λιγνιτικής δραστηριότητας και των εκτεταμένων αποθέσεων τέφρας, με άμεση επίπτωση στην ποιότητα ζωής τους, τη στέρηση αγροτικών εκτάσεων, τις βλάβες στις κτιριακές υποδομές, την ατμοσφαιρική ρύπανση».

Από τη μελέτη του νόμου προκύπτει ότι με τη μεταφορά της Ακρινής ο νομοθέτης ήθελε να πετύχει δύο βασικούς σκοπούς: ο πρώτος ήταν η δυνατότητα περαιτέρω εκμετάλλευσης του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ο δεύτερος η προστασία της ποιότητας ζωής των κατοίκων, η οποία θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο με την απομάκρυνσή τους από το κοίτασμα.

Το ίδιο ξεκάθαρη είναι και η αιτιολογική έκθεση. Εκεί διαβάζουμε ότι πρώτον:

«Κρίνεται αναγκαία η µετεγκατάσταση οικισµών οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι δεν βρίσκονται πάνω από κοιτάσµατα λιγνίτη, γειτνιάζουν µε αυτά και έχουν υποστεί τις συνέπειες µιας µακροχρόνιας εκµετάλλευσης των παρακείµενων λιγνιτικών κοιτασµάτων και των εκτεταµένων αποθέσεων τέφρας, µε αποτέλεσµα την πρόκληση όχι µόνο προβληµάτων υποβάθµισης της ποιότητας ζωής των κατοίκων, αλλά κυρίως οικονοµικής και κοινωνικής βιωσιµότητας». 

Και, δεύτερον:

«Ειδικότερα, συνέπειες της γειτνίασης αυτής είναι: (α) η υποβάθµιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων λόγω της ρύπανσης, καθώς και η πλήρης αποστέρηση της ζωτικής αγροτικής γης προς καλλιέργεια και βιοπορισµό των κατοίκων και (β) η πρόκληση σοβαρών βλαβών στον φέροντα οργανισµό κτισµάτων, σε βαθµό επικινδυνότητας, που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των κατοίκων/χρηστών».

Το κράτος αθετεί τον νόμο του

Από τον νόμο η ΔΕΗ είχε αναλάβει την υποχρέωση να υποβάλει σχέδιο για την απαλλοτρίωση και μετεγκατάσταση της Ακρινής, το οποίο θα εγκρινόταν εν συνεχεία  με προεδρικό διάταγμα (ΠΔ) από τους υπουργούς Εσωτερικών, Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Υποδομών. Ωστόσο, το ΠΔ δεν υλοποιήθηκε ποτέ, παρότι οι διοικήσεις της ΔΕΗ και οι τοπικοί βουλευτές έδωσαν κατά καιρούς διαβεβαιώσεις ότι το σχέδιο εκπονείται, προσπαθώντας να καθησυχάσουν τους κατοίκους. Πάντως, να σημειώσουμε ότι η ΔΕΗ κατέθεσε Επιχειρησιακό Σχέδιο τον Απρίλιο του 2018 όπως προβλέπει ο νόμος, ωστόσο τα υπουργεία δεν προχώρησαν τη διαδικασία.

Τις υποχρεώσεις της αθέτησε η ελληνική πολιτεία με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων από το 2011 μέχρι σήμερα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), με αποτέλεσμα η μετεγκατάσταση του χωριού να μη γίνει ποτέ μέχρι το τέλος της προθεσμίας, που ήταν στις 31 Μαρτίου 2021. Μέχρι τώρα οι κάτοικοι ζουν δίπλα στον λιγνίτη ο οποίος, λόγω της ρύπανσης και των σοβαρών βλαβών που προκαλεί στα κτίρια του χωριού, θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των χωριανών. Η περιοχή περιβάλλεται από μαύρα ανοιχτά λιγνιτοφόρα κοιτάσματα, αχανείς εκτάσεις με χώμα και σκόνη, και έναν κάμπο δεσμευμένο από τη ΔΕΗ, τον οποίο οι κάτοικοι δεν μπορούν να καλλιεργήσουν. Η εγκατάλειψη της πολιτείας οδήγησε σε ερημοποίηση, αφού πολλοί νέοι έχουν εγκαταλείψει τον τόπο για να αναζητήσουν αλλού το μέλλον τους.

Μητσοτάκης: «Δεν ήμασταν συνεπείς ως κυβέρνηση»

Τον Νοέμβριο του 2021 ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παραδέχτηκε την αποτυχία των αρχών για μετεγκατάσταση του οικισμού, δηλώνοντας ότι «ενώ υπήρχε μια δέσμευση πολυετής -δεν ξέρω από πότε ξεκίνησε η συζήτηση, από το 2011- της μετεγκατάστασης της Ακρινής, αυτή δεν έχει υλοποιηθεί».

Μάλιστα, ο κ. Μητσοτάκης τότε πρότεινε να μη γίνει η μετεγκατάσταση λόγω της επικείμενης απολιγνιτοποίησης και να εξεταστεί η εναλλακτική λύση της δημιουργίας μιας ενεργειακής κοινότητας στον οικισμό, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, «θα μπορεί να προσφέρει στους κατοίκους της Ακρινής όχι απλά φθηνή -πρακτικά σχεδόν δωρεάν- ενέργεια, αλλά και ένα πρόσθετο εξασφαλισμένο εισόδημα το οποίο μπορεί να φτάνει σχεδόν τα 4.000 ευρώ». Κατά τον ίδιο, η εναλλακτική προτάθηκε «έτσι ώστε να αντισταθμίσουμε την επιβάρυνση την οποία το χωριό έχει υποστεί τόσα χρόνια και να μπορέσουμε να ισοσκελίσουμε και με κάποιο τρόπο το γεγονός ότι δεν ήμασταν συνεπείς σε αυτή την δέσμευση, ως κυβέρνηση, την οποία έχουμε αναλάβει».

Άποψη του Ατμοηλεκτρικού Σταθμού Αγίου Δημητρίου από την Ακρινή. Φωτογραφία: Σωκράτης Μουτίδης

Αυτή ωστόσο η εναλλακτική σημαίνει ότι για μερικά ακόμη χρόνια οι κάτοικοι του χωριού θα συνεχίζουν να ζουν δίπλα στον λιγνίτη, αν δεν υπάρξουν περαιτέρω καθυστερήσεις με την απολιγνιτοποίηση, η οποία, σύμφωνα με τον προτεινόμενο κλιματικό νόμο, δεν θα γίνει πριν το καλοκαίρι του 2028, και όχι το 2025 όπως είχε δεσμευτεί ο πρωθυπουργός. Άρα, ο σκοπός που έθεσε ο νομοθέτης το 2011 για προστασία της δημόσιας υγείας δεν θα υλοποιηθεί ποτέ.

Οι κάτοικοι επιμένουν και προσφεύγουν στο ΣτΕ

Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους, η πλειοψηφία των κατοίκων της Ακρινής απορρίπτει οποιαδήποτε εναλλακτική έναντι της μεταφοράς του χωριού.

Ο Κώστας Πουτακίδης, πρόεδρος του Συλλόγου Περιβάλλοντος Ακρινής. Φωτογραφία: Σωκράτης Μουτίδης

«Η μετεγκατάσταση είναι μονόδρομος», λέει ο πρόεδρος του Συλλόγου Περιβάλλοντος Ακρινής Κώστας Πουτακίδης. «Με όλα αυτά γύρω μας και χωρίς να έχουμε καμία εγγύηση ότι θα υπάρξει αποκατάσταση του περιβάλλοντος, κανείς δεν μπορεί και δεν θέλει να ζήσει εδώ. Και όσοι μιλούν για εναλλακτικό σχέδιο και πράσινο χωριό μετά την πολυετή κοροϊδία που έχουμε υποστεί, να ξέρουν ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ότι θα γίνει πράσινο χωριό, αφού εδώ και μια δεκαετία είμαστε στο “πράσσειν άλογα”».

Υπέρ της μετεγκατάστασης έχουν ταχθεί η περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας όσο και ο δήμος Κοζάνης, χωρίς ωστόσο να έχει καταφέρει μέχρι τώρα να συμβάλει στην υλοποίησή της. Είναι αξιοσημείωτο ότι στο τελευταίο δημοτικό συμβούλιο ο δήμαρχος Κοζάνης Λάζαρος Μαλούτας είπε ότι «ας μην γελιόμαστε μετεγκατάσταση δεν θα γινει. Ας δουμε το εναλλακτικό σχέδιο και ας αποφασίσουν οι κάτοικοι», υποστηρίζοντας ουσιαστικά την πρόταση του πρωθυπουργού.

Με την κεντρική κυβέρνηση και την τοπική αυτοδιοίκηση να έχουν αποτύχει, τον Απρίλιο του 2021 οι κάτοικοι του χωριού, με επικεφαλής τον Σύλλογο Περιβάλλοντος Ακρινής, προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από πλευράς της κυβέρνησης να μετεγκαταστήσει το χωριό έως τον Μάρτιο του 2021. Η πρώτη συζήτηση είχε προγραμματιστεί για τις αρχές Ιανουαρίου, όμως αναβλήθηκε αρχικά για τον Φεβρουάριο και στη συνέχεια για τον Μάιο του 2022.

Τον Αύγουστο του 2021, οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής Γιώργος Αρβανιτίδης και Βασίλης Κεγκέρογλου κατέθεσαν ερώτηση στη Βουλή, συγκεκριμένα προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα, μιλώντας για εμπαιγμό στο ζήτημα της μετεγκατάστασης της Ακρινής.

Πανοραμική άποψη της Ακρινής. Στο βάθος διακρίνεται ο Ατμοηλεκτρικός Σταθμός του Αγίου Δημητρίου. Φωτογραφία: Σωκράτης Μουτίδης

Το Ευρωκοινοβούλιο ζητά να προχωρήσει άμεσα η μετεγκατάσταση

Σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα Ο Χρόνος, τον Απρίλιο του 2021 ο Σύλλογος Περιβάλλοντος Ακρινής κατέθεσε αναφορά στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη μη ολοκλήρωση της μετεγκατάστασης, ζητώντας την παρέμβαση των ενωσιακών αρχών. Η Επιτροπή έκρινε παραδεκτή την αναφορά και τη διαβίβασε στην Κομισιόν, η γραπτή απάντηση της οποίας αναμένεται στους επόμενους δύο μήνες.

Εν αναμονή της απόφασης της Κομισιόν, η Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συζήτησε το ζήτημα την περασμένη Τετάρτη, 26 Ιανουαρίου, παρουσία εκπροσώπου της Κομισιόν. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, τα μέλη της Επιτροπής επεσήμαναν ότι η Ακρινή πρέπει να μετεγκατασταθεί, όπως ορίζει η νομοθεσία, για λόγους υγείας των κατοίκων. Μάλιστα αναφέρθηκε πως αυτό πρέπει να γίνει σε άμεσο χρόνο και χωρίς αναμονή για την εκδίκαση της υπόθεσης στο ΣτΕ, καθώς υπολογίζεται πως στην Ελλάδα τα διοικητικά δικαστήρια χρειάζονται περίπου τρεισήμισι χρόνια για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση.

Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν μίλησε στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου το μεσημέρι της Τετάρτης 26 Ιανουαρίου. Στην τοποθέτησή του δεν ανέφερε τίποτα για το θέμα της μη μετεγκατάστασης αλλά έδωσε έμφαση στο οτι «η Κομισιόν κάνει ό,τι μπορεί για να ελέγχει την τήρηση της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας στο κομμάτι των λιγνιτών και την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας». Η Επιτροπή Αναφορών ακούγοντας την τοποθέτηση του εκπροσώπου, ζήτησε γραπτώς την απάντησή του όπως και την θέση του Υπουργείου Ενέργειας της Ελληνικής Κυβέρνησης, θέτοντας την αναφορά «ανοιχτή» για να επανεξεταστεί σε λίγο καιρό.

Απόψεις του ανοιχτού ορυχείου της ΔΕΗ από την Ακρινή. Η αχλή και η σκόνη που διακρίνεται στην ατμόσφαιρα είναι αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ στην περιοχή. Φωτογραφίες: Σωκράτης Μουτίδης

Η Επιτροπή αποφάσισε να εγκαλέσει την Ελλάδα και το αρμόδιο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την μη υλοποίηση της μετεγκατάστασης εντός του χρονοδιαγράμματος του νόμου. Θα αποσταλεί σχετική επιστολή στο αρμόδιο υπουργείο προκειμένου να ζητηθούν διευκρινήσεις για τις καθυστερήσεις αυτές, και η αναφορά θα μείνει «ανοιχτή» για να επανεξεταστεί μετά την απάντηση της ελληνικής πολιτείας.

Ανάμεσα στα μέλη της Επιτροπής Αναφορών βρίσκονται τέσσερις έλληνες ευρωβουλευτές: ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος (ΝΔ), ο Αλέξης Γεωργούλης (ΣΥΡΙΖΑ), ο Λευτέρης Νικολάου-Αλαβάνος (ΚΚΕ) και ο Εμμανουήλ Φράγκος (Ελληνική Λύση). Ωστόσο, από τους τέσσερις συμμετείχε στη συνεδρίαση και τοποθετήθηκε μόνο ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ. Οι υπόλοιποι απουσίαζαν. Όπως διαχρονικά και το κράτος από την Ακρινή.

Μοιραστείτε την είδηση