Κριτική για το βιβλίο του Μιχάλη Πιτένη «Γιαλάν Ντουνιάς»
Στις δημοτικές εκλογές του 1982 το κεντρικό σύνθημα μιας παράταξης στην Κοζάνη ήταν το «Μιαν κι όξου», σύνθημα που υπονοούσε ότι ο εκλεκτός της θα κερδίσει από την πρώτη Κυριακή και δεν θα χρειαστεί δεύτερη (Mια κι έξω). Για όποιον δεν ξέρει τους ντόπιους δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κάτι παρόμοιο. Τόση και τέτοια ήταν η ένταση του ιδιώματος στην πόλη εκείνον τον καιρό. Η φράση απαντά ενίοτε και στο μυθιστόρημα που μας απασχολεί, ενώ ο τρόπος της υποδηλώνει ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του.
Γέννημα θρέμμα της Κοζάνης από το 1962 και με σπουδές Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο Μιχάλης Πιτένης είναι ένας ενδιαφέρων πεζογράφος του καιρού μας. Πέρα από την ενασχόλησή του με το τοπικό θέατρο, έχει ήδη στο ενεργητικό του δύο συλλογές διηγημάτων και πέντε μυθιστορήματα. Ο Γιαλάν Ντουνιάς είναι το έκτο μυθιστόρημα και ανήκει στην κατηγορία την οποία ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, μιλώντας για διηγήματα των τελευταίων χρόνων, που αναφέρονται στην επαρχία και αξιοποιούν διαλέκτους, αποκαλεί νεο-ηθογραφία, η οποία όμως πόρρω απέχει από την εξιδανικευτική αντιμετώπιση της παλαιάς του 19ου αι. (https://bookpress.gr/, 18-2-2016). Η φράση του τίτλου, τουρκογενής και συνήθης στην Κοζάνη, ακούγεται ως leitmotiv στο μυθιστόρημα και σημαίνει ψεύτικος κόσμος, μάταιος, όπως αυτός που κάποτε υπήρξε και τώρα αναπλάθεται λογοτεχνικά, αλλά λειτουργεί ταυτόχρονα και συμβολικά, υποδηλώνοντας το ψεύδος της ίδιας της μυθιστορηματικής γραφής. Πρόκειται για έργο ενδιαφέρον από κάθε άποψη: στέρεη αφήγηση, πειστικοί χαρακτήρες, αληθοφανή περιστατικά, ματιά οξεία αλλά και περισκοπική. Και εξηγούμαι.
Το μυθιστόρημα οργανώνεται σε δύο αφηγηματικές γραμμές και σε 55 κεφάλαια. Από τη μια υπάρχει η τριτοπρόσωπη παντογνωστική αφήγηση, η οποία σημαίνεται με όρθια τυπογραφικά στοιχεία, κι από την άλλη η πρωτοπρόσωπη του κεντρικού ήρωα Νικολάκ’ Κανιούλα, η οποία δηλώνεται με πλάγια. Η κάθε αφήγηση διεκπεραιώνεται με γλώσσα αστική πλην των διαλόγων και εκτυλίσσεται σε δικά της, αριθμημένα απλώς κεφάλαια, ενώ αρκετές φορές διαπλέκονται και η μια παρεμβαίνει στην άλλη ακόμα και εντός του ίδιου κεφαλαίου, για να δώσει μια διαφορετική ή συμπληρωματική εκδοχή των γεγονότων και να τα φωτίσει πληρέστερα. Σε κάθε περίπτωση οι αφηγήσεις είναι ρεαλιστικές, πράγμα που δεν σημαίνει βέβαια πως τα γεγονότα είναι κατ’ ανάγκη αληθή αλλά πως είναι απλώς αληθοφανή χάρη στην ικανή συγγραφική διαμεσολάβηση.
Στο κέντρο του μύθου βρίσκονται δύο πολυμελείς οικογένειες, οι οποίες ζουν στην Κοζάνη του 1960. Η μία είναι του Στέργιου Κανιούλα και της Λέν’ς και η άλλη του Κώτια Γκουλιάκα και της Ζόλιας. Σημαντικούς ρόλους διαδραματίζουν οι γονείς αλλά τους σημαντικότερους δύο από τα παιδιά τους αντίστοιχα, ο Νικολάκ’ς πρωτίστως και η Αφρατή δευτερευόντως. Λιγότερο απασχολεί την αφήγηση η Ματιώ, παρότι αυτήν αφορούν οι λόγοι τιμής για τους οποίους χάνει κατά λάθος τη ζωή η αδερφή της η Αφρατή.
Το έργο, από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο, που ανήκει στην παντογνωστική αφήγηση, θέτει το πρόβλημα με τον τρόπο του αστυνομικού μυθιστορήματος, έτσι που ως το τελευταίο να εκκρεμεί η διαλεύκανση του φόνου και να κρατάει σε εγρήγορση τον αναγνώστη, ενώ στο μεταξύ αναδύονται και αναδεικνύονται η ζωή και τα πάθη των ανθρώπων. Θεωρώ ενδιαφέρον αυτό το κεφάλαιο για τον τρόπο που οργανώνει την τελική του σκηνή, η οποία μάλιστα θα επανέλθει στο 21ο με τις ίδιες ακριβώς εκφράσεις. Ύστερα από τις πρώτες κινήσεις, που απεικονίζουν μια ορισμένη οικογενειακή καθημερινότητα, αρχίζει το στήσιμο του γάμου της Αφρατής με τον Γιώρ’. Ο κουμπάρος Χιλέας παραγγέλλει στον περίφημο κλαριντζή Τούλη Καλέα να μαζέψει την ορχήστρα και του μεταφέρει τη δήλωση του χουβαρντά γαμπρού «πως θα παίζουν χωρίς σταματημό!» (σ. 16). Τα όργανα παίζοντας, μαζί με τον κουμπάρο, τον γαμπρό και τα μπρατίμια, κατευθύνονται προς το σπίτι της νύφης μέσα στο βαθύ χιόνι, το οποίο όμως με τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία, γιατί, όπως λέγεται, «γάμους που κίν’τσιν δεν σταματάει ου κόσμους να χαλάσει» (σ. 22). Κι όμως αυτός θα χαλάσει, γιατί, φτάνοντας στο σπίτι, αίφνης βουβαίνονται όλοι και καθηλώνονται μπροστά στο θέαμα. Η Ζόλια, η μάνα της νύφης: «Ένα βήμα απ’ την εξώπορτά της. Με τα πόδια βουλιαγμένα στο χιόνι ως τα γόνατα. Με το γκρίζο μονοπάτι της στάχτης να ’χει φτάσει ένα, δύο βήματα μακριά της. Ένα κομμάτι άσπρο τούλι στ’ αριστερό της χέρι. Τσαλακωμένο, σφιγμένο μες στην παλάμη της. Στο δεξί, γυάλιζε η μακριά λάμα ενός σουγιά. Μικρές σταγόνες, σαν ρώγες γινωμένων σταφυλιών κρέμονταν για λίγο απ’ την κόψη της λάμας, πριν γλιστρήσουν και πέσουν, σχηματίζοντας μια κόκκινη κηλίδα στο χιόνι» (σ. 27).
Στα επόμενα κεφάλαια (2-6) ο συνταξιούχος υπάλληλος τραπέζης Νικολάκ’ς Κανιούλ’ς μιλάει σε πρώτο πρόσωπο για τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη και στην Κοζάνη των παιδικών του χρόνων. Στη Θεσσαλονίκη φτάνει έφηβος ο αφηγητής, για να ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, μια και είχε αποβληθεί από όλα τα σχολεία της γενέτειρας λόγω της ηθικής, υποτίθεται, αυτουργίας του στον φόνο της Αφρατής, και σ’ αυτήν την πόλη χτίζει τη δική του οικογένεια. Δύο είναι οι έγνοιες που μονίμως τον βασανίζουν και διαρκώς επανέρχονται στη διήγηση, η γενέθλια πόλη, στην οποία αδημονεί να επιστρέψει, αλλά για πολύ καιρό διστάζει από φόβο για το κενό που θα συναντήσει, και η αγαπημένη του Αφρατή, που σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή του. «Χαίρομαι τους ανθρώπους», θα πει κάποια στιγμή, «που καταφέρνουν να ξεχνούν. Να συγχωρούν εαυτούς και αλλήλους. Να προσπερνούν. Τους ζηλεύω. Ανήκω σ’ εκείνους που, δεν ξέρω αν είναι πολλοί ή λίγοι, αλλά εικάζω οι λιγότεροι, κολλούν σε γεγονότα, όπως ένα αυτοκίνητο στη λάσπη, κι ενώ θέλουν, στ’ αλήθεια το θέλουν, να προχωρήσουν μπροστά, μένουν στο ίδιο σημείο. Και ξεμένουν σ’ ένα παρελθόν που δεν έχει ουσιαστικά τίποτα να τους προσφέρει, παρά μόνο την επώδυνη επανάληψη όσων θα ’πρεπε, με κάθε τρόπο, ν’ αφήσουν πίσω τους. Μια διαδικασία, που μοιάζει με πληγή, η οποία ενώ ετοιμάζεται να κλείσει την ξανανοίγεις, τη ματώνεις, με το ίδιο σου το δάχτυλο. Και πάλι απ’ την αρχή. Και πάλι… Και πάλι…» (σ. 438-439)
Το χωροχρονικό πλαίσιο εντός του οποίου διαδραματίζονται τα συμβάντα του μύθου αναφέρεται στην Κοζάνη του ’60, που δεν είναι παρά μια μικρή επαρχιακή πόλη. Φτώχεια και μιζέρια, προλήψεις και προκαταλήψεις, λαϊκές δοξασίες και συγκρούσεις, παθογένειες ενγένει: η κακιά ώρα, το κακό μάτι, τα στοιχειά, η τιμή της κόρης, το προξενιό, η προίκα, το πένθος-υποχρέωση των γυναικών, το πιοτό-δικαίωμα των αντρών, το παιδί νοούμενο ως αγόρι, τιμωρίες και ξυλοδαρμοί παιδιών, διαμάχες πεθεράς-νύφης, μαλώματα αδερφών, έλεγχος φρονημάτων. Ενδιαφέρον έχουν και ορισμένες συνήθειες, που δεν θα τις έλεγα ήθη και έθιμα ακριβώς, όροι που παραπέμπουν στον εξωραϊσμό και το φολκλόρ, γιατί εδώ και περιορισμένες είναι και δεν παρουσιάζονται ειδυλλιακά αλλά ως μέρος μονάχα ενός ευρύτερου πλαισίου, που εντός του δραστηριοποιούνται οι ήρωες: ο γάμος με όργανα και μπρατίμια, ο τρύγος και το πάτημα των σταφυλιών, ο Νιάημερος, η αποκριά, τα γιορτάσια, οι ετοιμασίες των Χριστουγέννων με τα γουρούνια και τα γιαπράκια. Φυσικά έχουμε να κάνουμε με κοινωνία που δεν ανέχεται «να ακουστεί» το κορίτσι, ακόμα κι αν πρόκειται για προξενιό που δεν ευοδώθηκε, ούτε και στη γυναίκα επιτρέπει να παρεμβαίνει στις αποφάσεις του άντρα. Όταν λ.χ. η Λέν’ πάει κάτι να πει για τον Φανό της αποκριάς, ο Στέργιους θα την αποπάρει ευθύς: «Μούλωνι μαρ. Τ’ δ’λια σ’!» (Βούλωσέ το. Τη δουλειά σου, σ. 392). Κι όταν πάλι η Ζόλια συμβουλεύει τον Κώτια να μην πιει ενόψει του γάμου της κόρης του, εκείνος θα την ξεκόψει μεμιάς: «Τ’ δ’λια σ’. Ξέρου γω…» (σ. 509). Αν κοντά σ’ αυτά, λογαριάσουμε και την ιδιωματική γλώσσα, τότε καταλαβαίνουμε πως έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία κάθε άλλο παρά νεωτερική.
Οι χαρακτήρες, άντρες, γυναίκες και παιδιά, παρουσιάζονται μπροστά μας ολοζώντανοι, με τις καλές και τις κακές τους πλευρές. Στο επίτευγμα αυτό δεν συμβάλλουν μονάχα οι κατάλληλες πράξεις και οι ψυχολογημένες αντιδράσεις αλλά και η γλώσσα που μιλούν. Και τη μιλούν τόσο πειστικά, που προσωπικά πιάνω συχνά τον εαυτό μου να ξεχνάει τη συγγραφική παρέμβαση. Πρόκειται για το γνωστό βορειοελλαδίτικο ιδίωμα, το οποίο συγκόπτει τα φωνήεντα και μετατρέπει το ο σε ου και το ε σε ι, κάτι που παραμορφώνει την εικόνα της λέξης και δυσκολεύει τον ανεξοικείωτο αναγνώστη. Έχω την πεποίθηση πως οι ενλόγω ήρωες, με τις αντιλήψεις και τους τρόπους που μόλις είδαμε, χωρίς τη συγκεκριμένη γλώσσα θα ήταν ολότελα ψεύτικοι, κάλπικοι, αν μιλάμε για την Κοζάνη, που ακόμα και σήμερα διασώζει ισχυρά ιδιωματικά υπολείμματα. Η πεποίθηση αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι ο πεζογράφος χειρίζεται το ιδίωμα με μεγάλη δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία όμως που καθόλου δεν τον παρασύρει, ώστε να μην έχει την πρέπουσα αυτοσυνειδησία, όπως αυτή διαγράφεται λ.χ. στον διάλογο της Μαρίνας, κόρης ανώτερου δημοσίου υπαλλήλου, με τον Νικολάκ’ (σ. 482-483). Όταν εκείνη παρατηρεί ότι οι Κοζανίτες τρώνε τα φωνήεντα και δεν τους καταλαβαίνει, όπως και κάθε ξένος άλλωστε, ο Νικολάκ’ς θίγεται: «Ναι, ισείς οι Αθηναίοι, ουμιλάτε αλλιώς» (σ. 482-483). Κι έχει κάθε δίκιο, γιατί το ιδίωμα γι’ αυτόν είναι στοιχείο ταυτότητας. Όταν έφηβος βρεθεί στη Θεσσαλονίκη, θα αναγκαστεί να αλλάξει την προφορά του, αλλά αυτό θα του είναι επώδυνο: «Θεωρούσα», θα πει, «πως έτσι θα έκοβα έναν ακόμα δεσμό με τη γενέτειρα. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσα ακόμα, μ’ έκανε να αισθάνομαι πως βρισκόμουν κοντά στο πατρικό σπίτι. Πως, από στιγμή σε στιγμή, θα ξανάνοιγα την πόρτα του» (σ. 81).
Κατανοώντας ο πεζογράφος τις δυσχέρειες του μη εξοικειωμένου αναγνώστη, χρησιμοποιεί με φειδώ την ιδιωματική γλώσσα και μάλιστα μονάχα στους διαλόγους, οι οποίοι ως συνομιλίες λαϊκών ανθρώπων είναι και πολύ σύντομοι άλλωστε, ενώ διευκολύνει τα πράγματα ακόμα περισσότερο με τις υποσελίδιες εξηγήσεις. Στην αφήγηση όμως αποφεύγει συστηματικά το ιδίωμα, με εξαίρεση τα ονόματα των προσώπων, μια κι έτσι ακούγονται αυτά στους διαλόγους, εξαίρεση που εξαντικειμένου θυμίζει στον αναγνώστη κάθε στιγμή τη συνθήκη εντός της οποίας εξελίσσονται οι ιστορίες: Στέργιους, Γιώρ’ς, Χιλέας, Ντιόντιος (Θόδωρος), Αντών’ς, Σταμάτ’ς, Παναϊώτ’ς, Λέν’, Ζόλια (Θοδώρα), Βαγγιλούδα, Θανάσου, Λιφτιρία.
Ο ιδιωματικός λόγος των διαλόγων είναι ιδιαίτερα δραστικός, γιατί είναι ουσιαστικός και παραστατικός, μια και ο λαϊκός άνθρωπος σκέφτεται συγκεκριμένα, με τα πράγματα κι όχι με τις έννοιες. «(Τα κοζανίτικα)», γράφει ο Νίκος Βατόπουλος, «έχουν αλήθεια, πατάνε στη γη. Το ιδίωμα το γεννά η ανάγκη, ο τόπος, η ύπαρξη» (https://www.prlogos.gr, 5-10-2023). Η δραστικότητα αυτή συχνά σκέφτομαι πως, πέρα από θέμα συγγραφικού χειρισμού, είναι και εγγενές γνώρισμα αυτού του λόγου. Π.χ., η ανέγγιχτη ερωτικά κοπέλα είναι «ατσιούμπτσου σταφύλι» (που δεν τσιμπήθηκε), ο αγέραστος άνθρωπος «ατσάκστου μύγδαλου», ενώ η εντολή της Λέν’ς στο παιδί της σκέτος πυροβολισμός: «Τράβα είπα. Έφτ’σα.», έκφραση που σημαίνει πως πρέπει να πάει και να γυρίσει, πριν στεγνώσει το σάλιο της. Η φράση μού φέρνει στον νου τον ανάλογο στίχο του «Πόρφυρα»: «Ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και νάμαι γυρισμένος».
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό αυτής της ιδιωματικής γλώσσας είναι το χιούμορ και η ειρωνεία, στοιχεία που μοιάζει να πηγάζουν κι αυτά από την υφή του ιδιώματος κι από την ειλικρίνεια των απλών ανθρώπων. Δεν έχει άδικο ο Γιώργος Δελιόπουλος, όταν παρατηρεί ότι στις χιουμοριστικές και ειρωνικές καταστάσεις «η επιλογή άλλου γλωσσικού κώδικα πέραν του ιδιώματος θα στερούσε από το κείμενο την αμεσότητα και το πηγαίο στοιχείο, διεκπεραιώνοντας απλώς και όχι ζωντανεύοντας την αφήγηση» (https://diastixo.gr, 17-10-2023). Ορισμένα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά: όταν η Αναστασία μαθαίνει τις ερωτοδουλειές του μικρού της αδερφού, θα σχολιάσει: «Βρε τουν Νικολάκ’. Τουν σέφκιν ου διάουλους στου βρακί!» (σ. 282)∙ όταν η Λέν’ αδημονεί να πάρει γράμμα από την ξενιτεμένη κόρη, η γιαγιά Μαρίτσα την αποπαίρνει: «Τι είνι η Αμερική, Γκόμπλιτσα;», όπου Γκόμπλιτσα το χωριό Κρόκος δίπλα στην Κοζάνη (σ. 349)∙ κι όταν ο Νικολάκ’ς είναι πια μεγάλος για τα κάλαντα, τον περιπαίζουν έτσι: «κι τ’ν χρόν’ μι τ’ν νύφ’» (σ. 365).
Παρότι ο Μιχάλης Πιτένης δεν πρόλαβε να ζήσει την εποχή που αναπλάθει, ωστόσο δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά την ανθρωπογεωγραφία και τις συνήθειες του τόπου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ίδιος δεν έφυγε ποτέ από την πόλη και κατά συνέπεια δεν του λείπουν οι κάπως μεταγενέστερες, έστω, εμπειρίες, γλωσσικές και μη, αλλά και στο γεγονός ότι πολλά πράγματα διάβασε και πολλά έμαθε από τους μεγαλύτερους, ανάμεσα στους οποίους κι ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου με τις προπολεμικές αφηγηματικές του γραφές. Όλα αυτά όμως δεν θα αρκούσαν, για να χτίσει μια τόσο πειστική τοιχογραφία της Κοζάνης του ’60, αυτόν τον γιαλάν ντουνιά της Κόζιανης, αν δεν διέθετε τη δεξιότητα της ενσυναίσθησης και τις κατάλληλες συγγραφικές αρετές.