Ο Χριστός υπήρξε το πλέον αμφιλεγόμενο πρόσωπο στην μετά από Αυτόν ανθρώπινη ιστορία. Αγαπήθηκε τόσο, ώστε πολλοί θυσίασαν ακόμη και τη ζωή τους, προκειμένου να εμμείνουν στην ομολογία πίστης στη θεότητα Του. Μισήθηκε τόσο, ώστε να αμφισβητηθεί, να διακωμωδηθεί, να χλευαστεί και να πολεμηθεί, όσο κανένα άλλο ιστορικό πρόσωπο, αν και κάποιοι έφθασαν να αμφισβητήσουν ακόμη και την ιστορικότητα Του! Και επειδή ο Χριστός ανέστη, εστράφησαν κατά των πιστών Του μαθητών, τους οποίους μέχρι σήμερα ειρωνεύονται, χλευάζουν, διώκουν και μάχονται με απύθμενο πάθος πολλές φορές.
Περιοριζόμαστε να αναλύσουμε τον αντιχριστιανισμό των νεωτέρων χρόνων. Γιατί άραγε ενοχλεί, κατά τη νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα, τόσο πολύ ένας, εδώ και δύο χιλιάδες έτη, νεκρός και γιατί διώκονται οι πιστοί στην Ανάστασή Του; Δίδονται διάφορες ερμηνείες από τους εμπαθείς πολεμίους Του, προκειμένου αυτοί να δικαιολογήσουν τη στάση τους. Κατηγορούν τον Χριστό ως σπορέα της μεγαλύτερης ουτοπίας στο διάβα της ιστορίας, την υπόσχεση απολαβής των καταφρονεμένων σε έναν άλλο κόσμο, τον κόσμο της βασιλείας Του. Επικρίνουν τη διδασκαλία Του, επειδή καλλιεργεί δουλόφρονες χαρακτήρες, πρόθυμους να υποταχθούν και να υπηρετήσουν την κοσμική εξουσία. Για να στηρίξουν τη δεύτερη κατηγορία φέρουν πλείστα όσα παραδείγματα «χριστιανών», οι οποίοι με τη στάση βίου έδωσαν πλήθος αφορμών. Θα έπρεπε όμως αυτοί να επικριθούν για την προδοσία της πίστεως, την οποία, υποτίθεται, είχαν αποδεχθεί και με βάση την οποία έπρεπε να πορευθούν στον βίο τους. Αλλά η προδοσία της πίστης προς τον Χριστό δεν απασχολεί διόλου τους εμπαθείς πολεμίους του Χριστού, οι οποίοι ταυτίζουν με ιδιαίτερη χαιρεκακία τον Χριστό με τους ολισθήσαντες περί την πίστη και περιφρονήσαντες την ευαγγελική διδασκαλία. Η πίστη δεν περιλαμβάνει μόνο τη δογματική αλλά και την ηθική διδασκαλία, την εξ ίσου ουσιώδη για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η περικοπή της μελλούσης κρίσεως, η διδασκαλία περί συγχώρησης και αγάπης ακόμη και των εχθρών το μαρτυρούν αυτό κατά τρόπο εμφατικό. Και ο Χριστός στέκεται προκλητικά έναντι των πολεμίων του και θέτει το ερώτημα: «Τις ελέγχει με περί αμαρτίας;».
Οι πιστοί στον Χριστό αντιδρούν πολλές φορές με φανατισμό κατά των επικριτών του Σωτήρα τους μη θέλοντας να εξετάσουν βαθύτερα τις αιτίες που προκαλούν το μένος κατά του Χριστού. Θα εξετάσουμε δύο κεφαλαιώδη πανανθρώπινα ιδανικά, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, για τα οποία χύθηκε πολύ αίμα, καθώς χωρίς αυτά δεν είναι δυνατόν να επικρατήσει τρίτο, η ειρήνη. Κατά τη νεωτερικότητα, στον δυτικό κόσμο, ο οποίος ελέγχει ακόμη τον πλανήτη, μορφώθηκαν δύο κοινωνικοπολιτικά συστήματα, τα οποία ανταγωνιζόμενα προκάλεσαν συμφορές στους λαούς. Και τα δύο προήλθαν από μήτρες κακέκτυπου χριστιανισμού, ο οποίος καλλιεργήθηκε στη Δύση, με την τρομερή παραχάραξη της ευαγγελικής διδασκαλίας. Το αστικό καθεστώς, που εδραιώθηκε με την ανατροπή της εκφυλισμένης φεουδαρχίας των «ευγενών», έχει πολλά χαρακτηριστικά της προτεσταντικής ηθικής. Στον κόσμο αυτό η ασυδοσία περί το δόγμα καλλιέργησε και ασυδοσία περί το ήθος. Οι αστοί με παιάνες θριάμβου διασάλπισαν την κατάρρευση του ολοκληρωτισμού και διακήρυξαν την κατοχύρωση της ελευθερίας μέσω των δικαιωμάτων του ατόμου. Άγευστοι όμως της ευαγγελικής διδασκαλίας, την οποία καταπολέμησαν με δικαιολογία τις τρομακτικές αυθαιρεσίες του Βατικανού, δεν ήταν δυνατόν να κατανοήσουν τί είναι ελευθερία. Τη συρρίκνωσαν τρομακτικά περιορίζοντάς την στις μορφές της εθνικής και κοινωνικοπολιτικής, αγνοούντες κατά τρόπο τραγικό την πνευματική ελευθερία των αγίων. Σήμερα οι λαοί ζουν την κατάρρευση των κοινωνιών τους υπό βαθύτατη ηθική κρίση στις δυτικές χώρες, εν μέσω πλησμονής από καταναλωτικά «αγαθά», λογαριάζοντας ως μόνη αξία το χρήμα, και οι άλλοι γευόμενοι την κραυγαλέα κοινωνική αδικία εκ της απληστίας των ισχυρών αστών εξουσιαστών του πλανήτη. Και οι χριστιανοί σιωπούν κατά τρόπο θλιβερό μπροστά στην κοινωνική αδικία σαν να μη καταδίκασαν με καυστικότατο τρόπο την απληστία τόσο ο Χριστός, όσο και οι κοινωνικοί Πατέρες της Εκκλησίας. Περιορίζονται μόνο να μουρμουρίσουν κάτι, «για την τιμή των όπλων», όταν το αστικό κοινοβούλιο νομοθετεί παραβαίνοντας προκλητικά την ευαγγελική διδασκαλία!
Η ανέφικτη, υπό αστικές προϋποθέσεις, επικράτηση κοινωνικής δικαιοσύνης οδήγησε στην εμφάνιση των κινημάτων σοσιαλιστικού, αρχικά, και κομμουνιστικού, στη συνέχεια. Οι θρησκευτικοί ηγέτες της Δύσης είχαν σπεύσει να συμβιβαστούν με τους νέους εξουσιαστές, αν και κήρυκες εκείνοι της φυσιοκρατικής υλιστικής φιλοσοφίας, ώστε να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και υπό το νέο καθεστώς. Οι αντιτιθέμενοι στο καθεστώς της κοινωνικής αδικίας, άμοιροι της διδασκαλίας του Χριστού και των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, βρήκαν αφορμή, όπως προηγουμένως και οι αστοί, να πλήξουν τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Και οι μεν σοσιαλιστές υποτάχθηκαν τάχιστα στη λαγνεία του καπιταλισμού, παραμένοντες όμως πολέμιοι της πίστης, οι κομμουνιστές όμως επέτυχαν την επικράτησή τους σε περιοχές του πλανήτη κηρύσσοντας λυσσαλέο τον πόλεμο κατά της Εκκλησίας κατά τόπους και περιόδους. Υποσχέθηκαν κοινωνική δικαιοσύνη στραγγαλίζοντας προκαταβολικά την κοινωνικοπολιτική ελευθερία (δικτατορία επί του προλεταριάτου και όχι δικτατορία του προλεταριάτου). Ποιοι όμως διώχθηκαν; Οι «χριστιανοί» ή οι χριστιανοί; Οι πρώτοι, εκκοσμικευμένοι και διεφθαρμένοι δεν είχαν λόγους να καταστούν μάρτυρες. Ακλόνητοι στην πίστη τους και διωχθέντες μέχρι θανάτου υπήρξαν οι όντως χριστιανοί. Και εμείς, εδώ στις χώρες της «ελευθερίας», συμπαραταχθήκαμε με τους πλουτοκράτες, τους «ένθεους», για να πολεμήσουμε τον άθεο κομμουνισμό.
Ακόμη και σήμερα, ο κόσμος του καθολικισμού και ο προτεσταντικός, ότι απόμεινε δηλαδή από αυτούς, δεν έχουν προβεί σε αυτοκριτική και καταδίκη των τραγικών ολισθημάτων του παρελθόντος. Και εμείς οι ορθόδοξοι ρέπουμε σε συγχρωτισμό μ’ αυτούς με συνθήματα αγαπολογίας, ενώ ο πλανήτης στενάζει τόσο από ανελευθερία, όσο και από αδικία. Προδώσαμε τον Χριστό και το Ευαγγέλιό Του. Δώσαμε πλήθος αφορμών να στραφούν κατά του σωτήρα μας με πάθος πλήθος πολεμίων, οι οποίοι τον ξανασταυρώνουν. Μας διέφυγε όμως κάτι εξαιρετικά σημαντικό: Εμείς, με την κραυγαλέα ασυνέπειά μας, τον παραδώσαμε στους εχθρούς Του. Ο Απόστολος Παύλος τόνισε σε επιστολή του: «Το όνομα του Θεού εξ αιτίας μας βλασφημείται από τα έθνη (τους εκτός Εκκλησίας)».
Ο Χριστός μας υπέδειξε απαράμιλλο τρόπο άσκησης της εξουσίας υποδεικνύοντας να είναι ο πρώτος υπηρέτης όλων. Αυτό είναι άκρως προκλητικό και αποκρουστικό για τους πάσης φύσεως εξουσιαστές, εκτός αλλά και εντός Εκκλησίας. Εισήλθε στα Ιεροσόλυμα, επευφημούμενος ως βασιλιάς, καθισμένος σε γαϊδουράκι. Μπροστά στους εμπαθείς εχθρούς του της ιουδαϊκής ιεραρχίας παρέμεινε γαλήνιος. Μπροστά στον Πιλάτο το ίδιο. Επάνω στον σταυρό συγχώρησε τους εχθρούς Του. Τόσο Αυτός, όσο και οι πραγματικοί μαθητές Του μας υπέδειξαν τρόπους στάσης έναντι της εξουσίας. Το ότι οι εχθροί Του τον πολεμούν με τυφλή εμπάθεια, δεν δικαιώνει εμάς που τους δίνουμε αφορμές. Αυτοί «ουκ οίδασι τί ποιούσι». Εμείς γνωρίζουμε;
Ο Χριστός δεν υπήρξες σπορέας ουτοπίας, όπως τόσοι και τόσοι εγκόσμιοι «σωτήρες». Αποκάλυψε, με την ενανθρώπισή Του, τον Θεό και το θέλημά Του στον άνθρωπο. Υπήρξε ο άρχων της ειρήνης. Μακριά απ’ Αυτόν ούτε ελευθερία ούτε δικαιοσύνη θα γευθεί ποτέ ο άνθρωπος. Μήπως τον πολεμούμε, οι εκτός και οι εντός Εκκλησίας, επειδή δεν πληρούμε τα κριτήρια που έθεσε για την είσοδο στη βασιλεία Του;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»