Ήμασταν τέσσερις και έχουμε μείνει πλέον τρεις με το όνομα Λάζος Τσικριτζής. Κάποια στιγμή θα προστεθούν κι άλλοι. Η ζωή μας κύκλους κάνει…
Ο τρανύτερος ξάδερφος έφυγε για πάντα, παίρνοντας μαζί του χίλιες αναμνήσεις. Τον «εκμεταλλευτήκαμε» όσο μπορούσαμε. Αντλήσαμε ένα κιαμέτι πληροφορίες για την παλιά Κοζάνη, τις μικρές καθημερινές ιστορίες της, τα πρόσωπα και τα γεγονότα, τα μπέντια, τα κασμέρια και τις ατάκες των παλιών. Κι όλα αυτά με… ντοκουμέντα. Φωτογραφίες, έγγραφα… αρχαία, μέχρι και τιμολόγια του 19ου αιώνα. Όλα φυλαγμένα με σχολαστικότητα στη μεγάλη μαύρη βαλίτσα.
Τι να πρωτοθυμηθώ… Λίγα κι από λίγο:
Τα ευτράπελα με τις συνωνυμίες «Όι Λάζο, με πήρε ένας οικολόγος στο μαγαζί για μια αρκούδα. Και τον είπα έρχομαι, έρχομαι… Ακόμα θα καρτεράει».
Τα καλοκαίρια μας στο κάμπιγκ του Αη Γιάννη Νικήτης («Η καθαρότερη θάλασσα» έλεγε ο Λάζος, « Άμα βουτήξεις με μάσκα βλέπ’ς τς τρίχες από τα ποδάρια σε απόσταση 13,5 μέτρα !».
Τα οικογενειακά τραπεζώματα, όταν τρώγαμε όλοι μαζί «στο τραπέζι που έφαγε ο βασιλιάς όταν ήρθε στην Κοζάνη» και τα ατέλειωτα γέλια και μασλάτια.
Τα άσωτα κεράσματα στο μαγαζί.
Τις τεχνικές συμβουλές για κάθε επισκευή, όπου δεν σήκωνε αντίρρηση και σε έφκιανε ολόκληρη ανάλυση, ξεκινώντας από μια ξυλόβιδα και φτάνοντας μέχρι την οπισθέλκουσα δύναμη των αεροπλάνων (kι ας καρτερούσε στο μαγαζί η ηρωίδα Τάσα).
Την ιστορία στην Κατοχή με το Σάββα Μιλιοτζόγλου και πώς τον έκρυψαν στο θολωτό μας υπόγειο.
Την κάθε λεπτομέρεια που χρωμάτιζε τις αφηγήσεις του: «Ξέρ’ς γιατί ο μπαμπάς σ’ όταν βομβαρδίστηκε το καφενείο σας απ΄ τς Γερμανοί μάζωνε τα σπασμένα βάζα με το γλυκό; Για να πάρει το ΣΙΡΟΠΙ! Γιατί ζάχαρη δεν είχαμε και πόρευάμι με ό,τι ευρισκάμι σν Κατοχή».
Τέλος, τις δύσκολες ώρες που οι οικογένειες μας έβαζαν πλάτη να στηρίξει η μια την άλλη ..
Χιλιάδες τέτοιες μνήμες, εικόνες και βιώματα.
Ο Λάζος μας χάρισε πολύτιμο υλικό και ζωντανές πληροφορίες για όσα του ζητήσαμε και ασχοληθήκαμε εμείς, τα ξαδέρφια της διπλανής πόρτας. Σε μένα μεταβίβασε όλες τις πληροφορίες και φωτογραφίες για την προηγούμενη γενιά Τσικριτζάδων, τους πατεράδες και τους παππούδες μας, για να γράψω αναλυτικά όλο το ιστορικό από το σόι μας από το 1850. Στη Ματίνα έδωσε ό,τι πληροφορίες είχε για να τη βοηθήσει σε διάφορες ανασκαφές που έκανε μια ζωή στην τοπική λαογραφία. Στη Φάνη τέλος, που τα τελευταία χρόνια είχε γίνει στενός κορσές («Πάω λίγο δίπλα στο Λάζο να τον ..ξεψαχνίσω») κληροδότησε όλα όσα ήξερε για τις παλιές ταβέρνες και τα εστιατόρια της Κοζάνης, τα μεγάλα γλέντια, τις λαϊκές ορχήστρες και τις «ντιζέζ» (τα πάντα από πρώτο χέρι γιατί ήξερε απέξω και βίωνε τη ζωή της νύχτας).
Ώρα καλή ξάδερφε. Όσο ζούμε θα συνεχίσεις να ζεις κι εσύ μέσα μας.