Στις 15 Φεβρουαρίου χτύπησαν δυνατά καμπανάκια για τις προοπτικές της χώρας να τηρήσει τη δέσμευσή της για σταδιακή κατάργηση του λιγνίτη και μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. Το ένα χτύπησε από την Κοζάνη και το άλλο από τις Βρυξέλλες.
Στην Κοζάνη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εγκαινίασε την Πτολεμαΐδα V, τον νέο λιγνιτικό γίγαντα των 660MW. Ανακοίνωσε ότι η μονάδα θα παραμείνει ανοιχτή και μετά το 2028 (επίσημο τέλος του λιγνίτη), ως “στρατηγική εφεδρεία”, χωρίς να αναφερθεί σε προηγούμενες κυβερνητικές δεσμεύσεις ότι για τη συνέχεια θα αναζητηθεί άλλο καύσιμο. Να θυμίσουμε ότι αρκετά χρόνια πριν την έναρξη κατασκευής της νέας μονάδας, είχε γίνει γνωστό ότι η λειτουργία της θα ήταν οικονομικά τελείως ασύμφορη, ενώ ο ίδιος ο τότε πρόεδρος της ΔΕΗ το 2016 είχε δηλώσει πως μόνο με διεκδίκηση δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων θα μπορούσε η νέα μονάδα να καταστεί οικονομικά βιώσιμη και να μην «μπαίνει μέσα».
Στην πραγματικότητα, η απολιγνιτοποίηση δεν ξεκίνησε ποτέ. Αντίθετα, η δημόσια ανακοίνωση της απολιγνιτοποίησης από τον πρωθυπουργό, το 2019, έγινε στην πράξη εφαλτήριο για ‘τακτοποίηση’ χρόνιων παραβιάσεων της νομοθεσίας της ΕΕ που εμπόδιζαν τη διατήρηση της χώρας σε κατάσταση λιγνιτικής εξάρτησης.
Συγκριμένα:
- Το 2021 και το 2022 εγκρίθηκαν νέες, νομικά αμφισβητήσιμες παρεκκλίσεις και παρατάσεις ζωής για λιγνιτικές μονάδες που έχουν εξαντλήσει τις ώρες λειτουργίας τους και έπρεπε να κλείσουν λόγω υπέρβασης των ορίων που έχει θέσει η ΕΕ για την εκπομπή ρύπων. Μια σειρά από παρεκκλίσεις έχουν χορηγηθεί στις υφιστάμενες, γηρασμένες λιγνιτικές μονάδες, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν κλείσει, καθώς εκπέμπουν υπερβολική ρύπανση και παραβιάζουν ζωτικής σημασίας νομοθεσία της ΕΕ για τα όρια εκπομπής αέριων ρύπων. Έτσι, εξακολουθούν να βρίσκονται σε λειτουργία επτά τέτοιες ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες (Άγιος Δημήτριος Ι-V, Μεγαλόπολη ΙΙΙ και IV και Μελίτη), ενώ μπαίνει στο σύστημα και η νέα της Πτολεμαΐδας. Η δήλωση του προέδρου της ΔΕΗ ότι οι υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες μπορεί να κλείσουν μέχρι το 2023 έχει ήδη ξεπεραστεί με τις παρεκκλίσεις που παραβιάζουν το δίκαιο της ΕΕ και επεκτείνουν τη λειτουργία τους μέχρι το 2025.
- Προτείνοντας ιδιαίτερα τη δέσμευση για απολιγνιτοποίηση, η Ελλάδα κατάφερε να πείσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κλείσει την επί χρόνια ανοιχτή υπόθεση παραβίασης δικαίου για τον ανταγωνισμό, που είχε ως αντικείμενο τη μονοπωλιακή επικράτηση της ΔΕΗ στην ελληνική αγορά λιγνίτη. Ειδικά σε αυτή τη διαδικασία παράβασης, είχαν τo 2019 κάνει παρέμβαση το WWF και η Greenpeace υποστηρίζοντας πως δεν διευκολύνει την απεξάρτηση από τον λιγνίτη, αλλά αντιθέτως ωθεί σε άνοιγμα νέων μονάδων από ιδιώτες και βαθύτερη εξάρτηση από το ιδιαίτερα ρυπογόνο αυτό ορυκτό καύσιμο. Ο ανταγωνισμός σε ρυπογόνες παραγωγικές δραστηριότητες μόνο περιβαλλοντική επιβάρυνση μπορεί να προκαλέσει.
- Με ύπουλη διάταξη στο γιγάντιο νομοσχέδιο που δόθηκε για διαβούλευση μόλις 4 ημερών την περασμένη βδομάδα και προωθείται κατεπειγόντως στη Βουλή, το ΥΠΕΝ δείχνει την ιδιαίτερη εύνοιά του προς τον λιγνίτη. Ενώ η ισχύουσα ξεκάθαρη διάταξη απαγορεύει τη «χορήγηση αδειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για εγκαταστάσεις με καύσιμο λιθάνθρακα ή λιγνίτη», η νέα διάταξη ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο για επεκτάσεις λειτουργίας και αύξηση ισχύος μονάδων που ήδη λειτουργούν ή πρόκειται να λειτουργήσουν ή βρίσκονται σε φάση κατασκευής. «Φωτογραφίζει» όλες τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, καθώς και όλες τις μονάδες ορυκτού αερίου που είτε βρίσκονται σε λειτουργία είτε είναι σε φάση κατασκευής.
Γνωρίζουμε πλέον, ότι η Πτολεμαΐδα V θα παραμείνει ανοιχτή και μετά το 2028 ως “εφεδρεία” και το καύσιμό της φαίνεται πως θα παραμείνει ο λιγνίτης. Στη γενικότερη εικόνα, η χρήση του λιγνίτη σημείωσε μικρή αύξηση (από τις 5.341 σε 5.586 γιγαβατώρες) το 2022. Αυτό αποτελεί πηγή ανησυχίας, ιδίως καθώς το 2023 μπαίνει κανονικά στο σύστημα η πέμπτη μονάδα, με τις οκτώ λιγνιτικές μονάδες του συστήματος να έχουν παρατείνει τη λειτουργία τους, ενώ με τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες η κυβέρνηση δείχνει τη σαφή διάθεσή της για επιστροφή στο κάρβουνο.
Βρυξέλλες: τελευταία προειδοποίηση για κακό σχεδιασμό των αιολικών
Στις Βρυξέλλες, η πρόκληση της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με τρόπο ασφαλή για τη βιοποικιλότητα, τέθηκε σοβαρά υπό αμφισβήτηση την ίδια ακριβώς μέρα με τα εγκαίνια της νέας λιγνιτικής μονάδας. Εκείνη την ημέρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε στην Ελλάδα αιτιολογημένη γνώμη (δεύτερο στάδιο της επίσημης διαδικασίας παράβασης) για παραβίαση της νομοθεσίας της ΕΕ για τη φύση κατά τον σχεδιασμό αιολικών πάρκων. Η Επιτροπή επισημαίνει εμφατικά ότι η Ελλάδα παραμένει προσκολλημένη σε ένα παρωχημένο χωροταξικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ, το οποίο σαφώς παραβιάζει την απαίτηση του δικαίου της ΕΕ για δέουσα εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων σε οικοτόπους και προστατευόμενα είδη βιοποικιλότητας μέσα από «πλήρεις, ακριβείς και οριστικές διαπιστώσεις και συμπεράσματα, ικανά να διασκεδάσουν οποιαδήποτε εύλογη επιστημονικής φύσεως αμφιβολία όσον αφορά τις επιπτώσεις στων σχεδιαζόμενων εργασιών στην οικεία ζώνη ειδικής προστασίας». Με λίγα λόγια, το περίφημο ειδικό χωροταξικό για τις ΑΠΕ, που εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια ακούμε ότι βρίσκεται σε διαδικασία αναθεώρησης, επιτρέπει χωροθετήσεις εγκαταστάσεων αγνοώντας πλήρως τις νομικές απαιτήσεις για προστασία της φύσης και ιδιαίτερα των περιοχών Natura. Εάν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί άμεσα, αναθεωρώντας τον χωροταξικό της σχεδιασμό για τις ΑΠΕ με τέτοιο τρόπο που να μην βλάπτεται η ακεραιότητα των προστατευόμενων περιοχών που θα φιλοξενήσουν υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κινδυνεύει με παραπομπή στο ευρωδικαστήριο.
Η επιστήμη έχει θέσει ψηλά τον πήχη για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε όλο τον κόσμο: προκειμένου να επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα πριν από το 2050 και να μειωθούν στο μισό οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030, ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να μεταβεί σε 100% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το συντομότερο δυνατό. Η πρόκληση για σωστή ανάπτυξη των ΑΠΕ, δίχως να προκληθούν ζημιές και επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα είναι κορυφαίο πρόταγμα που θα έπρεπε να ενώσει συνολικά την κοινωνία.
Η ενεργειακή κρίση είναι κρίση πολιτικής αξιοπιστίας
Η συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας αποτέλεσε το ισχυρότερο μέχρι στιγμής μήνυμα ότι η Ευρώπη πρέπει να μετασχηματίσει επειγόντως τον ενεργειακό της τομέα προς 100% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να καταργήσει σταδιακά όλα τα ορυκτά καύσιμα. Πρόκειται για μια μοναδική στιγμή στην ιστορία κατά την οποία η φράση “δεν θέλω να πω ότι σας το είπαμε, αλλά σας το είπαμε” επαληθεύεται τόσο δραματικά: η επιστημονική κοινότητα, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις καλούν εδώ και χρόνια τους ηγέτες της Ευρώπης να κάνουν αποφασιστικά θετικά βήματα προς τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να αποφύγουν τη βαθύτερη εξάρτηση από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία.
Η Ελλάδα, που είναι μία από τις χώρες που έχει πληγεί σοβαρά από την ενεργειακή κρίση, λόγω της βαθιάς εξάρτησής της από το ορυκτό αέριο που συμβάλλει στην εκτόξευση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, βλέπει τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά να οδηγούνται σε ενεργειακή φτώχεια και σοβαρή υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους. Η μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα και ένα ενεργειακό σύστημα χωρίς άνθρακα αποτελεί πρόκληση για την ενεργειακή ασφάλεια, την απαλλαγή από γεωπολιτικές τριβές για τους ενεργειακούς πόρους και μια κοινωνικά δικαιότερη οικονομία. Όντας χώρα προικισμένη με υψηλό δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, χάρη στο άφθονο ηλιακό και αιολικό δυναμικό της, είναι επιτακτική ανάγκη η Ελλάδα να σχεδιάσει την πορεία της προς την πλήρη απεξάρτηση του ενεργειακού της συστήματος από τον άνθρακα μέσω μιας υποδειγματικής πορείας που θα οδηγήσει σε ένα μέλλον ενεργειακής ασφάλειας, κοινωνικής δικαιοσύνης και αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος.