Αφιέρωμα στον Κοζανίτη αθλητή
Σήμερα στις 19:00 στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης θα πραγματοποιηθεί η εκδήλωση αφιερωμένη στον αείμνηστο Κοζανίτη Πρωταθλητή Ξιφασκίας κατά τα έτη 1936 – 1949, Διεθνή Μετρ ντ’ αρμ και αρχηγό της Ελληνικής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου του 1948, Αθανάσιο Νανόπουλο (1911 -1992), με θέμα «Ένας Κοζανίτης Πρωταθλητής Ξιφασκίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1948 – Στάδιο Γουέμπλεϊ».
Αφορμή για την εκδήλωση ήταν η δωρεά όλων των αθλητικών και στρατιωτικών μεταλλίων, παρασήμων, κυπέλλων, σπάνιου φωτογραφικού υλικού και αρχείου από την κόρη του, κ. Άννα Νανοπούλου προς το Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης. Ο κ. Νανόπουλος είχε τεράστια αθλητική διαδρομή στην εποχή του, σε ένα άθλημα που ήταν ελάχιστα διαδεδομένο και στην Κοζάνη σχεδόν άγνωστο. Η κ. Νανοπούλου μίλησε στο «Χ» για τον πατέρα της, τις διακρίσεις του και την προσωπικότητα του και τη δωρεά της στο Λαογραφικό Μουσείο. «Το έκανα γιατί αυτά είναι περιζήτητα σε κάθε αθλητικό μουσείο και ειδικά στο Ολυμπιακό Μουσείο της Αθήνας αλλά επέλεξα να τα δωρίσω εδώ γιατί πιστεύω ότι αυτό θα ήθελε και ο ίδιος, να μείνουν ως παρακαταθήκη στη γενέτειρα του γιατί αγαπούσε πάρα πολύ την Κοζάνη».
Ο Αθανάσιος Νανόπουλος ήταν Πρωταθλητής ξιφασκίας στην Ελλάδα προπολεμικά και μεταπολεμικά, Διεθνής πρωταθλητής με διάκριση στους Ολυμπιακούς αγώνες 1948 και στα τρία ομαδικά αθλήματα ξίφους, Flore, epee και champre. Από το 1928 έως το 1948 ήταν παναθλητής σε όλα τα αγωνίσματα στίβου και το ακόντιο, κατέκτησε το Κύπελλο Φουστάνου το 1937, συμμετείχε στην ΧΙV Ολυμπιάδα την 29η Ιουλίου 1948 στο Αυτοκρατορικό Στάδιο του Γουέμπλεϊ του Λονδίνου.
Ήταν πτυχιούχος της Στρατιωτικής Σχολής Γυμναστικής και διεθνής maitre d’armes (οπλοδιδάσκαλος) και μαίτρ σωματικής αγωγής. Εισήλθε στο αυτοκρατορικό στάδιο του Γουέμπλεϊ το 1948 με την Ελληνική ομάδα των πρωταθλητών (Δομνίτσα Λανίτη, Γιώργο Βήχο, Κυριακίδη κλπ.) κρατώντας την Ελληνική σημαία. Ήταν μαθητής του Ούγγρου πρωταθλητή ξίφους Μπάρκα στην Στρατιωτική Σχολή γυμναστικής, τον οποίο νίκησε σε ελληνοουγγρικό αγώνα το έτος 1937. Επίσης νίκησε τον Ιταλό πρωταθλητή Κολόνα στους οπλομαχητικούς Αθηνών – Μπάρι σε αγώνα του Πανελληνίου Αθλητικού Συλλόγου.
«Ήταν υπόδειγμα πατέρα, ένας πατέρας πρότυπο. Ήταν βαρύ το όνομα του αλλά ταυτόχρονα μου έδωσε φτερά για να φύγω. Είχε τη μεγάλη ατυχία να χάσει τη γυναίκα του σε πολύ νέα ηλικία, μια εξαιρετική γυναίκα και να μείνει με δύο κόρες. Παραιτήθηκε από όλα, σήκωσε τα μανίκια και αφιερώθηκε στην ανατροφή των παιδιών του και στη διατήρηση της οικογένειας όπως ακριβώς θα την ήθελε και η γυναίκα του. Έκανε μια μονογονεϊκή οικογένεια και ανταποκρινόταν στο 100%, μεγάλωσε υποδειγματικά δύο παιδιά και μας ενέπνεε αυτοσεβασμό και αυτοπεποίθηση. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα υλικό, τον ενδιέφεραν οι αξίες, τα ιδεώδη, η πνευματική καλλιέργεια τα οποία πάντα τα πρότασσε σε εμένα και την αδερφή μου» τόνισε η κ. Νανοπούλου.
Όπως εξηγεί η ίδια, ο πατέρας της ήταν στην Αθήνα όπου ακολουθούσε στρατιωτική καριέρα και εκεί είχε την τύχη, στη Στρατιωτική Σχολή Γυμναστικής, να έχει για καθηγητή έναν Ούγγρο Πρωταθλητή Ξιφασκίας, ο οποίος σε ελάχιστο χρόνο τον έκανε οπλοδιδάσκαλο και εν συνεχεία διεθνή οπλοδιδάσκαλο (Μετρ ντ’αρμ). Καθ’ όλη τη διάρκεια τη διάρκεια των ετών ο κ. Νανόπουλος κατήγαγε πάρα πολλές διεθνείς νίκες και έφτασε στο σημείο να νικήσει τον ίδιο τον καθηγητή του, στην Ουγγαρία.
Ήταν καθηγητής ξιφασκίας του τότε Διαδόχου και μετέπειτα Βασιλέα Κωνσταντίνου και Πρωταθλητής Ελλάδας στο ξίφος μονομαχίας το 1948. Ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της Αθηναϊκής λέσχης, διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Ολυμπιακών αγώνων με διαρκή αγώνα για την μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων στην Αρχαία Ολυμπία. Ήταν μέλος της Ένωσης συμμετασχόντων σε Ολυμπιακούς αγώνες (ΕΣΦΑ).
Πολέμησε στην ελληνική εκστρατεία στην Αλβανία 1940-1941 και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του Συνταγματάρχη. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ένωσης Απόστρατων Αξιωματικών (Παράρτημα Κοζάνης) από το 1968 έως το 1988 και ήταν ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών. Παντρεύτηκε την Κοζανίτισσα Μαρίνα Κοντού του Δημητρίου και απέκτησε δύο κόρες την Αγνή Αθηναίου καθηγήτρια Αγγλικής φιλολογίας και την Άννα Νανοπούλου – Τζίτζικα, συμβολαιογράφο και τέσσερα εγγόνια.
«Είχε κάνει μια πορεία στην εποχή του που μοιάζει με κινηματογραφική ταινία, γιατί ένας επαρχιώτης έσπασε το Αθηναϊκό κατεστημένο στο οποίο προνομιακά ανήκε το άθλημα της ξιφασκίας, και καθαρά με το ταλέντο, τις δυνάμεις του και το αγωνιστικό του πνεύμα κατέρριψε όλους τους πρωταθλητές και σε διεθνές επίπεδο και έγινε ο καθιερωμένος πρωταθλητής ξιφασκίας της Ελλάδας με αποκορύφωμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο, κάτι που τον κατέστησε πολύ υπερήφανο και μαζί και όλη τη χώρα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λέει πως ήταν η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής του όταν μπήκε με το εθνόσημο στο στάδιο του Γουέμπλεϊ αλλά και στην επίδειξη ξιφασκίας που έδωσε στο Καλλιμάρμαρο».
Ο κ. Νανόπουλος, εν μέσω άλλων, ήταν στρατιωτικός σε πολύ δύσκολες εποχές και διέκοψε την αθλητική του πορεία για να πολεμήσει στην Αλβανία το ’40 – ’41 και ήταν ένας πολεμικός ήρωας της εποχής του. «Πάντα τα ενδιαφέροντα του άπτονταν του γενικού, του δημόσιου, ποτέ δεν σκεφτόταν ιδιωτικά, ήταν ιδεολόγος και τον απασχολούσε πάνω από όλα η πατρίδα. Συνδύαζε έναν κοσμοπολίτικο αέρα που απέκτησε από όλη αυτή τη διαδρομή και από τα Αθηναϊκά σαλόνια που ήταν μόνιμα προσκεκλημένος με τον γνήσια λαϊκό Κοζανίτη. Δεν έπαψε ποτέ στη γενέτειρα του να είναι αυτό το απλό και όπου μπορούσε χρησιμοποιούσε τα μέσα του, υπέρ της Κοζανίτικης κοινωνίας είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο».
«Όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά ο πατέρας μου, από το ’37 έως το ’48 ήταν πλέον αναγνωρίσιμος στον κόσμο της Αθήνας και όταν κυκλοφορούσε έξω τον φώναζε και τον χαιρετούσε ο κόσμος, όπως κάνουν σήμερα με κάποιο διάσημο. Παρόλα αυτά, εδώ στην πόλη του, δεν έτυχε της αναγνώρισης, της προβολής και της δημοσιότητας που του άξιζε γιατί ο κόσμος στην ελληνική επαρχία τότε και ειδικά στην Κοζάνη με όλα τα προβλήματα του, δεν είχε τέτοιου αθλητικού και πολιτιστικού τύπου ενδιαφέροντα. Συνηθίζω να λέω αυτό που έλεγε, ότι όταν ο πατέρας του κυκλοφορούσε κρατώντας με περηφάνια τις εφημερίδες που τον είχαν ως πρωτοσέλιδο, Κοζανίτης φίλος του, του είπε “παράδες σ’ έφερε; Τι να τα κάνουμε τα χαλκώματα;” και είναι λογικό γιατί ο κόσμος είχε προβλήματα επιβίωσης τότε και αυτά τα έβλεπε ως πολυτέλεια και όχι ως προτεραιότητα, κάτι που με πίκρα βέβαια διηγούταν ο πατέρας μου».
Την εκδήλωση θα χαιρετήσουν ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών κ. Πολυνείκης Αγγέλης, ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας κ. Γιώργος Αμανατίδης, ο Δήμαρχος Κοζάνης κ. Γιάννης Κοκκαλιάρης, ο Αντιπρόεδρος του «Εθνικού» Κοζάνης κ. Ευάγγελος Παππάς και ο τέως Πρόεδρος της ομάδας κ. Ιωάννης Κορκάς ενώ θα μιλήσουν ο Δρ. Στράτος Ηλιαδέλης, οφθαλμίατρος και διευθυντής σύνταξης των «Ελιμειακών» του Συλλόγου Κοζανιτών Θεσσαλονίκης και η κόρη του τιμώμενου, Άννα Νανοπούλου.
Ο κ. Νανόπουλος ήταν πάντοτε πρωτοσέλιδο σε τοπικές και πανελλαδικής εμβέλειας εφημερίδες, ανάμεσα τους και η δική μας. Οι δημοσιογράφοι και αθλητικογράφοι της εποχής, τόνιζαν την ανάγκη του να δώσει η πολιτεία ώθηση στο άθλημα της ξιφασκίας μετά από τις «χρυσές» σελίδες που έγραψε ο Αθανάσιος Νανόπουλος. Παρακάτω θα διαβάσετε τo άρθρο του Στράτου Ηλιαδέλη που δημοσιεύθηκε στο «Χρόνο Κοζάνης» τον Απρίλιο του 1992.
Αθανάσιος Νανόπουλος (1911-1992)
Η άγνωστη προ – και μεταπολεμική σημαντική διαδρομή ενός παιδιού της Κοζάνης.
Γεννημένος αθλητής τίμησε την Ελλάδα διεθνώς. Πρωτοπόρος στην ξιφασκία,
κατέρριψε το μύθο της αριστοκρατικής Αθηναϊκής κυριαρχίας στο άθλημα. Μνήμες προσωπικές
Του Στράτου Ηλιαδέλη
Δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1992
Στις 18 Μαρτίου έφυγε για πάντα ο Αθανάσιος Νανόπουλος, ένα γνήσιο τέκνο της Κοζάνης, φανατικός Μακεδόνας και Έλληνας, που η προσφορά και η παρουσία του σφράγισαν ιδιαίτερα την ιστορία του νεότερου ελληνικού αθλητισμού πριν και αμέσως μετά τον πόλεμο. Ο Νανόπουλος, όσο κι αν αυτό είναι άγνωστο ιδιαίτερα για τους νεότερους συμπατριώτες του, υπήρξε μια από τις μεγάλες δόξες του Ελληνικού αθλητισμού και στη μακρόχρονη αθλητική του σταδιοδρομία (1936-48) απέσπασε μεγάλες διεθνείς διακρίσεις και τίμησε όσο ίσως κανένας άλλος Μακεδόνας στην εποχή του την πατρίδα του.
Χρέος μας η θύμηση και η καταγραφή κάθε τέτοιας προσφοράς. Βέβαια, κοινός τόπος και τρόπος στην πατρίδα μας η απόδοση μιας ταυτότητας συχνά με βάση το τελευταίο προφίλ της παρακμής. Πουθενά αλλού, ισχυρότερο το «ουδείς προφήτης εν τη πατρίδι αυτού» κι ακόμα από έλλειψη παράδοσης και ευθύνης η δυστυχία της αθέλητης και της ηθελημένης άγνοιας της ιστορίας και της προσφοράς συνανθρώπων μας.
Παρουσιάζουμε σήμερα σαν χρέος στη μνήμη του και τη νεότερη αθλητική ιστορία της χώρας τη διαδρομή και την προσφορά ενός ανθρώπου που μετά τις δόξες του έζησε ανάμεσά μας αθόρυβα, όχι πάντοτε ευνοούμενος από τη μοίρα του, πάντως περήφανα και φιλοσοφημένα μέχρι την τελευταία του πνοή.
Ο Αθανάσιος Νανόπουλος, συντ/ρχης ε.α., γιος του Φώτη Νανόπουλου ηπειρωτικής καταγωγής από την Κόνιτσα και της Αγνής (Νίτσας) γόνου της παλιάς οικογένειες Κλείδη (Κλη), υπήρξε γέννημα και θρέμμα της Κοζάνης.
Γεννημένος αθλητής πρώτευσε σ’ όλα τα αγωνίσματα στίβου της εποχής εκείνης. Το 1930, μαθητής Ε’ Γυμνασίου αναδείχθηκε πολυνίκης στους ετήσιους γυμνασιακούς αγώνες. Του απονεμήθηκε κύπελλο, δίπλωμα και χρυσό μετάλλιο. Επίσης ειδικό δίπλωμα, μετάλλιο και κύπελλο στον ακοντισμό, όπου είχε καταπληκτική επίδοση για την εποχή του. Οι παλιοί Κοζανίτες θυμούνται πως σε μια ρίψη του το ακόντιο έφθασε στην εξέδρα των επισήμων (κακή τοποθέτηση από τους υπευθύνους γιατί δεν φαντάζονταν ότι θα μπορούσε να φθάσει ποτέ εκεί) και έμεινε από τότε η έκφραση «όι, πού παέν αρά!»…
Το 1931 κατετάγη εθελοντής στο στρατό και αμέσως μετά εισήχθη και αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων (τάξη ’34). Κατά την περίοδο αυτή έτυχε πολλών διπλωμάτων, επάθλων και μεταλλίων σε τοπικούς και πανστρατιωτικούς αγώνες στίβου. Ήταν η επίσημη έναρξη της μακρόχρονης αθλητικής του καριέρας.
Ο Νανόπουλος αναδείχθηκε σε πολυσύνθετη αθλητική προσωπικότητα με ιδιαίτερη επίδοση στην ξιφασκία, όπου κυριάρχησε για πολλά χρόνια και απέσπασε μεγάλες διεθνείς διακρίσεις.
Νεαρός αξιωματικός πρώτευσε στη στρατιωτική σχολή γυμναστικής και έλαβε τα πτυχία μαιτρ ντ’ αρμ (οπλοδιδασκάλου). Την ξιφασκία διδάχτηκε από τον Ούγγρο Ζοζέφ Μπάρκα και στη συνέχεια δίδαξε το άθλημα σ’ όλες τις στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας.
Από το 1936 και μεταπολεμικά μέχρι το ’48 κατέκτησε επανειλημμένα το πρωτάθλημα Ελλάδας στο ξίφος ασκήσεως (φλερέ) και μονομαχίας (επέε) και απέσπασε σπουδαίες διεθνείς νίκες σε αγώνες Ελληνοϊταλικούς, Ελληνοουγγρικούς, Ελληνογαλλικούς, Ελληνοτουρκικούς κλπ. γι’ αυτό και του απονεμήθηκε ταυτότητα διεθνούς ξιφομάχου από Γάνδη Βελγίου (διεθνές αθλητικό κέντρο).
Το 1936 αναδεικνύεται πρωταθλητής του κυπέλλου Ιωάννη Φουστάνου με 15 νίκες στο ξίφος μονομαχίας (επέε).
Κατά τους ελληνοουγγρικούς αγώνες ξιφασκίας του 1936 με την πλέον επίλεκτη ομάδα της Ευρώπης (Ουγγαρία) όπου ουδεμία ελληνική νίκη σημειώθηκε στα ομαδικά, ο Μακεδόνας Νανόπουλος ήταν ο μόνος Έλληνας που έσωσε την τιμή της ελληνικής ομάδας νικώντας κατά κράτος τον Ούγγρο πρωταθλητή Ολυμπιονίκη υπολοχαγό Μπάρθα μπροστά στα μάτια του βασιλιά Γεωργίου του Β’. Ο αθηναϊκός τύπος θριαμβολογούσε και η εφημερίδα «Πρωία» παρέθεσε μεγάλη πρωτοσέλιδη αφιέρωση με ολόσωμη φωτογραφία του και το αξέχαστο εκείνο ποίημα γνωστού δημοσιογράφου των Αθηνών που κατέληγε έτσι «…και είδαμε ως Έλληνες εκεί υπερηφάνως πως όντως ο Νανόπουλος δεν απεδείχθη νάνος!…». Το ποίημα άρχιζε με τον γεμάτο πικρή ειρωνεία στίχο «Οι Ούγγροι δεν είναι Μπέηδες, είναι γερά παιδιά, γι’ αυτό και μας νικήσανε με 46-7» και απευθυνόταν στη γνωστή τότε αριστοκρατική Αθηναϊκή οικογένεια Μπέμπη, της οποίας τα μέλη – πρωταθλητές ξιφασκίας, που ανήκαν στην υψηλή ελίτ της «κλειστής» Αθηναϊκής λέσχης, δεν κατόρθωσαν να δώσουν καμία νίκη στην ελληνική ομάδα κατά τη διεθνή εκείνη αναμέτρηση με τους Ούγγρους.
Ο Νανόπουλος με τις νίκες του εκείνες είχε καταρρίψει το μύθο της αποκλειστικότητας του αθλήματος από το ισχυρό αριστοκρατικό κατεστημένο των Αθηνών (βλ. εφημ. «Ελληνικός Βορράς», μεταθανάτιο αφιέρωμα 29/3/92).
Το 1937 στη μεγάλη επίδειξη ξιφασκίας με τους μαθητές του της Σ.Σ. γυμναστικής στο Παναθηναϊκό στάδιο στην αθλητική γιορτή για την ελληνική αεροπορία, για πρώτη φορά οι Αθηναίοι σε ανοιχτό χώρο γνώριζαν το άθλημα της ξιφασκίας. Οι παρόντες τότε στο Καλλιμάρμαρο στάδιο Κοζανίτες, μακαριστός ιερέας Παπαπασχάλης και Χαρίσιος Μπάμπος, με συγκίνηση έβλεπαν το συμπατριώτη τους Θανάση Νανόπουλο να τιμάται με μετάλλια και έπαθλα.
Το 1947 μετά την ατυχή συγκυρία του πολέμου και της κατοχής (συμμετείχε σ’ όλες τις μάχες) που ανέκοψαν την καριέρα του, έλαβε μέρος και πάλι στους διασυμμαχικούς αγώνες ξιφασκίας του Λονδίνου και διακρίθηκε ιδιαίτερα.
Το 1948 στον «Παρνασσό» και στην Κωνσταντινούπολη σε διεθνή συνάντηση νίκησε όλους τους Τούρκους ξιφομάχους, που εκείνη την εποχή βρισκόταν σε υψηλό επίπεδο και έτυχε επάθλων και μεταλλίων με μεγάλες τιμές ιδιαίτερα από την ελληνική ομογένεια της Πόλης.
Τέλος, το 1948 έλαβε μέρος με την Εθνική μας ομάδα στους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου στο ατομικό ξίφος μονομαχίας, όπου θεωρούνταν από τα φαβορί, από ανάγκη όμως της ελληνικής ομάδας του ζητήθηκε και δέχτηκε να λάβει μέρος πριν από το ατομικό του αγώνισμα και στα ομαδικά, για την τιμή της Εθνικής μας, με αποτέλεσμα να καταπονηθεί σημαντικά για πολλές μέρες και να χάσει μία μεγαλύτερη ίσως διάκριση στο ατομικό του. Παρά ταύτα, διακρίθηκε ιδιαίτερα, απέσπασε πολλές νίκες στα ομαδικά (φλερέ, επέε και σαμπρ) και το ξίφος μονομαχίας του έτυχε μεταλλίου Ολυμπιακών αγώνων του ’48.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία υπάρχουν σε πάμπολλες δημοσιεύσεις εφημερίδων και περιοδικών της εποχής (Πρωία, Βραδυνή, Έθνος, Εθνικός Κήρυξ, Εθνική, Εμπρός, Αθλητικό Βήμα, Αθλητισμός της Ελλάδος, Βήμα Κων/πόλεως, Tasvir Turkspor Κων/πόλεως κ.α.). Ντοκουμέντα εξάλλου αποτελούν και το προσωπικό του αρχείο με τα μετάλλια, κύπελλα, διπλώματα, τιμητικές πλακέτες, φωτογραφικό υλικό κλπ.
Ο Νανόπουλος θεωρήθηκε από τους αθλητικούς συντάκτες της εποχής του και ως Μακεδόνας με τις μεγαλύτερες τιμητικές διακρίσεις και την πλέον μακρόχρονη ενεργό συμμετοχή στο άθλημα της ξιφασκίας, που με την αξία του κατέρριψε το κατεστημένο της Αθηναϊκής αριστοκρατίας στο άθλημα αυτό και συνέβαλε στην ευρύτερη διάδοσή του στον ευρύτερο αθλητικό χώρο της Ελλάδας (βλ. κριτικές που έγιναν στις εφημερίδες, «Θεσσαλονίκη», «Σπορ του Βορρά» 28-3-92, «Ελληνικός Βορράς» 29-3-92 και αναφορές σε πολλές των Αθηνών). Αυτά σαν μία μικρή συνοπτική αναφορά στην αθλητική του προσφορά.
Παιδάκι, θυμάμαι τον παππού μου με τις Αθηναϊκές εφημερίδες στο χέρι (Πρωία, Αθηναϊκή, Βραδυνή) να καμαρώνει συχνά τις νίκες του γιου του στα καφενεία της Κοζάνης. Οι περισσότεροι τούδιναν συγχαρητήρια. Κάποτε του πέταξαν κι αυτό: Παράδις μπάμπρα – Φώτ’ παίνισέμι κι αυτά τα χαλκώματα (τα κύπελλα) τι να τα φκιάεις! Ήταν μια άποψη κι αυτή!…
Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 γυρνώντας οριστικά πια στην Κοζάνη, μαζί με τις παλιές δόξες και μνήμες, κουβαλούσε μαζί του κι όλη την «περιουσία» που ‘χε αποκτήσει και την απόθεση σε κάποιο δωμάτιο της γιαγιάς μου στο πατρικό μας σπίτι στο «Μισχιάθκου». Ένα μεγάλο μπαούλο γεμάτο με εφημερίδες της εποχής, διπλώματα, μετάλλια, κύπελλα και ξίφη και σπαθιά που τα περιεργαζόμουνα και τα ‘παιζα μόνος μου κρυφά. Όμως όλα αυτά είχαν αρχίσει να μπαίνουν πια στο ντουλάπι της ιστορίας. Κι είχα διαγνώσει από τότε μια λανθάνουσα πικρία και απαισιοδοξία, ίσως κι ένα αίσθημα πραγματικής απέχθειας γι’ αυτά που είχαν καταστήσει κάποτε ίνδαλμα, μα που τώρα ο ρόλος τους είχε περάσει. Άλλωστε τί θα μπορούσαν να διαδραματίσουν όλα αυτά σε μια μικρή Μακεδονική πόλη μακρυά από την πρωτεύουσα; Το λάθος είχε γίνει. Έφυγε από την Αθήνα νικημένος από τους συναισθηματικούς παραδοσιακούς του δεσμούς και το «νόστιμο ήμαρ» κόβοντας τον ομφάλιο λώρο με το «θέατρο των αθλητικών επιχειρήσεων» όπου θα μπορούσε να συνεχίσει ίσως με άλλες μορφές δραστηριότητας.
Από το γάμο του με την αξέχαστη σύντροφό του Μαρίνα Δημητρίου Κοντού, γνωστής οικογένειας της Κοζάνης, απέκτησε δύο κόρες, επιστήμονες σήμερα και παντρεμένες με γιατρό του Πολεμικού Ναυτικού η πρώτη και ανώτερο αξιωματικό – χημικό μηχανικό η δεύτερη, όπου του χάρισαν εγγόνια. Όμως ο πρόωρος θάνατος της πολύτιμης συντρόφου του υπήρξε βαρύτατο πλήγμα γι’ αυτόν απ’ το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ακολουθώντας ίσως μια άκρατη παραδοσιακή θέση, θεωρώντας αυτό σαν έκφραση τιμής προς το πρόσωπο της αγαπημένης του συντρόφου και υπακούοντας στην παράκληση των δύο μικρών του, τότε, κοριτσιών, που για χάρη τους θυσίασε και την υπόλοιπη καριέρα του στο στρατό και ίσως μία ιδιαίτερη θαλπωρή στα δύσκολα χρόνια της μεγάλης ηλικίας. Έτσι με τη δική του αξιοπρέπεια έφτασε μέχρι το τέλος.
Τον προκαλούσα πολλές φορές γιατί οι διηγήσεις του αυτές μου ήταν πολύ ενδιαφέρουσες και γιατί διέθετε και το χάρισμα της γλαφυρής αφήγησης (όπως και την ικανότητα να εκφωνεί λόγους από στήθους σε πολλές περιπτώσεις). Αυτά παλιότερα, γιατί μετά τις κακοτυχίες του η διάθεσή του βάρυνε και έγινε με τον καιρό πικρή και απαισιόδοξη. Όταν μου εξιστορούσε τις εμπειρίες του από την εικοσάχρονη ζωή του στην Αθήνα του άρεσε να εκφράζεται με μία καλόηχη ελληνική προσφορά (συχνά και μ’ ένα αθηναϊκό αξάν), όμως στις εξομολογήσεις τους και στις βαθιές του συναισθηματικές εξωτερικεύσεις η γλώσσα γύριζε στο (βαρύ μάλιστα) Κοζανίτικο γλωσσικό ιδίωμα που χειρίζονταν άνετα. Κι ήταν ατέλειωτες πραγματικά οι εμπειρίες του εκείνες…
«… όταν έπαιξα και πήρα τον Ούγγρο πρωταθλητή το ’36 έγινε χαλασμός στη Λέσχη των Αθηνών (ήταν η μοναδική ελληνική νίκη σ’ εκείνη την αναμέτρηση). Την ώρα που ο Γεώργιος μου έδινε το κύπελλο τούφυγε η ξύλινη βάση απ’ το χέρι. Αυτόματα πρόλαβα και την κράτησα στον αέρα. «Και πουλιά στον αέρα πιάνεις Νανόπουλε» μου είπε και μούσφιξε το χέρι! Ξεχνιούνται αυτά!…».
Τι εποχές αλήθεια! Ένας νεαρός αξιωματικός από την Κοζάνη να παραβιάζει (με την αξία του) τα άδυτα της «κλειστής» αριστοκρατικής αθηναϊκής λέσχης και να γίνεται (να τον κάνουν) μέλος της.
«… Στην Πόλη δεν θα ξεχάσω τους Έλληνες πως ζητωκραύγαζαν όταν νίκησα τους Τούρκους. Συγκινήσεις αξέχαστες… Στη δεξίωση του διπλωματικού σώματος που έγινε προς τιμή μου, γεμάτη η σάλα μονόκλ και φασαμαίν, μετά τις προπόσεις οι Τούρκοι ζήτησαν να πω κάτι στα τουρκικά! Δεν ήξερα… Θυμήθηκα ν’ παροιμία πούλιγιν ου παππούς ου Δημήτς (=ψεύτικε, άτιμε κόσμε, χαρά σ’ αυτόν που μπορεί να σε φέρει βόλτα)! Ενθουσιάστηκαν οι Τούρκοι, μου χάρισαν μια ωραία παράσταση της Αγίας Σοφίας από ασήμι πάνω σε βάση από μαύρο αλάβαστρο (σημ. γράφ.: τη θυμάμαι πολύ καλά στο σπίτι του, δεν ξέρω τί απέγινε αργότερα)».
«… Στο Λονδίνο πήγα δύο φορές το ’48. Ένα πρωί έβγαινα από το δωμάτιό μου με τη στολή να πάω στους αγώνες, βλέπω έκπληκτος έναν Άγγλο με παπιόν να σκύβει και να γυαλίζει τα παπούτσια μου! Πούσι Φώτ’ να ιδείς τουν γυιό σ’ να τουν γυαλίζ’ ου Άγγλους τα παπούτσια, είπα… Στο Γουέμπλευ δέος μας κατέλαβε. Μπήκαμε πρώτοι στο στάδιο οι Έλληνες, σημαιοφόρο είχαμε τη Δομνίτσα Λανίτου, Κύπρια, πρωταθλήτρια στα άλματα. Χιλιάδες κόσμος όρθιος χειροκροτούσε… (σημ. γραφ.: το ωραίο εκείνο γκρίζο κοστούμι της εθνικής του το κληρονόμησα αργότερα και το φόρεσα αρκετά στα γυμνασιακά μου χρόνια, δεν είχα όμως την έμπνευση να το κρατήσω σαν ενθύμιο, ούτε τουλάχιστον το σήμα της Εθνικής. Κρίμα!).
Ύστερα από μία τόσο μακρόχρονη θητεία (ουσιαστικά 20 χρόνια) στα αθλητικά πράγματα της πρωτεύουσας, μάλιστα στο χώρο ενός αθλήματος ελίτ της εποχής, είχε αποθηκεύσει και σωρεύσει μια μεγάλη ποικιλία από μνήμες και εμπειρίες αθλητικές και όχι μόνον. Είχε γνωριστεί και συνδεθεί φιλικά με σπουδαία πρόσωπα της εποχής (το διαπίστωσα αργότερα όταν βρέθηκα μία – δύο φορές μαζί του στην Αθήνα), εκτός βέβαια από τους συναδέλφους του της Εθνικής, ινδάλματα του στίβου τότε που συνέχιζε να διατηρεί φιλικούς δεσμούς, τον αξέχαστο πρωταθλητή μας Χρήστο μαντικά απ’ τους καλύτερους εμποδιστές στην Ευρώπη, τον Στέλιο Κυριακίδη μαραθωνοδρόμο, Κύπριο, πρώτο στο Μαραθώνιο της Βοστώνης – αυτοί ήταν σύγχρονοί του – αλλά και με νεότερους, όπως το Φαίδωνα Ματθαίου από το χώρο του μπάσκετ κ.α. Είχε αγωνισθεί με πολλά διάσημα ονόματα της εποχής του στο σπαθί από το διεθνή χώρο. «… Με τον Νάσερ (πρόεδρο αργότερα της Αιγύπτου) έπαιξα πολλές φορές. Κάποτε άθελά μου τον προκάλεσα κι ένα τραύμα στην ωμοπλάτη από κακή τοποθέτησή του…». Όμως φαίνεται πως είχε ικανότητες και σαν καθηγητής της ξιφασκίας γιατί έκτος που δίδαξε σ’ όλες τις στρατιωτικές σχολές τον κάλεσαν και δίδαξε σπαθί ακόμα και στον τότε διάδοχο Παύλο. «.. και τα μικρά παιδιά με γνώριζαν στην Αθήνα. Με σταματούσαν στο δρόμο να με δουν, να με μιλήσουν…».
Θυμάμαι κάποτε στη δεκαετία του ’70 που τον συνόδεψα σε πανελλήνιους αγώνες ξιφασκίας στο Παλαί ντε σπορ. Όταν έγινε γνωστή η παρουσία του από τον παλιό συναθλητή του στο ξίφος και υπεύθυνο των αγώνων Ι. Καραμαζάκη, τον κάλεσαν αμέσως από μικροφώνου και απένειμε το κύπελλο στον πρωταθλητή Ελλάδος. Δεν με ξέχασαν ακόμα μου είπε συγκινημένους…
Θαύμαζε, άρεσε και κάτεχε όσα διδάχτηκε στην προπολεμική Αθήνα με τον ωραίο αλλά έξω από τη στόφα του τότε κόσμο της, όμως πάντα αισθανόταν ότι ανήκε στο λαϊκό κόσμο της Κοζάνης που ήταν η αδυναμία του και μ’ αυτούς ζούσε τις μικροχαρές της λιτής πια ζωής του με βάση την άδολη ανθρώπινη σχέση και χωρίς ποτέ τις επιλογές του αυτές να κατευθύνουν πολιτικά κριτήρια ή άλλες μικρότητες. Ο Νανόπουλος δεν είχε συμπλέγματα. Βοήθησε από τις θέσεις του ποικιλόμορφα την Κοζάνη όταν μπορούσε (διάνοιξη δρόμων δύσβατων, εκτροφείο θηραμάτων, Κουρί, ανέγερση μνημείων πεσόντων κ.λ.π.) αλλά και προσωπικά πολλούς συνανθρώπους του που δεν τον ξέχασαν, προς τιμή τους, την ώρα του ύστατου αποχαιρετισμού.
Στη στρατιωτική του σταδιοδρομία υπήρξε αξιωματικός άριστος και πολέμησε πάντα στην πρώτη γραμμή. Ήταν απόφοιτος της Σχολής Επιτελών (ταξ. ’50) και διακρίθηκε σαν Διοικητής σε πολλές μονάδες ΣΕΜ ιδιαίτερα της 9ης και 15ης Μεραρχίας.
Του απονεμήθηκαν τα μετάλλια εξαιρέτων πράξεων, εκστρατείας Αλβανίας, ευδόκιμου υπηρεσίας και στρατιωτικής αξίας και τα παράσημα του χρυσού Σταυρού του Φοίνικα και Χρυσού Σταυρού των Ταξιαρχών.
Γυρνώντας απ’ την Αλβανία με την στολή του Έλληνα ανθυπολοχαγού που αρνούνταν να αποβάλει, χτυπήθηκε με τους Γερμανούς στην Κιβωτό των Γρεβενών και τους προκάλεσε απώλειες. Αιχμαλωτίστηκε στη Φλώρινα και διέφυγε αργότερα στη Θεσσαλονίκη.
Χρημάτισε πρόεδρος της Ενώσεως αποστράτων αξιωματικών Στρατού και Συνδέσμου Εφεδροπολεμιστικών οργανώσεων Ν. Κοζάνης για πολλά χρόνια καθώς και Δ/ντής ΠΣΕΑ Νομαρχίας Κοζάνης. Ακόμη πρόεδρος του κυνηγετικού συλλόγου και επίτιμος πρόεδρος στη συνέχεια. Υπήρξε μέλος του Ινστιτούτου στρατηγικών μελετών και επίτιμο μέλος της επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων.
Στη διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε επανειλημμένα σε πανελλήνιους και διεθνείς αγώνες ξιφασκίας, καθώς και από την παγκόσμια οργάνωση παλαιών Ολυμπιονικών. Ο «Ο Πανελλήνιος» Αθλητικός Σύλλογος Αθηνών, στον οποίο ανήκε, τον τίμησε με αναγραφή του ονόματός του «Χρυσοίς γράμμασιν» σε μαρμάρινη πλάκα.
Από την ιδιαίτερη πατρίδα του τον τίμησε ο «Εθνικός» Κοζάνης δύο φορές, καθώς και τα «Περδίκκεια».
Το 1984, έτος Ολυμπιακών Αγώνων, το περιοδικό «Ελιμειακά» παρέθεσε αφιέρωμα για την προσφορά του στον ελληνικό αθλητισμό και την Ολυμπιακή Ιδέα (τευχ. 10, 1984).
Στον τελευταίο (απο)χαιρετισμό του, λόγους εκφώνησαν, εκπρόσωπος του στρατεύματος, ο Κοζανίτης Δικηγόρος κ. Κ. Δακής και ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Κ. Γαζής εκπροσωπώντας τον Σεβασμιώτατο που απουσίαζε εκτός Κοζάνης. Οι λόγοι τους ήταν πραγματικοί και συγκινητικοί.
Ο Αθαν. Νανόπουλος παρά τις αντιξοότητες της ζωής προχώρησε και στάθηκε όρθιος. Ρομαντικός, ασυμβίβαστος, ανιδιοτελής αθλητής και αθεράπευτα Έλληνας και στρατιώτης. Κι έτσι μας άφησε. Με χριστιανά τα τέλη (σχεδόν) ανώδυνα και (πλήρως) ειρηνικά και ανεπαίσχυντα. Και πάντα με την ενδόμυχη επιταγή «Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής».
Στον αξέχαστο πνευματικό μας πατέρα (νουνό), θείο και φίλο εκ βαθέων, μαζί με την εκπλήρωση της υπόσχεσης να τιμήσουμε τη μνήμη του μ’ αυτά τα λίγα ψήγματα από την ιστορία και την προσφορά του, ευχόμαστε ο θεός της αγάπης να τάξει αυτόν εν σκηναίς δικαίων και η μάνα γη της αγαπημένης του Κοζάνης να τον κρατάει πάντα στα σπλάχνα της μ’ αγάπη και ευγνωμοσύνη.
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr