Ο δυτικός καπιταλισμός επέδρασε καταλυτικά στην νεοελληνική κοινωνία, τόσο σε πραγματικό επίπεδο όσο και σε ιδεολογικό. Τα δυτικά πρότυπα για την ελληνική ιστορία εγκλώβισαν την διαμορφωμένη νεοελληνική ιδεολογία σε έννοιες και ευρωκεντρικά σχήματα, τέτοια που έπρεπε να επιβεβαιώνουν την δυτικο-ευρωπαϊκή αντίληψη της ιστορίας και του κόσμου. Για το λόγο αυτό, αγνοήθηκε η ιστορια του Βυζάντιου, όπως και της Οθωμανικής περιόδου (Τουρκοκρατία), σαν μια σκοταδιστική περίοδος, από την οποία οι Έλληνες απελευθερωθήκαν χάρη στην άνοδο της αστικής τάξης. Τα όποια μελανά σημεία που εμφανίζονται μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, παρουσιάζονται σαν κατάλοιπα του προ-καπιταλιστικού παρελθόντος τα οποία έπρεπε να διορθωθούν.
Η προσπάθεια μερικών ιστορικών και κυρίως του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, μέσα από την αντιπαράθεση του με τον Αυστριακό Φαλμεράιερ, να αποδείξει τη συνέχεια του Ελληνισμού δια μέσου των διάφορων ιστορικών περιόδων – αρχαιότητα, Ελληνιστική περίοδος, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία – που αποτελούσε κορυφαία πράξη πολιτιστικής αντίστασης του Ελληνικού λαού προς την καθιερωμένη ιστοριογραφία, αποτέλεσαν μειοψηφία στο σύνολο της ιστοριογραφίας και ιδεολογίας. Αυτη παρέμεινε προσκολλημένη στις Δυτικές και κυρίως στη Γερμανική Σχολή ιστορίας, που μέσα από εμπειρικές κυρίως εφαρμογές γενικότερων θεωριών, εμφανίζονται σαν θεωρίες παγκόσμιας ισχύος.
Η νεοελληνική ιδεολογία λοιπόν, προσπάθησε να μελετήσει αφενός την ελληνική ιστορία σαν μια απλή εφαρμογή της δυτικοευρωπαϊκής ιστορίας και συγχρόνως να εμφανίσει την Δυτική Ευρώπη σαν το ιδανικό πρότυπο για την ελληνική κοινωνία.
Μέσα λοιπόν από αυτή την εξελικτική ανάγνωση της ιστορίας, που αποτελούσε κυρίαρχο φαινόμενο στον κύκλο των Ελλήνων διανοουμένων, μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (οι οποίοι σημειωτέoν ήταν σπουδασμένοι σε Γερμανικά Πανεπιστήμια), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο συλλογισμός που διαμόρφωσε την νεοελληνική ιδεολογία καταγράφεται στο παρακάτω σχήμα:
Α) Η σύγχρονη Ελλάδα θα γίνει όμοια με την Αρχαία Ελλάδα.
Β) Η Γερμανία είναι ήδη όμοια με την Αρχαία Ελλάδα
Γ) Η σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να γίνει όμοια με την Γερμανία άρα οφείλει να ακολουθεί και να μιμείται την σύγχρονη Γερμανία.
Τα πρακτικά αποτελέσματα αυτού του συλλογισμού, τα βλέπουμε σήμερα. Τόσο από την επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοελληνικού κράτους, όσο και από την εισαγωγή θεσμών που δεν είχαν σχέση με τη ζώσα ελληνική πραγματικότητα και τον ελληνικό πολιτισμό. Οι επιλογές αυτές της άρχουσας τάξης μετέτρεψαν το ελληνικό κράτος σε ένα κακέκτυπο, περιφερειακό και εξαρτημένο κράτος- παράρτημα του Δυτικού καπιταλισμού.
Το «αντίπαλο δέος» αυτής της ιδεολογίας, οι μαρξιστές, μέσα και αυτοί από την εξελικτική ανάγνωση της ιστορίας (πρωτόγονος κομμουνισμός, δουλοκτησία, φεουδαρχία, καπιταλισμός, σοσιαλισμός/δικτατορία του προλεταριάτου, κομμουνισμός), θεώρησε ότι η Βυζαντινή και Οθωμανική περίοδος, ήταν η
περίοδος της φεουδαρχίας στην Ελλάδα και ότι η επανάσταση του 1821 και η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ήταν η αστικοδημοκρατική περίοδος μετάβασης στον καπιταλισμό.
Βλέποντας μέσα από τον καπιταλισμό την ανάδειξη του προλεταριάτου σαν την πραγματική επαναστατική τάξη που θα αποτελούσε την πρωτοπορία για την μετάβαση στα επόμενα ιστορικά στάδια, οι μαρξιστές, αν και ξεκινούσαν από διαφορετική αφετηρία κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα, δηλαδή ότι η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρωθεί σαν κοινωνία σύμφωνα με τα πρότυπα της ανεπτυγμένης καπιταλιστικής Δύσης. Γι’ αυτό και πολλές φορές έβλεπαν την πολιτική των αστών και κυρίως των φιλελευθέρων σαν προοδευτική πολιτική και πολλά στελέχη του κομμουνιστικού κινήματος συνεργάστηκαν ή και προσχωρήσαν σ’ αυτό το κόμμα.
Για τους Έλληνες μαρξιστές, η σύγχρονη Ελλάδα βαδίζει με μια σχετική καθυστέρηση προς την Δυτική Ευρώπη. Η αίτια αυτής της καθυστέρησης έπρεπε να αναζητηθεί στην ιδιαίτερα βαριά κληρονομιά του Βυζαντινού και Οθωμανικού φεουδαρχισμού. Αποτέλεσμα αυτών των κοινών αντιλήψεων, αν και όπως προείπαμε είχαν διαφορετική αφετηρία, ήταν η διάλυση των ελληνικών κοινοτήτων από την Βαυαρική εξουσία με τον περί Δήμων νόμου του 1833/34, ενώ οι αγρότες που αποτελούσαν την πολυπληθέστερη κοινωνική τάξη στη χώρα μας και που έδωσαν τους μαζικότερους και πιο ριζοσπαστικούς αγώνες στις αρχές του 20ου αιώνα, θεωρούνταν από τους έλληνες μαρξιστές ένα οπλισμένο χέρι της ανερχόμενης αστικής τάξης, που μέσα από τα επαναστατικά κινήματα τον μόνο ρόλο που μπορούσαν να παίξουν ήταν η εξαφάνιση τους μέσω της προλεταριοποίησης.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΤΕΣ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ
Όπως είδαμε, η ελληνική πραγματικότητα εξετάστηκε με ξένα εργαλεία. Ο κοινοτισμός όμως στην Ελλάδα είχε βαθιές ιστορικές, πολιτικές και πολιτιστικές ρίζες.
Έλληνες ιστορικοί, κοινωνιολόγοι και νομικοί απέδειξαν την καθοριστική σημασία του κοινοτισμού καθ΄ όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας. Τα αποτελέσματα της μελέτης τους χρειάζονται ιδιαίτερη ανάλυση, πράγμα που ξεφεύγει του παρόντος. Αρκεί να αναφέρουμε τον Νίκο Μοσχοβάκη και τον Νίκο Πανταζόπουλο. Απόψεις για τον κοινοτισμό αναπτυχθήκαν επίσης στο έργο του Ίωνα Δραγούμη και του Περικλή Γιαννόπουλου. Ο Νίκος Μαλούχος, σύντροφος και συναγωνιστής του Κων/νου Καραβίδα, ήταν ένας κοινοτικός ακτιβιστής και ο πρόωρος θάνατος του στέρησε από το κοινοτικό κίνημα μια χαρισματική ηγεσία, ενώ ο Δημοσθένης Δανιηλίδης στο βιβλίο του “Νεοελληνική Κοινωνία και Οικονομία”, που αποτελεί βιβλίο σταθμό για τους Έλληνες κοινωνιολόγους, αναφέρεται εκτενώς στην κοινοτική/κοινωνική οργάνωση των Ελλήνων.
Πέραν των προαναφερθέντων αξίζει να μνημονευθούν ο ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους) που προσπάθησε να αποδείξει τη συνέχεια του Ελληνισμού δια μέσου των διάφορων περιόδων αρχαιότητας, Ελληνιστική περίοδος, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία, υπογραμμίζοντας την τεράστια συμβολή των κοινοτήτων, ο καθηγητής της νομικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλας Πανταζόπουλος (Ο Ελληνικός Κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση) για τις μελέτες του για το Δίκαιο και τον Κοινοτισμό, ο Κώστας Βεργόπουλος (Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα και το εισαγωγικό του σημείωμα στην επανέκδοση του βιβλίου «Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός») που δεν μελέτησε μόνο την ιστορική εξέλιξη του ελληνικού κοινοτισμού αλλά προβληματίστηκε σοβαρά με ποιο τρόπο θα μπορούσε σήμερα να εκδηλωθεί το αίτημα του κοινοτισμού και αν ο κοινοτισμός θα μπορούσε να αποτελέσει μία δυνατότητα εξόδου της χώρας μας από την ποικίλη κρίση που έχουμε περιέλθει.
Τέλος αξίζει να αναφερθούμε στο έργο του κοινοτιστή και καθηγητή φιλοσοφίας Χρήστου Γιανναρά, ο οποίος εστίασε στην έννοια του προσώπου προσδίδοντας του επιστημονική συγκρότηση στην ελληνική φιλοσοφία (Η οντολογία της σχέσης, Το πρόσωπο και ο έρως) και του μαθηματικού και στοχαστή Θεόδωρου Ζιάκα, ο οποίος ασχολήθηκε επιστάμενα με την κοινωνική οντολογία προσδιορίζοντας τον θεμελιακό ρόλο της πολιτιστικής και θρησκευτικής παράδοσης τόσο στην ιστορική εξέλιξη όσο και στην σύγχρονη ιδιοσυστασία ενός λαού, ενώ παράλληλα ανέπτυξε την κοινωνική, την πολιτική και πνευματική προοπτική του ελληνικού κοινοτισμού (Πέρα από το άτομο, Αυτοείδωλον εγενόμην).
Κλείνοντας τις αναφορές μας δεν πρέπει να παραλείψουμε το εξαιρετικό βιβλίο του Μελέτη Μελετόπουλου «Κοινοτισμός. Το έργο του Κ. Καραβίδα και οι συγγενείς προσεγγισεις».
Ο πιο σημαντικός όμως εκπρόσωπος των κοινοτικών ιδεών, ο άνθρωπος που εργάστηκε συστηματικά για την προώθηση του κοινοτισμού, τόσο σε θεωρητικό/επιστημονικό επίπεδο, όσο και σε πρακτικό, είναι ο Κωνσταντίνος Καραβίδας, το έργο του οποίου θα προσπαθήσουμε όσο αυτό είναι δυνατό να παρουσιάσουμε.