Της Άννας Τανή – Καραχάλιου για την εφημερίδα “Ο Χρόνος”
Η κ. Άννα Τανή – Καραχάλιου δημοσιεύει στον «Χ» μέρος της εργασίας της με τίτλο «Η «Αναστάσιμη Τελετουργία της Άνοιξης» μέσα από την ποίηση, τα έθιμα και τα τραγούδια του λαούς μας» σε τέσσερα μέρη.
Η αρχή έγινε το Σάββατο 1 Απριλίου 2023 και το δεύτερο μέρος δημοσιεύτηκε το Σάββατο 8 Απριλίου. Το τρίτο μέρος δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Μεγάλης Τετάρτης 12 Απριλίου και το τέταρτο και τελευταίο μέρος δημοσιεύεται στο φύλλο της Μ. Παρασκευής 14 Απριλίου.
Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας της κ. Τανή στηρίχθηκε σε αποσπάσματα δημοσιευμάτων της εφημερίδας ¨Καθημερινή¨ (τεύχος 1 Απριλίου 2001), απ’ όπου αντλήθηκαν διάφορα ερανίσματα. Ολόκληρη η εργασία παρουσιάστηκε παραμονές της Πασχαλιάς του 2007 στην Αίθουσα Τέχνης Κοζάνης με τη συμμετοχή του χορευτικού συλλόγου ¨ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ¨ της Αιανής. Τα μοιρολόγια και τα ποιήματα τραγουδήθηκαν και απαγγέλθηκαν από μαθητές του 5ου Γυμνασίου Κοζάνης. Η εργασία παρουσιάστηκε (περιληπτικά) και στον Σύλλογο Κοζανιτών Θεσσαλονίκης.
Εισαγωγή
Η γιορτή της ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, επειδή συμπίπτει χρονικά με την κορύφωση της Άνοιξης, αποτελεί και η ίδια κορύφωση όχι μόνο του εκκλησιαστικού αλλά και του ανοιξιάτικου λατρευτικού κύκλου.
Σύμφωνα με τη Μιράντα Τερζοπούλου2 το Πάσχα έχει τις ρίζες του στη λατρεία των Αιγυπτίων που γιόρταζαν την εαρινή ισημερία, τη στιγμή, δηλαδή, του χρόνου που η μέρα αρχίζει και γίνεται μεγαλύτερη από τη νύχτα και το φως έχει νικήσει οριστικά το σκοτάδι.
Η γιορτή αυτή που λεγόταν Πισάχ υιοθετήθηκε από τους Εβραίους σε ανάμνηση της εξόδου από την Αίγυπτο και πέρασε στους Χριστιανούς, ταυτισμένη με τον σταυρικό θάνατο του Ιησού κατά το Ιουδαϊκό Πάσχα. Ο Χριστός ταυτίστηκε με τον ήλιο, η αμαρτία με το σκοτάδι. Η νίκη της μέρας πάνω στη νύχτα έγινε νίκη του φωτός της αλήθειας πάνω στο σκοτάδι της αμάθειας.
Όπως συνήθως συμβαίνει με τις θρησκείες το Χριστιανικό Πάσχα με τον ηλιολατρικό αλλά και σεληνολατρικό χαρακτήρα του ενσωμάτωσε στοιχεία από αντίστοιχες αρχαίες λατρείες και πρακτικές που τελούνταν την ίδια εποχή του έτους και με το ίδιο νόημα, την υπέρβαση δηλαδή του τελεσίδικου θανάτου, τη συμμετοχή των ανθρώπων στην αέναη ανακύκληση και επιστροφή.
Οι εαρινές αυτές τελετουργίες έχουν ως υπόβαθρο την αρχέγονη πίστη σ΄ ένα βλαστικό θεό που κάθε χρόνο πεθαίνει, κηδεύεται και ανασταίνεται ενώ ταυτόχρονα στοχεύουν, με βάση τις αρχές και τις πρακτικές της ομοιοπαθητικής μαγείας να βοηθήσουν τη βλάστηση και την καρποφορία αναπαριστάνοντας αυτόν τον ίδιο τον αναγεννητικό θάνατο.
Ο εθιμικός κύκλος της Άνοιξης, σε αντίθεση με τα δρώμενα του Δωδεκαημέρου και της Αποκριάς που τελούνταν από μεταμφιεσμένους φαλλοφόρους άνδρες, δεν είναι τυχαίο ότι ανήκει αποκλειστικά στις Γυναίκες: όχι μόνο επειδή η γονιμότητα τους συνδέθηκε μ την εκρηκτική γονιμότητα της ανοιξιάτικης φύσης αλλά και γιατί ο νεκρολατρικός και θρηνητικός χαρακτήρας των τελετουργιών παραπέμπει άμεσα τις δικές τους καθημερινές ενασχολήσεις κα κινητοποιεί οικεία συναισθήματα.
Η ταύτιση τη γυναίκας με τη γη αναδεικνύει τη γη όχι μόνο ω υποδοχέα των νεκρών σωμάτων αλλά και ως τροφοδότρα της ζωής, συμβολική μήτρα που αναγεννά ό,τι ως σπόρος έχει θαφτεί στο νωπό της χώμα το φθινόπωρο.
Όλες, λοιπόν, οι λατρευτικές εκδηλώσεις αυτής της περιόδου τελούνται σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες ( εξαιρούνται οι χοροί της Λαμπρής που συμμετέχουν άνδρες) κάθε ηλικίας και με τη θεατρικότητα και τα λατρευτικά θρηνητικά τραγούδια τους μπορούμε να πούμε πως αποτελούν προέκταση ή άλλη εκδοχή του Θείου Δράματος.
Τα Ψυχοσάββατα, οι μυητικές τελετουργίες των Λαζαρίνων, το γυναικείο Μοιρολόι της Παναγίας, ο Αδωκός στολισμός του Επιταφίου καθώς και ορισμένα αγροτικά, παιδικά δρώμενα νεκρανάστασης που σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας- όπως ο Κραντωνέλος της Μυκόνου, ο Λειδικός της Αίγινας ο Κάναθος του Πόντου και ο Ζαφείρης της Ηπείρου είναι μερικές από τις εκδηλώσεις αυτές.
ΑΔΩΝΕΙΑ
Τις πενθούσες γυναίκες που προσκαλούν τη ζωή να εγερθεί από τον ύπνο και τον τάφο, τις συναντάμε από την αρχαιότητα στα Αδώνεια, προς τιμήν του Άδωνι3 του αγαπημένου της Αφροδίτης που σκοτώθηκε στον ανθό τη νιότης του από έναν κάπρο. Οι πενθούσες γυναίκες της αρχαιότητας έσπερναν σε μικρά αγγεία σπόρους που βλασταίνουν και μαραίνονται γρήγορα και μ’ αυτούς στόλιζαν κέρινα, νεκρικά ομοιώματα και τα περιέφεραν θρηνώντας. Αυτά τα μικρά είδωλα τα έριχναν στο τέλος σε πηγές ή ποτάμια κι ακολουθούσε χαρμόσυνη γιορτή για την Ανάσταση του νεκρού.
ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ
Ακριβώς στην αφύπνιση, νεκρανάσταση του Αδώνειου εραστή της Αφροδίτης εδράζεται ο γονιμικός χαρακτήρας στα Λαζαρίτικα έθιμα και σ’ αυτά του Λειδικού και Ζαφείρη4.
Ο Λάζαρος είναι ¨σύμβολο¨ της ανάστασης, της αναβίωσης της φύσης. Εύστοχα ο καθηγητής Δημ.Λουκάτος χαρακτηρίζει τη γιορτή του Λαζάρου ¨νεκραναστάσιμη¨. Εξάλλου το σύμβολο αυτό δραματοποιήθηκε στον αγροτικό πολιτισμό, τελετουργικά με τη μορφή αγερμού και δρώμενου. Μας είναι πολύ οικείες οι Λαζαρίνες τηςΑιανής, αν και το έθιμο είναι διαδεδομένο σ’ όλο τον βαλκανικό χώρο παρουσιάζοντας εξαιρετική ποικιλία. Περισσότερο διαδεδομένοι είναι οι αγερμοί5 των παιδιών, κυρίως κοριτσιών, μικρής ηλικίας, τα οποία κρατώντας ένα είδωλο που παριστάνει τον Λάζαρο και ανθοστόλιστα καλαθάκια γυρνούν στα σπίτια, αφηγούμενα με το τραγούδι τους το ιστορικό του θανάτου και της έγερσης του, καθώς και τις εντυπώσεις του από τη φοβερή εμπειρία του Κάτω Κόσμου. Οι μικρές Λαζαρίνες απαιτούν την αμοιβή τους σε άβαφα άσπρα αυγά, καρπούς και χρήματα. Η απεικόνιση του Λαζάρου είναι είτε ένα ειδικά ζυμωμένο ψωμάκι με ανθρώπινο σχήμα ή μια ντυμένη και στολισμένη κούκλα που τη βαστούν σαν μωρό ή τη στερεώνουν σ’ ένα ξύλο και την κουνούν ρυθμικά ενώ τραγουδούν:
-Πες μας Λάζαρε, τι είδες,
Εις τον Άδη που επήγες;
– Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
της καρδίας, των χειλέων,
και μη μ’ ερωτάτε πλέον.
Ο Λάζαρος ως φύση, πεθαίνει και ανασταίνεται ευφρόσυνα σε μια αιώνια ανακύκληση.
ΑΙΑΝΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Ήρθ’ ου Λάζαρους, ήρθαν τα βάγια.
– Πού ήσαν Λάζαρε, πού ήσαν κρυμμένος;
– Μες τον χάντακα, χαντακουμένους
δώσ’ μι, δώσ’ μι κρύου νεράκι
για’ είναι του στόμα μου, πικρό φαρμάκι.
– Σήκου Λάζαρε κι μην κοιμάσι,
ήρθ’ η μάνα σου από την πόλη,
σ’ ίφιρι χαρτί κι κουμπουλόι.
– Βάια, βάια του Βαϊού,
τρώμι ψάρια και Κουλιού
και την άλλη Κυριακή,
τρώμε το παχύ τ’ αρνί.
– Η κουτίτσα σας αβγά γεννάει
κι η φουλίτσα σας δεν τα χουράει,
δώστε μας να τα χαρούμε
και του χρόνου πάλι να ‘ρθούμε.
– Του καλαθάκι μ’ θέλ’ αβγό
κι η τζιπούλα μ’ θέλ’ κουκό6 (σες)
Λαζαρίνα, Κουκουτίνα7
βάλ’ αβγό στην καλαθίνα.
Και του χρόνου.
Η σημαντικότερη όμως εκδοχή του εθίμου θέλει8 τον αγερμό μιας πολυσήμαντης τελετουργίας κατά τη διάρκεια της οποίας κάτω από την καθοδήγηση μιας παλιάς και έμπειρης Λαζαρίνας, κοπέλες, που όλες πλησιάζουν την ηλικία γάμου ¨μυούνται¨, ασκούνται δηλαδή όχι μόνο στην εκμάθηση των ειδικών τραγουδιών και χορών αλλά και στις απαραίτητες για τον μελλοντικό ρόλο τους οικιακές δουλειές.
Κατάλληλα ετοιμασμένες οι ¨μυημένες¨ με ειδικές κατά την ηλικία τους φορεσιές πραγματοποιούν ομαδικά τι ιερές πομπές τους ( ξεκινούν από την εκκλησία, το σπίτι του παπά και γυρνούν όλο το χωριό στη συνέχεια). Τα τραγούδια αυτών των εφήβων κοριτσιών δεν έχουν σχέση με το θρησκευτικό γεγονός της γιορτής. Αντίθετα είναι εμφανής ο μυητικός, γονιμικός και κοινωνικός χαρακτήρας του εθίμου με επίκεντρο τις μέλλουσες νύφες. Με τα ανοιξιάτικα, ερωτικά και εγκωμιαστικά τραγούδια τους, ¨μεταδίδουν¨ τη γονιμότητά τους σ’ όλη την κοινότητα, κάνοντας ταυτόχρονα μια από τις λίγες επίσημες εμφανίσεις τους στο δημόσιο χώρο των γαμήλιων επιλογών.
Παραπομπές Α μέρους
- Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας στηρίχθηκε σε αποσπάσματα δημοσιευμάτων της εφημερίδας ¨Καθημερινή¨, τεύχος 1 Απριλίου 2001, απ’ όπου αντλήθηκαν διάφορα ερανίσματα. Ολόκληρη η εργασία παρουσιάστηκε παραμονές της Πασχαλιάς του 2007 στην Αίθουσα Τέχνης Κοζάνης με τη συμμετοχή του χορευτικού συλλόγου ¨ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ¨ της Αιανής. Τα μοιρολόγια και τα ποιήματα τραγουδήθηκαν και απαγγέλθηκαν από μαθητές του 5ου Γυμνασίου Κοζάνης. Η εργασία παρουσιάστηκε (περιληπτικά) και στον Σύλλογο Κοζανιτών Θεσσαλονίκης.
- Μιράντα Τερζοπούλου: εθνολόγος, λαογράφος, ερευνήτρια του κέντρου έρευνας ελληνικής λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
- Τον ερωτεύτηκαν για την ομορφιά του η Περσεφόνη και η Αφροδίτη, βλ. Ελληνική μυθολογία 2ο τόμος, οι Θεοί, σελ. 184
- Τραγούδια του κύκλου του χρόνου. ΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ, Δόμνας Σαμίου
- Αγερμός: ο γύρος μέσα στο χωριό πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι
- Καρύδια
- Η μικρή Λαζαρίνα που κρατάει καλάθι και μαζεύει τα αβγά που δίνουν οι νοικοκυρές
- Κυρίως στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της Ελλάδας, Αιανή Κοζάνης
Aν η μέρα του Λαζάρου συνδέθηκε με τα μυητικά έθιμα της γονιμότητας των κοριτσιών, η Κυριακή των Βαΐων είναι αφιερωμένη στις νιόπαντρες γυναίκες που κατεξοχήν ενσαρκώνουν τη γονιμότητα. Αυτές υποχρεούνται να στολίσουν με βάγια την εκκλησία, που θα μοιραστούν στο εκκλησίασμα ως φυλαχτό και αντιβασκάνια για τη μαγική τους δύναμη. Με τα ίδια κλαριά χτυπούσαν η μία την άλλη ενισχύοντας την προσδοκία να τους μεταβιβαστεί η γονιμοποιός δύναμη των αειθαλών φυλλωμάτων.
ΑΣΠΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΦΟΡΩ 9
Άσπρο τριαντάφυλλο φορώ
άσπρο τριαντάφυλλο φορώ,
βολιούμι να το βάψω
βολιούμι να το βάψω.
Κι αν τ΄ απιτύχω ρούσα μ΄στις μπογιές
και αν τ΄απιτύχω στις μπογιές, πολλές καρδιές θα κάψω.
Θα κάψω νιές, θα κάψω γριές, θα κάψω παλικάρια
πολλές καρδιές θα κάψω.
σα κάψω και έναν νιο παπά, να χάσει τα ευαγγέλια
θα κάψω και τον πρόεδρο να χάσει τα τιφτέρια,
θα κάψω και το γελαδάρ΄, να χάσει τα γιλάδια.
Καλώς μας ήρθε ο Λάζαρος με τον καλό το λόγο
με την καλή την πασχαλιά με το Χριστός Ανέστη.
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΗΚΟΥΘΟΥΝΤΑΝ 10
Γραμματικός ηκάθουνταν
γραμματικός ηκάθουνταν πάνω στην άσπρη πέτρα
πάνω στην άσπρη πέτρα
κι έγραφεν κι κοντύλιαζιν και χύθηκ΄ η μελάνη
κι βάψαν τα ρουχίτσια του του τα χρυσοκεντημένα.
Σ΄ιννιά πουτάμια τα ΄πλυνι κι πάλι δεν ξεβάφουν
ν΄ ανοίξετι να λάμψιτι να ΄ρθουν οι Λαζαρίνις
με τη λαμπρή την Πασκαλιά μι το Χριστός Ανέστη.
ΖΑΦΕΙΡΗΣ 11
Τον Ζαφείρη τον έπαιζαν σε όλη τη διάρκεια της άνοιξης και κυρίως τον Μάη, μικρές και έφηβες κοπέλες στα χωράφια και τα βοσκοτόπια, στα διαλείμματα των αγροτικών εργασιών. Ξάπλωνε πάνω στο χορτάρι ένα κορίτσι ή αγόρι και παρίστανε τον πεθαμένο Ζαφείρη. Του έδεναν τα χέρια και τα πόδια με κόκκινες κλωστές και σκέπαζαν το πρόσωπό του με ένα άσπρο μαντήλι. Αφού άναβαν προηγουμένως τα καντήλια στο κοντινότερο εκκλησάκι, έπαιρναν ένα εικόνισμα και το έβαζαν στα χέρια του Ζαφείρη μαζί με ένα ραβδί στο πλάι. Τον κάλυπταν με πρασινάδες βοτάνια με μαγικές θεραπευτικές ιδιότητες και λουλούδια. Μετά το νεκρό στόλισμα κάθονταν τριγύρω να τον μοιρολογήσουν. Στο κεφάλι η κορυφαία τραγουδούσε στίχο- στίχο και οι άλλες επαναλάμβαναν θρηνολογώντας.
ΖΑΦΕΙΡΗΣ
Τον Ζαφείρη τον έπαιζαν σε όλη τη διάρκεια της άνοιξης και κυρίως τον Μάη, μικρές και έφηβες κοπέλες στα χωράφια και τα βοσκοτόπια, στα διαλείμματα των αγροτικών εργασιών. Ξάπλωνε πάνω στο χορτάρι ένα κορίτσι ή αγόρι και παρίστανε τον πεθαμένο Ζαφείρη. Του έδεναν τα χέρια και τα πόδια με κόκκινες κλωστές και σκέπαζαν το πρόσωπό του με ένα άσπρο μαντήλι. Αφού άναβαν προηγουμένως τα καντήλια στο κοντινότερο εκκλησάκι, έπαιρναν ένα εικόνισμα και το έβαζαν στα χέρια του Ζαφείρη μαζί με ένα ραβδί στο πλάι. Τον κάλυπταν με πρασινάδες βοτάνια με μαγικές θεραπευτικές ιδιότητες και λουλούδια. Μετά το νεκρό στόλισμα κάθονταν τριγύρω να τον μοιρολογήσουν. Στο κεφάλι η κορυφαία τραγουδούσε στίχο- στίχο και οι άλλες επαναλάμβαναν θρηνολογώντας.
ΖΑΦΕΙΡΗΣ
Ζαφείρη μ΄ κοντοστρόγγυλε και κοντομαζωμένε,
εσκούριασαν οι κλειδωνιές, χορτάριασαν οι πόρτες,
Άφ΄κες τα σπίτια χάρβαρα τους φούρνους γκρεμισμένους
άφ΄κες και τη γυναίκα σου με την κοιλιά γεμάτη.
– Για σούκ΄ Ζαφείρη μ΄ να μας δεις, Ζαφείρη μ΄ να μας πκιάκεις.
– Με τι ματάκια για να δω, να δω να περπατήσω,
που ρέψαν τα ματάκια μου σαν το μαργαριτάρι,
που κόπηκαν τα χεράκια μου και τα ποδαράκια μου.
– Σου λύνουμε τα χέρια σου, σου λύνουμε τα πόδια.
Τώρα που ήρθ΄ η Άνοιξη και γέμ΄σε η γης λουλούδια
τώρα και εσύ Ζαφείρη μου ξύπνα απ΄ τον βαρύ τον ύπνο,
Για σουκ΄ Ζαφείρη να μας πκιάκεις για σουκ΄ να μας κυν΄γήσεις.
Μόλις ακουγόταν ο τελευταίος στίχος, ο Ζαφείρης πεταγόταν όρθιος και τον θρήνο διαδέχονταν γέλια και τραγούδια ενώ ο Ζαφείρης κραδαίνοντας το ραβδί κυνηγούσε τα κορίτσια και αυτή που θα έπιανε θα ήταν ο Ζαφείρης της επόμενης χρονιάς. Παλιότερα για Ζαφείρη χρησιμοποιούσαν ένα σαβανωμένο ξύλο σαν κούκλα που το φύλαγαν στην εκκλησιά. Όταν τελείωνε η Άνοιξη έριχναν το ξύλο σε κάποιο τρεχούμενο καθαρτήριο νερό ως εξαγνιστική τελετουργική πράξη που επιβεβαιώνει την ιερότητα του εθίμου αλλά και την ομοιότητά του με τα Αδώνεια.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΑΜΠΡΗΣ
Για την ορθόδοξη Ανατολή η περίοδος της Λαμπρής αρχίζει με τη Σαρακοστή (όπου έθιμα προχριστιανικά συμβαδίζουν με τις χριστιανικές ακολουθίες των Χαιρετισμών και της Μεγάλης Εβδομάδας). Είδαμε προηγουμένως διάφορα λαϊκά δρώμενα αναπαράστασης του αιωνίου δράματος της Αναγέννησης της φύσης και της ζωής και συνεχίζουμε με τα Ψυχοσάββατα, τα Μοιρολόγια της Παναγίας, τους τελετουργικούς χορούς του Πάσχα και του Αγίου Γεωργίου, τις Κούνιες. Όλα αυτά τα έθιμα αποτελούν εκδηλώσεις της προαιώνιας προσπάθειας του ανθρώπου να συμβάλει θετικά στη διαδικασία ανανέωσης της φύσης και στην εξασφάλιση της υγείας και της καλής σοδειάς.
ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ
Τα Ψυχοσάββατα που προηγούνται ή έπονται του Πάσχα με κορυφαίο εκείνο των Αγίων Θεοδώρων και τελευταίο του Ρουσαλιού ή Αρσαλιού (της Πεντηκοστής) προσδιορίζουν για άλλη μια φορά τον γονιμικό χαρακτήρα των ανοιξιάτικων πασχαλινών γιορτών, αφού οι νεκροί είναι σύμφωνα με τις αρχέγονες, πανανθρώπινες δοξασίες, οι πρώτοι ¨δαίμονες¨ (πνεύματα) της βλάστησης και από αυτούς εξαρτάται κατά πολύ η καρποφορία της γης. Η επίσκεψη στους τάφους, οι προσφορές στους νεκρούς, η απαραίτητη συμμετοχή τους (κάλεσμα συμμετοχής τους στις πιο ευχάριστες στιγμές, όπως τους χορούς του Πάσχα ή το αναστάσιμο τραπέζι) δείχνουν την τιμητική θέση των προγόνων στην παραδοσιακή αγροτοποιμενική οικογένεια – κοινωνία των παρελθόντων χρόνων αλλά γιατί όχι και των σημερινών έτσι όπως στρέφεται ο άνθρωπος ξανά στη γη. Ο φόβος των νεκρών αλλά και ο πόνος για τους χαμένους οικείους – με κορυφαίο το μοιρολόι της Παναγίας- οδηγούν σε σκέψεις για το εφήμερο και το απροσδιόριστο της ζωής.
Γιοφύρ’ είχα στη θάλασσα, μα το Χριστός Ανέστη
Και σκάλα π’ανεβαίνει ,αληθώς ήταν κι ανέστη.
Τρεις λυγερές ανέβαιναν μα το Χριστός Ανέστη
Το Χάρο να ρωτήσουν , αληθώς ήταν κι ανέστη.
-Δείξε μας , Χάρε, δείξε μας, πότε θελ’ να πεθάνω.
-Τι να σου δείξω κόρη μου,
μαραίνεται η καρδιά μου.
Την Κυριακίτσα πόρχεται,
την άλλη παραπάνω
σαν έχεις ρούχα βάστα τα ,
φλωριά μην τα λυπάσαι
Και να έχεις κι άλογο καλό,
περπάτα πανηγύρια.
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Κορυφαία στιγμή της θρησκευτικής δραματουργίας πριν από τη χαρά για την Ανάσταση του Κυρίου όταν αυτή συναντιέται με τη φυσική Αγαλλίαση της Άνοιξης, το Μοιρολόι της Παναγίας. Σύμφωνα με τη Δόμνα Σαμίου το Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγίας ¨είναι ένα μεσαιωνικό, μακροσκελές, ομοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης ευρύτατα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο. Επηρεασμένο από τις σχετικές περικοπές των Ευαγγελίων και την υμνογραφία της Εκκλησίας αποτελεί έναν ανθρωποκεντρικό αφηγηματικό θρήνο για τη μαρτυρική πορεία του Χριστού προς τη Σταύρωση ιδωμένη μέσα από τα μάτια και τα συναισθήματα της τραγικής μάνας¨. Κάθε χρόνο γυναίκες μαζεμένες γύρω από τον Επιτάφιο εκφράζουν τη συμπόνια και την ταύτισή τους με τη μητρική ανθρώπινη πλευρά της Παναγίας. Από την Κάτω Ιταλία μέχρι και τον Πόντο και την Κύπρο παρακολουθούμε τη συνέχεια της αφηγηματικής ροής μέσα από την αλληλοδιαδοχή των αποσπασμάτων.
ΚΥΠΡΟΣ
Άρκοντες αφικράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον,
πώς κλαίει τον μονογενή εις τον Σταυρόν εκείνον.
Αδέ μαντάτο σκοτεινόν και μέρα λυπημένη
που ήρτε σήμερον σ’ εμέ, την πολοπικραμένη.
Που πιάσαν τον Υιούλην μου κι έμεινα ορφανεμένη
κι ο κόσμος κλαίει ουρανέ κι η γη σκοτεινασμένη.
Ο ήλιος εσκοτίστηκεν κι όλον το φως εχάθη
και το φεγγάριν τ’ ουρανού κατά πολλά επικράνθη.
Όρη αναστενάξετε και πέτρες ραϊστείτε
και ποταμοί στραγγίσετε και δένδρα μαραθείτε.
Η ΘΡΑΚΗ
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται
σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για τον μονογενή της.
ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού, απ’ αρχαγγέλου στόμα.
Σώνουν κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνιά νερό της ρίξανε όσο να ’ρθει ο νους της
κι απάνω που συνέφερε, τούτον τον λόγο λέγει.
ΦΟΥΡΝΟΙ ΙΚΑΡΙΑΣ
– Ας έρθ’ η Μάρθα κι η Μαριά και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και ο στρατίς τους έβγαλε στ’ ατσίγγανου την πόρτα.
– Ώρα καλή σ’ ατσίγγανε κι ίντα που μαστορεύεις;
– Οβραίοι μου παραγγείλανε καρφιά για να τους φιάξω,
μου παραγγείλαν τέσσερα, μα ’γώ τους φτιάχνω πέντε.
– Συ Φαραέ που τά ’φτιαξες, εσύ θα μου διδάξεις.
– Τα δυο θα μπουν στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό θα μπει μες στην καρδιά του.
ΦΟΥΡΝΟΙ ΙΚΑΡΙΑΣ
– Άντε μωρέ ατσίγγανε, στάχτη να μη ποτάξεις
μηδέ διπλό πουκάμισο στη ράχη σου μη βάλεις.
Επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
– Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανένα δε γνωρίζει,
τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ-Γιάννη.
ΡΕΪΝΤΕΡΕ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ, ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
– Άι-άι μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου,
πού εί- πού είναι ’με ο γιούκας μου και ’σέ ο δάσκαλός σου.
– Δεν έ- δεν έχω στόμα να στα πω, γλώσσα να στα μιλήσω
κι ούτ’ η- κι ούτ’ η καρδιά μου τα βαστά να σου τα μολοήσω.
ΠΟΝΤΟΣ
Βλέπεις εκείνον τον γυμνόν, τον παραπονεμένον,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι,
εκείνος είν’ ο γιόκας σου και ’μέ ο διδάσκαλός μου.
ΜΠΑΪ ΝΤΙΡΙ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Η Παναΐα τ’ άκουσε, πέφτει λιγοθυμάει
νερό σταμνιά την περεχούν, τρία γυαλιά του μόσχου,
τέσσερα το ροδόσταμο, ώστε να συνεφέρει,
κι απάνω που συνέφερε τούτο το λόγο λέγει.
– Δεν έχ’ γκρεμό να γκρεμιστώ για το μονογενή μου
δεν έχ’ μαχαίρι να σφαγώ για το μονογενή μου
δεν έχ’ σκοινί να κρεμαστώ για το μονογενή μου.
Απολογιέται κι ο Χριστός της μάνας του και λέγει.
– Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέται όλος ο κόσμος,
μάνα μου αν σφαγείς εσύ, σφάζετ’ όλος ο κόσμος,
μάνα μ’ αν κρεμαστείς εσύ, κρεμιέται όλος ο κόσμος.
Πάρτο μάνα μου υπομονή, να πάρ’ όλος ο κόσμος.
Άντε μάνα μου στο καλό και διάφορο δεν έχεις,
μόν’ το μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις.
ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Πηγαίνει στο σπιτάκι της και στρώνει το τραπέζι
κι έκατσε και περίμενε τον ερχομό του γιου της.
Πέρασε και η αγιά Καλή και την καλησπερίζει.
– Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι.
– Άντε και συ αγιά Καλή, να ’σαι καταραμένη,
παπάς να μη σε λειτουργά, διάκος να μη σε ψέλνει,
μόνο στην άκρη του γιαλού το κύμα να σε δέρνει.
Το λόγο δεν τελείωσε κι ανοίξαν τα ουράνια,
βλέπει το γιο της κι έρχεται σα φως και σα λαμπάδα.
Παραπομπές Β μέρους
- Αγία Παρασκευή Κοζάνης
- Αιανή Κοζάνης
- 11 Ζασγόρι Ηπείρου
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Τα 2 μοτίβα της Άνοιξης (δηλαδή της αναγέννησης της ζωής) και του θανάτου, αυτή την τραγική διάσταση δηλαδή που περιέχει ο θρίαμβος της Άνοιξης τη συναντούμε και στην ελληνική ποίηση γιατί είναι μια αντίληψη γνήσια ελληνική που την υπαγόρευσε το μεγαλείο της Ελληνικής Φύσης και πολύ νωρίς οι ποιητές μας την ενσωμάτωσαν στα ποιήματά τους.
¨Καιρός για κίνηση και στάσεις -γράφει ο Ηλίας Αναγνωστάκης – επανάστασης, εγέρσεις και εξεγέρσεις, ξεσηκωμό τώρα που μέσα στους χυμούς, τους βλαστούς και τις ανθοφορίες όλα καλούν σε χορούς ανείπωτες ανατροπές ακόμη ως την ερωτική ύβρη μες στο γλυκύτατο μας έαρ¨.
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη12,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους.
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια,
εξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,
Ακίνητ’ όπου κι αν ιδής, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
¨Αλαφροίσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες;¨
¨Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!¨
Πρόκειται για την πιο κορυφαία δημιουργία ποιητή στη γλώσσα μας που εξυμνεί την Άνοιξη – στη φυσική και στη μεταφυσική της διάσταση. Κι εδώ θάνατος υπολανθάνει, όχι όμως σαν κατάσταση αλλά σαν παρουσία που βάζει σε δοκιμασία την ηθική ελευθερία των πολιορκημένων του Μεσολογγίου. Και το δίλημμα από τη μία η ζωή με την απίστευτη ομορφιά της φύσεως, από την άλλη το ηθικό χρέος να πεθάνουν για την πατρίδα. Δραματική σύγκρουση ανάμεσα στον πόθο να ζήσουν και στο χρέος να πεθάνουν. Το Μεσολόγγι έπεσε την Άνοιξη που η φύση είναι στα καλύτερά της.
Πρόκειται για μια επέκταση σε ηθικό επίπεδο της υπαρξιακής διαμαρτυρίας που η δημοτική ποίηση εξέφρασε με το επιγραμματικό δίστιχο του Διάκου:
¨ Για ιδές καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι¨.
Και ο Κώστας Καρυωτάκης ανέπτυξε με το δικό του ποιητικό τρόπο στο ποίημα ¨Διάκος¨ 13
Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.
Εκελαδούσαν
πουλιά, πετώντας
όλο πιο πάνω.
Τ’ άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»
Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού ¨Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι14, που μεταφέρει το θέμα του θανάτου και της Ανάστασης από τη Φύση και τους Θεούς στη Ζωή και τα Πάθη των κοινών ανθρώπων αποδίδοντας θαυμάσια την ατμόσφαιρα των ημερών¨.
Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ μοναστήρι, ἀπ᾿ ὅσες
γυναῖκες τοῦ Στειριοῦ συμμαζευτῆκαν
τὸν Ἐπιτάφιο νὰ στολίσουν, κι ὅσες
μοιρολογῆτρες ὥσμε τοῦ Μεγάλου
Σαββάτου τὸ ξημέρωμα ἀγρυπνῆσαν,
ποιὰ νὰ στοχάστη – ἔτσι γλυκὰ θρηνοῦσαν! –
πώς, κάτου ἀπ᾿ τοὺς ἀνθούς, τ᾿ ὁλόαχνο σμάλτο
τοῦ πεθαμένου τοῦ Ἄδωνη ἦταν σάρκα
ποὺ πόνεσε βαθιά;
Γιατὶ κι ὁ πόνος
στὰ ρόδα μέσα, κι ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,
κ᾿ οἱ ἀναπνοὲς τῆς ἄνοιξης ποὺ μπαίναν
ἀπ᾿ τοῦ ναοῦ τὴ θύρα, ἀναφτερώναν
τὸ νοῦ τους στῆς Ἀνάστασης τὸ θάμα,
καὶ τοῦ Χριστοῦ οἱ πληγὲς σὰν ἀνεμῶνες
τοὺς φάνταζαν στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια,
τὶ πολλὰ τὸν σκεπάζανε λουλούδια
ποὺ ἔτσι τρανά, ἔτσι βαθιὰ εὐωδοῦσαν!
Ἀλλὰ τὸ βράδυ τὸ ἴδιο τοῦ Σαββάτου,
τὴν ὥρα π᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Πύλη τὸ ἕνα
κερὶ ἐπροσάναψε ὅλα τ᾿ ἄλλα ὡς κάτου,
κι ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιο Βῆμα σάμπως κύμα ἁπλώθη
τὸ φῶς ὦσμε τὴν ξώπορτα, ὅλοι κι ὅλες
ἀνατριχιάξαν π᾿ ἄκουσαν στὴ μέση
ἀπ᾿ τὰ «Χριστὸς Ἀνέστη» μίαν αἰφνίδια
φωνὴ νὰ σκούξει: «Γιώργαινα, ὁ Βαγγέλης!»
Καὶ νά· ὁ λεβέντης τοῦ χωριοῦ, ὁ Βαγγέλης,
τῶν κοριτσιῶν τὸ λάμπασμα, ὁ Βαγγέλης,
ποὺ τὸν λογιάζαν ὅλοι γιὰ χαμένο
στὸν πόλεμο· καὶ στέκονταν ὁλόρτος
στῆς ἐκκλησιᾶς τὴ θύρα, μὲ ποδάρι
ξύλινο, καὶ δὲ διάβαινε τὴ θύρα
τῆς ἐκκλησιᾶς, τὶ τὸν κοιτάζαν ὅλοι
μὲ τὰ κεριὰ στὸ χέρι, τὸν κοιτάζαν,
τὸ χορευτὴ ποὺ τράνταζε τ᾿ ἁλώνι
τοῦ Στειριοῦ, μιὰ στὴν ὄψη, μιὰ στὸ πόδι,
ποὺ ὡς νὰ τὸ κάρφωσε ἦταν στὸ κατώφλι
τῆς θύρας, καὶ δὲν ἔμπαινε πιὸ μέσα!
Καὶ τότε – μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος –
ἀπ᾿ τὸ στασίδι πού ῾μουνα στημένος
ξαντίκρισα τὴ μάνα, ἀπ᾿ τὸ κεφάλι
πετώντας τὸ μαντίλι, νὰ χιμήξει
σκυφτὴ καὶ ν᾿ ἀγκαλιάσει τὸ ποδάρι,
τὸ ξύλινο ποδάρι τοῦ στρατιώτη,
– ἔτσι ὅπως τὸ εἶδα ὁ στίχος μου τὸ γράφει,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
καὶ νὰ σύρει ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της
ἕνα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»
Κι ἀκόμα, – μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, ὅσες μαζευτῆκαν
ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπὰ γιὰ νὰ θρηνήσουν
τὸν πεθαμένον Ἄδωνη, κρυμμένο
μὲς στὰ λουλούδια, τώρα νὰ ξεσπάσουν
μαζὶ τὴν ἀξεθύμαστη τοῦ τρόμου
κραυγὴ πού, ὡς στὸ στασίδι μου κρατιόμουν,
ἕνας πέπλος μοῦ σκέπασε τὰ μάτια!…
Αυτά είναι μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της ελληνικής ποίησης όπου συνυπάρχουν τα δύο μοτίβα που προαναφέραμε της Άνοιξης και του Θανάτου με κορυφαίο αυτό της βυζαντινής ποίησης των ακολουθιών της Μ. Εβδομάδας και του Πάσχα.
Ω γλυκύ μου έαρ
γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος!
Παραπομπές Γ’ μέρους
- Ελεύεθεροι Πολιορκημένοι, Γ΄Σχεδίασμα Ι Διον. Σολωμού
13.Ελεγεία και Σάτιρες, 1920, βλ. Άπαντα,τ. Α, επιμ. Γ. Σαββίδη
14.Άγγελου Σικελιανού, Ιερά Οδός, βλ. Αντίδωρο, 1943
Συνεχιζεται…