Αγαπώ ένα χελιδόνι που η μαμά του το μαλώνει, το μαλώνει και το βρίζει, την καρδούλα του ραγίζει…». Τα αποκριάτικα τραγούδια ακούγονται ήδη στην Κοζάνη που, όπως κάθε χρόνο, ξεκίνησε τις αποκριάτικες εκδηλώσεις της. Τα ειδικά συνεργεία δουλεύουν πυρετωδώς από καιρό φτιάχνοντας τα άρματα για την παρέλαση της Κυριακής της μεγάλης Αποκριάς κι οι γειτονιές έστησαν τους «οντάδες» και τα «κονάκια» τους για να φιλοξενήσουν τους επισκέπτες των φανών τους. Η πόλη βρίσκεται στο πόδι, σε μια έντονη υπερδιέγερση για να υποδεχτεί τους εκατοντάδες επισκέπτες που θα καταφθάσουν εκεί για να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν τις τελευταίες μέρες της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα.
Ο βασιλιάς καρνάβαλος θα κάνει θριαμβευτικά την είσοδό του στην πόλη δίνοντας το σύνθημα για το μεγάλο ξεφάντωμα. Χαρούμενες φωνές, μασκαράδες, κομφετί, σερπαντίνες, χοροί στους δρόμους και στην κεντρική πλατεία, η «Πανδώρα» στις δόξες της (δε νοείται κοζανίτικο καρναβάλι χωρίς αυτήν) μαζί με τα χάλκινα, μεταφέρουν το κέφι και το ξεφάντωμα μέχρι την άκρη της πόλης. Οι πολυάριθμοι επισκέπτες θα θαυμάσουν για μια ακόμη φορά τη σπιρτάδα, το πνεύμα και το κέφι των Κοζανιτών και η τηλεόραση θα μεταφέρει σ’ όλη τη χώρα εικόνες από την παρέλαση των σκωπτικών αρμάτων, το γλέντι και τη διασκέδαση, που θα περισσεύουν εκείνη την ημέρα…
Κοζάνη, τέλη δεκαετίας του ’50. Ο μικρός μα ζεστός φανός που άναβε στη γειτονιά μας τα «Κατσ΄κάθκα», στο σταυροδρόμι των οδών Αρμενούλη και Αδαμαντίδη, καθώς και οι άλλοι φανοί της εποχής εκείνης, γινόταν με τη φροντίδα των γειτόνων και κυρίως τη συνδρομή και την αγάπη των παιδιών. Τα «φυλλουρίδια» για τις «φούντες» ήταν δική τους αποκλειστικά υπόθεση και οι παραγγελίες στους γονείς να μην γυρίσουν με άδεια χέρια από το ολονύκτιο γλέντι στο «Υπόγειο» του Ταρτάρα, στο «Ερμιόνιο» και στο «Ολύμπιο» έπεφταν σωρηδόν. Τα δωμάτια των σπιτιών τις μέρες εκείνες έπαιρναν μια χαρούμενη πολύχρωμη όψη από τις σερπαντίνες που κουλουριασμένες σε στοίβες και ταλαιπωρημένες από το νυχτερινό ξεφάντωμα περίμεναν υπομονετικά σε μια γωνιά τα επιδέξια παιδικά χέρια να τις μεταμορφώσουν. Μέρες νωρίτερα πριν τη μεγάλη γιορτή οι νεαροί καλλιτέχνες με μεράκι και φαντασία έφτιαχναν προσεκτικά τις «φούντες» για να στολίσουν ένα γύρω τον φανό, ώστε να είναι ο δικός τους ο καλύτερος απ’ όλους.
Το τσίγκινο πιάτο, λίγο στραπατσαρισμένο κάποιες φορές, ήταν το απαραίτητο εφόδιο της πρωινής κυριακάτικης περιπλάνησης στα σπίτια της γειτονιάς. Μέσα σ’ αυτό οι γείτονες απέθεταν με ευχαρίστηση τον οβολό τους, «τ’ς παράδις για του φανό», που θα χρησίμευε για την αγορά του απαραίτητου δαδιού που θα έκαιγε το βράδυ. Στοιβαγμένο προσεκτικά πάνω στον βωμό της ξερολιθιάς, που την Κυριακή το πρωί στηνόταν στη μέση του δρόμου, μπροστά από το αρχοντικό Βούρκα-Κατσικά, έφτιαχνε με το άναμμά του εικόνες μαγικές, σκόρπιζε γύρω μια ξεχωριστή μυρωδιά, χαρακτηριστική και υπέροχη. Η κάπνα του μαύριζε τα πρόσωπα, οι φλόγες που ξεπηδούσαν, αντιφέγγιζαν στις γελαστές μορφές, οι σπίθες έφταναν θαρρείς στα ουράνια, ταξίδευαν στ’ αστέρια. Εκείνος ο παλιός φανός, αυτός που εμείς θυμόμαστε στα παιδικά μας χρόνια, ήταν μια οικογενειακή γιορτή στην οποία συμμετείχαν όλες οι ηλικίες. Μια σύμπραξη των ανθρώπων της γειτονιάς χωρίς φανφάρες και μεγάφωνα, χωρίς όργανα και ορχήστρες. Το τραγούδι και ο χορός είχαν μια διαφορετική έκφραση, μια μυσταγωγία κι αγάπη για την παράδοση, ένα χρέος για τη συνέχειά της.
Καλοδεχούμενος ο περαστικός, φίλος κι ο άγνωστος διαβάτης, τσούγκριζαν το ποτήρι το κόκκινο κρασί κι αντεύχονταν μέσα απ’ την καρδιά τους «καλή Σαρακοστή».
Ήταν μοιραίο και αναπόφευκτο στο πέρασμα του χρόνου να αλλάξει η μορφή και η εμφάνιση του φανού. Έγινε κι αυτός ευρωπαϊκός, όπως άλλωστε τόσα πράγματα στη ζωή μας. Η παρουσία πολλών ξένων επισκεπτών, η άγνοια του κοζανίτικου γλωσσικού ιδιώματος και η παρέμβαση κάποιων τυποποιημένων στοιχείων είναι ίσως μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτό. Η παλιά γραφικότητα και η απλότητά του χάθηκαν, έμειναν μόνον σαν θύμησες και μνήμες που κάποιες φορές πληγώνουν και πονούν…