Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους
Μιχάλης Αλμπάτης
Νήσος, 2022
σ. 470
«Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της Κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ’ το χωριό και ν’ αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν “διερμηνείς των πεθαμένων”.
Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται την δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν…
“Η επομένη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησιά. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησιά, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κοροϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που από μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!”»
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται τόσο στη γλώσσα και στις περιγραφές, όσο και στην πλοκή, η οποία παρότι περιστρέφεται διαρκώς γύρω από το τέχνασμα ενός αγοριού που ακούει τους νεκρούς, δεν κουράζει τον αναγνώστη, αντίθετα κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του μέχρι το τέλος. Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και είναι δίκαιο το ότι αποτέλεσε εκδοτικό γεγονός.
Ο Μιχάλης Αλμπάτης γεννήθηκε το 1973 στο Ζαρό, στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Από τα δεκαοχτώ του ζει στο Ηράκλειο, όπου, κατά τη νεότητά του, διέπρεψε στους κύκλους των οδοιπόρων της απώλειας και της αριστοκρατίας των αφανών. Το 2018 δημοσίευσε την πρώτη του νουβέλα “Ο κώλος της Άννας”, εκδ. Απόπειρα. Το διήγημά του “Ο άνδρας που έκλαιγε” έχει συμπεριληφθεί στη συλλογή “Παράξενες μέρες στο Ηράκλειο”, εκδ. Παράξενες Μέρες, 2018.
Ο χωριάτης
Θάνος Κανούσης
Ταξιδευτής, 2023
σ. 381
«Ένας “φτασμένος” ηθοποιός απολαμβάνει τους καρπούς της επιτυχίας του.
Το πηγαίο ταλέντο του πάτησε σε μια στέρεη βάση, αυτήν της καταγωγής του, την οποία δεν ξέχασε ποτέ. Η απλότητα που του όρισε αυτή του τη σεμνότητα αποτελεί και το μαγικό του ραβδί: αυτοαποκαλείται στους κύκλους της μεγάλης δημοσιότητας αλλά και των “μεγάλων σαλονιών” ως ο «ΧΩΡΙΑΤΗΣ».
Από πού, όμως, τον ακολουθούν όλα αυτά τα βιώματα; Τι ήταν αυτό που έπλασε μέσα του τη φλόγα; Κάτω από ποιες συνθήκες και συνήθειες; Ποιοι τον στήριξαν, με χαμόγελο, παρά την ανέχειά τους, να τολμήσει το άπιαστο;
Αυτό το παρελθόν για τον ήρωά μας αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητάς του, καθορίζει την συμπεριφορά, τις αξίες και τη ματιά του για την ζωή. Τελικά, όμως, τον ανταμείβει σαν άνθρωπο με απρόσμενα δώρα.»
Ο Θάνος Κανούσης γεννήθηκε στο χωριό Κοντοβούνι Κοζάνης. Σπούδασε Θέατρο και Κινηματογράφο και εργάστηκε σαν ηθοποιός για περισσότερα από είκοσι χρόνια, συμμετέχοντας σε αξιόλογες παραστάσεις. Υπήρξε για μια πενταετία στέλεχος του Θεάτρου Καισαριανής, έπαιξε στην Επίδαυρο (Ήφαιστος στον Προμηθέα Δεσμώτη με Γιάννη Βόγλη) καθώς και στην τηλεόραση (Θέατρο της Δευτέρας) αλλά και παίρνοντας μέρος σε δέκα τηλεοπτικά σήριαλ καθώς και στον Κινηματογράφο. Σαν σεναριογράφος συνεργάστηκε με τον Γιάννη Καλαμίτση και κείμενά του παίχτηκαν στην ΕΡΤ & στον ΑΝΤ1.
Σήμερα εξακολουθεί να εργάζεται σαν Παραγωγός Συναυλιών (υποστήριξε συνεργαζόμενος με σπουδαίους συνθέτες- τραγουδοποιούς – τραγουδιστές, όπως: Θάνο Μικρούτσικο, Μίμη Πλέσσα, Χρήστο Νικολόπουλο, Νότη Μαυρουδή, Πυξ-Λαξ, Χάρη & Πάνο Κατσιμίχα, Διονύση Τσακνή, Μανόλη Λιδάκη, Γιάννη Ζουγανέλη, Βασίλη Καρρά κ.ά.