Ο «πατέρας της ιστορίας», Ηρόδοτος ήταν ο πρώτος ο οποίος αναφέρθηκε στο τοπωνύμιο Άνω Μακεδονία, και πιο συγκεκριμένα σε δύο αποσπάσματα. Στο πρώτο σχετικά με την εισβολή του Ξέρξη στη κεντρική και νότια Ελλάδα μέσω Θεσσαλίας (Ηρόδοτος 7.173.4.: “δοκέειν δέ μοι, ἀρρωδίη ἦν τὸ πεῖθον, ὡς ἐπύθοντο καὶ ἄλλην ἐοῦσαν ἐσβολὴν ἐς Θεσσαλοὺς κατὰ τὴν ἄνω Μακεδονίην.. ἐπορεύοντο ἐς τὸν Ἰσθμόν.”) και στο δεύτερο όπου αφηγείται την ιστορία του ιδρυτή του βασιλικού οίκου των Τημενιδών, Περδίκκα με τους αδελφούς του Γαυάνη και Αέροπο. Το ταξίδι τους από το Άργος στην Ιλλυρία, έπειτα στη πόλη Λεβαία (Ηρόδοτος 8.137.2.:“..ἐκ δὲ Ἰλλυριῶν ὑπερβαλόντες ἐς τὴν ἄνω Μακεδονίην ἀπίκοντο ἐς Λεβαίην πόλιν”), μέχρι την ίδρυση του Μακεδονικού βασιλικού οίκου στις Αιγές.
Από τα παραπάνω – και όχι μόνο – δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση της πολιτισμικής σύνδεσης της αρχαίας δυτικής Μακεδονίας με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο αλλά και (μέσω των αρχαιολογικών καταλοίπων) η εξέχουσα σημασία που έδιναν οι κάτοικοί της όσον αφορά τον τόπο και τη συγκρότηση των οικισμών τους. Σε αυτό φαίνεται και η ιδιαίτερη γεωστρατηγική θέση που είχαν οι πόλεις της αρχαίας Ορεστίδας και της υπόλοιπης Άνω Μακεδονίας, απέναντι στην Ήπειρο, τη Κάτω (Κεντρική) Μακεδονία και τη νότια Ελλάδα.
Έτσι, διαπιστώνουμε ότι οι τοποθεσίες που είχαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ίδρυση μικρών και μεγαλύτερων εγκαταστάσεων ήταν αυτές που μπορούσαν να γίνουν εκμεταλλεύσιμες όχι μόνο γεωργοκτηνοτροφικά αλλά και αμυντικά από τους ανθρώπους της (Σαμσάρης 1989: 207). Για αυτό, εύλογα παρατηρείται ότι η ασφάλεια είχε έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Επίσης, όπως και στο υπόλοιπο κομμάτι της Δυτικής Μακεδονίας, έτσι και στην Ορεστίδα οι εγκαταστάσεις διακρίνονταν σε πεδινές, ημιορεινές και ορεινές.
Ακόμη, αρκετοί λοφώδεις οικισμοί που παρείχαν φυσική ασφάλεια στους κατοίκους της είχαν μια διάρκεια ζωής τουλάχιστον από τη Γεωμετρική εποχή (αν όχι νωρίτερα), ενώ με την έναρξη της Ρωμαϊκής περιόδου πολλοί άνθρωποι φαίνεται να στρέφονται πλέον και στην ίδρυση οικισμών σε πεδινές εκτάσεις. (Σαμσάρης 1989: 211).
Διαδοχικές αναφορές κι έρευνες έγιναν όμως από τη δεκαετία του ‘60 για αρχαία εγκατάσταση με αμυντικά χαρακτηριστικά και στη περιοχή του σημερινού Βοΐου, στην αρχαιολογική θέση της «Κοφτερής», κοντά στο χωριό Αξιόκαστρο της Π.Ε. Κοζάνης.
Πρόκειται για μια πολύ καλά προστατευμένη και φύσει οχυρή θέση, η οποία συναντάται σε λόφο με πρόσβαση μόνο από τη νότια πλευρά, ενώ από τις υπόλοιπες ο χώρος είναι απροσπέλαστος λόγω της απότομης – σχεδόν κατακόρυφης κλίσης του. Παράλληλα, “αγκαλιάζεται” στα βόρεια και δυτικά από παραπόταμο του Αλιάκμονα και άλλα ρέματα (Καραμήτρου 1999: 165). Έτσι, αναδεικνύεται ως ιδανικό σημείο εγκατάστασης μόνιμου οικισμού καθώς προσφέρει καλή οχύρωση, ορατότητα, εύκολη πρόσβαση σε πηγές νερού αλλά και για δραστηριότητες κυνηγιού λόγω της πλούσιας πανίδας στην περιοχή.
Τα τεχνουργήματα που εντοπίστηκαν, δείχνουν μια συνεχόμενη κατοίκηση της θέσεως ήδη από την ύστερη εποχή του χαλκού ως τα ρωμαϊκά χρόνια αν όχι κι ύστερα. Πιο συγκεκριμένα, μετά από προσωπική επιφανειακή έρευνα που πραγματοποίησα τον Ιούλιο του 2016, βρέθηκαν εκτός από είδη χρηστικής κεραμικής, πήλινη αγνύθα και λίθινο τριβείο, μαρτυρώντας μια εγκατάσταση με πλήθος παραγωγικών δραστηριοτήτων. Άλλα χαρακτηριστικά ευρήματα – παλαιότερων ερευνών – ήταν οκτώσχημες πόρπες, περιλαίμια, νομίσματα, ψέλια, περόνες αλλά και τριγωνικές πόρπες με άγκιστρα στα πέρατα.
Να τονίσουμε ακόμη, ότι λόγω εγγύτητας με τη θέση «Αξιόκαστρο» ή αλλιώς «Αξιόκαστρα» (πρόκειται για θεση πλησίον αυτής σε χαμηλότερο επίπεδο) και της πανομοιότυπης κεραμικής με αυτή της Κοφτερής, υπάρχει η προσωπική εκτίμηση ότι οι δύο θέσεις θα μπορούσαν να συνδέονταν στο παρελθόν, με την Κοφτερή να αποτελεί την «ακρόπολη» αλλά και τον πυρήνα των δύο θέσεων, απ’ όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει η οποιαδήποτε επέκταση. Η σκέψη αυτή βρήκε στήριξη και στο πολύτιμο για την έρευνα σύντομο αρχαιολογικό οδηγό του Ι. Γαλανίδη για τα αρχαιολογικά ευρήματα του Αξιοκάστρου (Γαλανίδης 1999: 3).
Με αφορμή τα παραπάνω και αναλογιζόμενοι το πλήθος των τεχνουργημάτων και του σημείου κατοίκησης, φαινεται ότι πρόκειται για μια αρκετά σημαντική θέση καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού. Ως εκ τούτου, μένει να συνεχισθεί η αρχαιολογική έρευνα της εν λόγω θέσης, καθώς βάσει των όσων έχουν εντοπιστεί σήμερα, μας παρουσιάζουν μια αρχαία εγκατάσταση που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο μελέτης και αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή του Βοΐου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Γαλανίδης, Ι. Ι. (1993). Αρχαιολογικά Ευρήματα Περιοχής Αξιοκάστρου Κοζάνης. Θεσσαλονίκη.
- Ηρόδοτος. Ἱστορίαι.
- Μεντεσίδη, Γ. Κ. (1999). Βόϊον-Νότια Ορεστίς: αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία. Θεσσαλονίκη.
- Πέτσας Φ. (1963). ΑΔ 17, 1961/62, Χρον. Β2, 214, πιν.253α. Αθήνα.
- Σαμσάρης, Δ. Κ. (1989). Ιστορική Γεωγραφία της Ρωμαϊκής Επαρχίας της Μακεδονίας – Το Τμήμα της Σημερινής Δυτικής Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
- Τσιρογιάννης Α. Κ. (2017). Ιστορική και Τοπογραφική Μελέτη της Αρχαίας Ορεστίδας (Πτυχιακή Εργασία). Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Καλαμάτα.
* Ο Αθανάσιος Κ. Τσιρογιάννης είναι Αρχαιολόγος – Αρχαιομεταλλουργός MSc