Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην καρδιολογία τις τελευταίες δεκαετίες, τα καρδιαγγειακά νοσήματα ακόμα αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου σε όλο τον κόσμο. Κατά συνέπεια, γεννάται το ερώτημα: τι επίδραση είχε αυτή η πρόοδος της καρδιολογίας στα καρδιαγγειακά νοσήματα και τι προβλέπεται για το μέλλον;
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να τονιστεί ότι η θνητότητα από τα καρδιαγγειακά νοσήματα σήμερα έχει ελαττωθεί σημαντικά, σε σχέση με το όχι και τόσο απώτερο παρελθόν. Το 1950, π.χ., υπήρχαν πάνω από 500 θάνατοι από τα καρδιαγγειακά νοσήματα ανά 100.000 πληθυσμού στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ενώ το 2020 οι θάνατοι από αυτά ήταν λιγότεροι από 150 ανά 100.000 πληθυσμού.
Επιπλέον, οι θάνατοι από τα καρδιαγγειακά νοσήματα συμβαίνουν σε πολύ μεγαλύτερες ηλικίες από ό,τι στο παρελθόν. Επίσης, οι ασθενείς αυτοί συνεχίζουν να εργάζονται, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις εντατικά, για δεκαετίες και έχουν μια πολύ παραγωγική ζωή, παρά το καρδιαγγειακό νόσημα, ενώ στο παρελθόν οι άρρωστοι αυτοί θα ήταν ανάπηροι.
Η πρόοδος στην καρδιολογία, δηλαδή, έδωσε όχι μόνο χρόνια στη ζωή, αλλά και ζωή στα χρόνια. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι σήμερα είμαστε σε θέση να προλάβουμε πολλά από τα καρδιαγγειακά νοσήματα, αν όλοι μας εφαρμόσουμε αυτά που γνωρίζουμε. Δυστυχώς, όμως, αρκετοί συνάνθρωποί μας αγνοούν τις συμβουλές των ιατρών και δεν ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής (π.χ. καπνίζουν, δεν ασκούνται, η δίαιτά τους είναι ανθυγιεινή και πολλά άλλα).
Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, το προσδόκιμο της επιβίωσης στα οικονομικά ανεπτυγμένα κράτη είχε αυξηθεί κατά 30 χρόνια περίπου. Αυτό οφειλόταν κυρίως στις υγιεινές συνθήκες διαβίωσης, στα εμβόλια και στη θεραπεία πολλών νόσων. Οι θάνατοι είχαν ελαττωθεί αρχικά στις μικρότερες ηλικίες και μετά στις μεσαίες και μεγαλύτερες ηλικίες. Δεν είναι, όμως, γνωστό αν αυτό το φαινόμενο, δηλαδή η αύξηση του μέσου όρου ζωής, θα συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό και στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Η Jeanne Calment από τη Γαλλία πέθανε σε ηλικία 122 ετών και έζησε (αποδεδειγμένα) περισσότερο από κάθε άλλο άτομο μέχρι σήμερα. Φυσικά, το ερώτημα είναι τι πιθανότητες υπάρχουν να φτάσει ο άνθρωπος σ’ αυτή την ηλικία σ’ αυτό τον αιώνα. Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιφανές περιοδικό Nature Aging στις 7 Οκτωβρίου του 2024 από τον Olshancky και συνεργάτες, με τα σημερινά δεδομένα, η πιθανότητα αυτή είναι πολύ μικρή ή μάλλον δεν υπάρχει. Οι ερευνητές μελέτησαν το προσδόκιμο επιβίωσης από το 1990 μέχρι το 2019 σε κράτη όπου οι άνθρωποι ζουν περισσότερα χρόνια (Αυστραλία, Γαλλία, Ελβετία, Ιαπωνία, Ισπανία, Ιταλία, Ν. Κορέα, Σουηδία και Χονγκ Κονγκ). Κατά την περίοδο αυτή έχει παρατηρηθεί μια στασιμότητα στο προσδόκιμο της επιβίωσης στις χώρες που μελετήθηκαν, με εξαίρεση το Χονγκ Κονγκ, όπου δεν υπήρχε αυτή η στασιμότητα.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι, μετά από δεκαετίες που το προσδόκιμο της επιβίωσης αυξάνονταν συνεχώς, σταμάτησε. Αυτό, κατά κάποιο τρόπο, σημαίνει ότι έχουμε ήδη φτάσει σχεδόν στο μέγιστο της επιβίωσης. Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι το προσδόκιμο της επιβίωσης, με τα σημερινά δεδομένα, θα είναι γύρω στα 97 χρόνια, 84 χρόνια περίπου για τους άνδρες και 90 για τις γυναίκες. Οι πιθανότητες για μια γυναίκα να ζήσει 100 χρόνια είναι περίπου 15%, και για έναν άνδρα γύρω στο 5%.
Οι θάνατοι στη μεγαλύτερη πλειονότητα σήμερα οφείλονται στα καρδιαγγειακά νοσήματα και στον καρκίνο. Όσο οι θάνατοι από τη μια νόσο θα ελαττώνονται, τόσο οι θάνατοι από την άλλη νόσο θα αυξάνονται, έστω σε μεγαλύτερη ηλικία, δεδομένου ότι κανένας δεν θα είναι αθάνατος. Υπολογίζεται, μάλιστα, πως αν μπορέσουμε να μηδενίσουμε τους θανάτους πριν από την ηλικία των πενήντα ετών, το προσδόκιμο της επιβίωσης θα αυξηθεί μόνο κατά ένα χρόνο στις γυναίκες και κατά ενάμιση χρόνο στους άνδρες. Θεωρητικά, αν θεραπεύσουμε όλα τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο μέσος όρος ζωής θα αυξηθεί κατά δύο χρόνια περίπου, και αν μπορέσουμε να θεραπεύσουμε όλες τις μορφές καρκίνου, ο μέσος όρος ζωής θα αυξηθεί κατά τρία χρόνια περίπου. Φυσικά, το όφελος για κάθε συγκεκριμένο ασθενή θα είναι τεράστιο· η επίδραση, όμως, στην αύξηση του μέσου όρου ζωής στο σύνολο του πληθυσμού θα είναι μικρή.
Θεωρητικά, αν οι θάνατοι από τα νοσήματα που γνωρίζουμε σήμερα και τα ατυχήματα εξαλειφθούν, οι άνθρωποι θα πεθαίνουν λόγω γήρατος. Όταν ο άνθρωπος φτάσει σε μια ορισμένη βιολογική ηλικία, το γήρας, με όλα τα προβλήματα που το συνοδεύουν, έρχεται ακάθεκτο. Με τη γήρανση παρατηρείται φθορά και ελάττωση της λειτουργίας όλων των οργάνων και των συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού, με τελικό αποτέλεσμα τον θάνατο. Συνεπώς, για να αυξήσουμε σημαντικά το προσδόκιμο της επιβίωσης, θα πρέπει να επιβραδύνουμε την επέλευση της γήρανσης. Ορισμένοι επιστήμονες που κάνουν έρευνα σ’ αυτό τον τομέα ελπίζουν πως η επιβράδυνση της γήρανσης θα επιτευχθεί, με αποτέλεσμα το προσδόκιμο της επιβίωσης να αυξηθεί ακόμα περισσότερο.
Η άποψη ότι ο άνθρωπος σήμερα έχει φτάσει σχεδόν στο μέγιστο της επιβίωσης, αν και κάπως απαισιόδοξη, δεν αποκλείεται να αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά, η ιδέα ότι η επιβράδυνση της γήρανσης θα επιτευχθεί και ο μέσος όρος ζωής του ανθρώπου θα συνεχίσει να αυξάνει, όπως και στο παρελθόν, φαίνεται κάπως αισιόδοξη. Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον με ακρίβεια· η αλήθεια, όμως, όπως συνήθως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση.
*Konstantinos Dean Boudoulas MD, Professor of Medicine/Cardiovascular Medicine, Section Head Interventional Cardiology, Director Cardiac Catheterization Laboratories, The Ohio State University, Columbus Ohio, USA.
Harisios K Boudoulas MD, PhD, PhD Hon, Professor of Medicine/Cardiovascular Medicine and Pharmacy (emeritus), The Ohio State University, Columbus Ohio, USA, Honorary Professor, Academician (a. mem.)