Τα πράσινα παντζούρια
Georges Simenon
Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ
Άγρα, 2023
σ. 288
«Το 1950 ο Σιμενόν βρίσκεται στην Αμερική. Είναι γεμάτος σχέδια και δουλεύει πυρετωδώς. Πιστεύει πιο πολύ παρά ποτέ ότι το επόμενο βιβλίο του είναι το καλύτερό του. Πρόκειται ακριβώς για τα Πράσινα παντζούρια, «το βιβλίο που οι κριτικοί περιμένουν από καιρό και ήλπιζα πάντα να γράψω μια μέρα». Μια στενή του φίλη σχολίασε ότι για καιρό ένιωθε τρομαγμένη από τη δύναμή του. Ο Σιμενόν το θεωρεί «κεντρικό έργο» στη μεγάλη παραγωγή του. Ο Γκαλλιμάρ το θαυμάζει απεριόριστα. Θέμα του : Το πορτραίτο ενός μεγάλου ηθοποιού, του Εμίλ Μωζέν, ιερού τέρατος της θεατρικής σκηνής και του κινηματογράφου προς το τέλος της ζωής του, που την έζησε ακραία, όχι μόνο εργαζόμενος σκληρά αλλά και πίνοντας και έχοντας αναρίθμητες ερωμένες. Είναι κυνικός και φαίνεται απόμακρος. Μετά από μια απειλητική διάγνωση από τον καρδιολόγο του, ξανακοιτάζει όλη του τη ζωή και νιώθει ένα τεράστιο αίσθημα ενοχής που δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Συνεχίζει να ζει ακραία, θέτοντας όμως θέματα στον εαυτό του και αναρωτώμενος πότε θα έρθει το τέλος. Είναι ένα ιδιότυπο και δυναμικό μυθιστόρημα, με πολλές ενδοσκοπήσεις στους τρόπους με τους οποίους οι ηθοποιοί δημιουργούν χαρακτήρες. Υπάρχουν όμως πολλοί παραλληλισμοί και με την ψυχολογία ενός συγγραφέα, καθώς και ένα διακριτό καφκικό στοιχείο στις φανταστικές σκηνές «δίκης» και ειδικά κατά τα τελικά στάδια της ζωής του ηθοποιού. Ο μεγάλος φόβος του Σιμενόν ήταν ότι το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί πως αναφέρεται σε υπαρκτούς σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής του, όπως ο Raimu, ο Michel Simon, ο W. C. Fields ή ο Charlie Chaplin. Σχολίασε σχετικά : «Είναι αδύνατον να δημιουργήσεις ένα πρόσωπο του χώρου τους, με το δικό τους βεληνεκές, και να μη δανειστείς ορισμένα χαρακτηριστικά, κάποια τικ, από τον έναν ή τον άλλον. Όλα τα υπόλοιπα είναι καθαρή μυθοπλασία». Ένας προσεκτικός όμως αναγνώστης από τη Βολιβία, που αλληλογραφούσε με τον Σιμενόν, παρατήρησε ότι ο Μωζέν ήταν μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας, αναγνωρίζοντας πολλά, περισσότερο ή λιγότερο κρυμμένα χαρακτηριστικά του.»
Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη “Γκαζέτ ντε Λιέζ”. Το πρώτο του μυθιστόρημα, που το υπέργραψε με το ψευδύνυμο George Sim, με τίτλο “Στο γεφύρι του Αρς” εκδόθηκε το 1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ’ τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923 με τη ζωγράφο Ρεζ ιν Ρανσόν στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους.Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε τις εκδόσεις “Φαγιάρ” για να πάει στις εκδόσεις “Γκαλλιμάρ”, όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ. Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά στην Ευρώπη. Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Από το 1972 αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο.
Το προξενιό της Ιουλίας
Μυθιστόρημα
Γιώργος Σ. Πολίτης
Ψυχογιός, 2020
σ. 416
«Το προξενιό της Ιουλίας Βένιου με τον μεγαλοκτηματία Γιωργίκη Προβιό έμελλε να γίνει το σπουδαίο νέο ολάκερου του κάμπου της Λάρισας. Έπειτα από μερικά χρόνια, ο επίλογος του γάμου της σφραγίζεται με τη δολοφονία του συζύγου και της τρίχρονης κόρης της. Η ίδια, έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο, παραμένει αμίλητη, αποδεχόμενη τη μοίρα και, συνεκδοχικά, την ενοχή της.
Έξι ημέρες πριν από την εκτέλεσή της, η νεαρή δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Γκίκα προσπαθεί να της πάρει μια συνέντευξη μέσα στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου και κρατείται? στο πλευρό της ο δικηγόρος Δημητρός Ατζαλίνας.
Οι αχνές μνήμες της καταδικασμένης, που δείχνει να ξυπνάει από τον λήθαργο, θα τους γυρίσουν πέντε χρόνια πίσω, στη μετεμφυλιακή εποχή τον Δεκέμβριο του 1949. Η αφήγησή της γεννά και στους δύο ζωηρές υποψίες πως υπάρχει μια «πλάγια ιστορία», μια δεύτερη εξήγηση των γεγονότων που η αποδοχή και απόδειξή της μπορεί να την αθωώσει. Αλλά ο χρόνος που τους απομένει είναι λιγοστός.
Υποθέσεις, συνδέσεις γεγονότων, συνειρμοί, αποφάσεις κι ένας αγώνας δρόμου για να αποδείξουν την αθωότητά της, ενώ οι δείκτες του ρολογιού έχουν ξεκινήσει ήδη να μετρούν αντίστροφα. Τα γεγονότα δικαιολογούν κάθε ψήγμα αισιοδοξίας.
Η αλήθεια, όμως, δεν έχει φανερώσει την τελική της όψη…»
Ο Γιώργος Σ. Πολίτης, γεννήθηκε στην Αθήνα τον Γενάρη του 1960. Σπούδασε αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων και ζωγραφική. Εργάστηκε στους συγκεκριμένους τομείς για ένα διάστημα και κατόπιν δημιούργησε τη δική του επιχείρηση. Παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, ψυχολογίας και πολιτικής οικονομίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τη συγγραφή μυθιστορηματικών έργων.