Η σημερινή δημοσίευση αφορά μια πόλη της αρχαιότητας, τη Φαυστινόπολη, που κάποια στιγμή οι κάτοικοί της, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες από τις αραβικές επιδρομές, την εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν μέσα στο γειτονικό κάστρο Λουλόν, το οποίο φύλαγε τη βόρεια πλευρά ενός περάσματος με την ονομασία «Κιλίκιες Πύλες».
1. ΦΑΥΣΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Είχε διαχρονικά τα ονόματα: Χαλάλα, Φαυστινόπολη ή Φαυστινόπολις, Φαυστούπολη, Colonia Faustinopolis, Başmakçı.
2. ΚΑΣΤΡΟ ΛΟΥΛΟΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ – ΚΙΛΙΚΙΕΣ ΠΥΛΕΣ
Είχε διαχρονικά ονόματα: «Φρούριο Lu’lu’a», Loulon Kástron, Hisn al-Saqaliba («Φρούριο των Σλάβων»), Secaaddin, Hamidiye, Gümüş.
1. ΑΡΧΑΙΑ ΦΑΥΣΤΙΝΟΠΟΛΗ
Η Φαυστινόπολη ή Φαυστινόπολις, ή Χαλάλα, ήταν μια αρχαία πόλη στα νότια της Καππαδοκίας.
Η πόλη βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Ταύρος, στην κύρια διαδρομή Τύανα-Κιλικιανές Πύλες. Η ονομασία της ταυτοποιήθηκε από μια επιγραφή που τιμούσε τον Γορδιανό Γ’.
Ο Γορδιανός Γ’ (Marcus Antonius Gordianus Pius Augustus, 225 μ.Χ.-244 μ.Χ.) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 238 μ.Χ. έως το 244 μ.Χ. Σε ηλικία 13 ετών έγινε ο νεότερος μόνος νόμιμος Ρωμαίος αυτοκράτορας καθ’ όλη τη διάρκεια της ενωμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ
Βρίσκεται στα νότια της Καππαδοκίας, περίπου 20 χλμ. νότια της Τύανα. Απέχει 51 χλμ. από το κέντρο της πόλης Νίγδη και 30 χλμ. από το κέντρο της περιοχής Ουλουκισλά (Ulukışla).
Η τοποθεσία της Φαυστινόπολης βρίσκεται σε μια περιοχή μεταξύ των χωριών Toraman και Başmakçı της περιοχής Ουλουκισλά της Νίγδη. Τα ερείπια της πόλης βρίσκονται στους πρόποδες των βουνών του Ταύρου.
Μετά τις μουσουλμανικές κατακτήσεις και τις επακόλουθες αραβικές επιδρομές, η τοποθεσία όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοί της, για λόγους ασφάλειας, μετακόμισαν στο κοντινό φρούριο Λουλόν.
ΟΝΟΜΑ
Διαχρονικά ονόματα: Χαλάλα, Φαυστινόπολη ή Φαυστινόπολις, Colonia Faustinopolis, Başmakçı.
- Χαλάλα: Παλαιότερα ήταν χωριό με την ονομασία Χαλάλα.
- Φαυστινόπολη ή Φαυστινόπολις: Στη Χαλάλα, το 176 μ.Χ., πέθανε η γυναίκα του Μάρκου Αυρηλίου, Φαυστίνα. Η πόλη αναβαθμίστηκε σε αποικία (Colonia) και μετονομάστηκε σε Φαυστινόπολη. Ο Ιεροκλής αναφέρει τη θέση της στην επαρχία Cappadocia Secunda.
- Colonia Faustinopolis: Αναβαθμίστηκε σε αποικία από τον Μάρκο Αυρήλιο και έλαβε την ονομασία Colonia Faustinopolis.
- Başmakçı: Το χωριό απέκτησε αυτή την ονομασία το 1927.
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για την κατοίκηση της Φαυστινόπολης από Ελληνορθόδοξους Χριστιανούς.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Χαλάλα ήταν μια μικρή πόλη που η ιστορία της ανάγεται στην εποχή των Χετταίων. Στη συνέχεια, κατοικήθηκε από Έλληνες και αργότερα πέρασε στα χέρια των Ρωμαίων.
Η Καππαδοκία, όπου ανήκε η Χαλάλα, έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 17 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Τιβέριο (14-37 μ.Χ.), μετά τον θάνατο του τελευταίου βασιλιά της Καππαδοκίας, Αρχέλαου.
Η Καππαδοκία ήταν αυτοκρατορική επαρχία, γεγονός που σημαίνει ότι ο κυβερνήτης της διοριζόταν απευθείας από τον αυτοκράτορα. Πριν από την άμεση αυτοκρατορική κυριαρχία, η Καππαδοκία ήταν ένα από τα διάδοχα βασίλεια της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Μάρκος Αυρήλιος προσπάθησε να ιδρύσει ρωμαϊκές αποικίες στη Μικρά Ασία. Τα θεμέλια της Φαυστινόπολης τέθηκαν με τον θάνατο της συζύγου του, Φαυστίνας, στη Χαλάλα της Καππαδοκίας, το 176 μ.Χ. Για να τιμήσει τη μνήμη της, ανύψωσε το χωριό σε πόλη και άλλαξε το όνομά του σε «Faustinopolis», δηλαδή «πόλη της Φαυστίνας».
Σύμφωνα με τον Ιεροκλή, η Φαυστινόπολη ήταν γνωστή ως «Cappadocia Secunda» (περιοχή γύρω από την Τύανα). Η πόλη συμπεριλήφθηκε επίσης στους οδικούς χάρτες του Αντωνίνου και της Ιερουσαλήμ, γεγονός που αποδεικνύει τη σημασία της ως σημαντικού οικισμού.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Η Φαυστινόπολη απέκτησε σημασία ως επισκοπικό κέντρο της επαρχίας Cappadocia Secunda κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατά την ίδια περίοδο, διατήρησε τη ζωτικότητά της τόσο εμπορικά όσο και θρησκευτικά.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΦΑΥΣΤΟΥΠΟΛΗ
— Η Αννία Γαλερία Φαυστίνα η Νεότερη (Faustina Minor)
Ονομάσθηκε Αννία Γαλερία Φαυστίνα προς τιμήν της μητέρας της.
Η Φαυστίνα η Νεότερη (21 Σεπτεμβρίου 130 – 175) ήταν η κόρη του Αυτοκράτορα Αντωνίνου Πίου και η σύζυγος του Μάρκου Αυρήλιου, Αυτοκράτορα της Ρώμης.
Η Φαυστίνα και ο Μάρκος Αυρήλιος, Ρωμαίος Αυτοκράτορας, απέκτησαν μαζί δεκατρία παιδιά.
Φαίνεται ότι η Φαυστίνα και ο Αυρήλιος είχαν πολύ στενή σχέση και ήταν αμοιβαία αφοσιωμένοι. Η Φαυστίνα συνόδευε τον σύζυγό της σε διάφορες στρατιωτικές εκστρατείες και απολάμβανε την αγάπη και τον σεβασμό των Ρωμαίων στρατιωτών.
Της δόθηκαν θεϊκές τιμές μετά το θάνατό της.
Η Φαυστίνα έλαβε τον τίτλο Αυγούστας την 1η Δεκεμβρίου 147, μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού της, Αννίας Γαλερίας Αυρηλίας Φαυστίνας.
Ο Αυρήλιος της έδωσε τον τίτλο της Mater Castrorum (Μητέρα του Στρατοπέδου). Μεταξύ των ετών 170-175, βρισκόταν στα βόρεια και το 175 συνόδευσε τον Αυρήλιο στα ανατολικά.
Η Φαυστίνα απεβίωσε τον χειμώνα του 175, μετά από ατύχημα, στο στρατόπεδο στο Χάλαλα (μία πόλη στα όρη του Ταύρου στην Καππαδοκία). Ο Αυρήλιος θρήνησε πολύ για τη σύζυγό του και την ενταφίασε στο Μαυσωλείο του Αδριανού στη Ρώμη.
Το όνομα της Χαλάλας άλλαξε σε Φαυστινόπολη και ο Αυρήλιος ίδρυσε σχολεία φιλανθρωπίας για ορφανά κορίτσια, που ονομάζονταν Puellae Faustinianae ή «Κορίτσια της Φαυστίνας». Τα Λουτρά της Φαυστίνας στη Μίλητο πήραν το όνομά της.
Το άγαλμά της τοποθετήθηκε στον ναό της Αφροδίτης στη Ρώμη και ένας ναός ήταν αφιερωμένος σε αυτήν προς τιμήν της.
Μάρκος Αυρήλιος ή Marcus Aurelius Antoninus
Ο Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος Αύγουστος (Imperator Caesar Marcus Aurelius Antoninus Augustus) ήταν πολιτικός, φιλόσοφος, συγγραφέας.
Έζησε από την 26η Απριλίου 121 έως την 17η Μαρτίου 180 μ.Χ.
Ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 161 μ.Χ. έως το 180 μ.Χ. Κυβέρνησε ως συναυτοκράτορας με τον Λεύκιο Βέρο από το 161 μ.Χ. έως τον θάνατο του Βέρου το 169 μ.Χ. Ήταν ο τελευταίος από τους “Πέντε Καλούς Αυτοκράτορες” και θεωρείται επίσης ως ένας από τους σημαντικότερους στωικούς φιλοσόφους.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία νίκησε την αναγεννημένη Παρθική Αυτοκρατορία στην Ανατολή. Επίσης πολέμησε εναντίον των γερμανικών φύλων στη Γαλατία και τον Δούναβη, ενώ σημειώθηκε και μία στάση εναντίον του, στην Ανατολή, από τον Αβίδιο Κάσσιο, η οποία απέτυχε.
Ο Μάρκος Αυρήλιος έγραψε το περίφημο έργο Έις εαυτόν, στα ελληνικά, κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του. Ακόμη και σήμερα θεωρείται έργο μνημείο για μια διακυβέρνηση με γνώμονα το καθήκον και την εξυπηρέτηση του συνόλου.
Τα ερείπια περιλαμβάνουν μια βραχώδη ακρόπολη.
ΣΗΜΕΡΑ
Στην θέση της Φαυστινόπολης σήμερα βρίσκεται το σύγχρονο Başmakçı, σε υψόμετρο 1276 μέτρων. Το Başmakçı είναι ένα χωριό στην επαρχία Ulukışla της επαρχίας Niğde.
Ο πληθυσμός του τα τελευταία 40 χρόνια μειώνεται συνεχώς, και ενώ το 1985 είχε 664 κάτοικους, το 1990 είχε 549, το 2019 είχε 176, το 2020 είχε 185, το 2021 είχε 201 και το 2022 είχε 189.
2. ΚΑΣΤΡΟ ΛΟΥΛΟΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ – ΚΙΛΙΑΚΕΣ ΠΗΛΕΣ
Διαχρονικά ονόματα: << Φρούριο Lu’lu’a >> – Loulon Kástron — Hisn al-Saqaliba — «Φρούριο των Σλάβων» — Secaaddin — Hamidiye – Gümüş
Το Loulon ήταν ένα φρούριο κοντά στο σύγχρονο χωριό Hasangazi στην Τουρκία. Η τοποθεσία ήταν στρατηγικής σημασίας, καθώς έλεγχε τη βόρεια έξοδο των Κιλικιακών Πυλών (Περισσότερες πληροφορίες για τις Κιλίκιες πύλες παραθέτουμε στο τέλος της δημοσίευσης).
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ
Ο Σκωτσέζος μελετητής W.M. Ramsay αναγνώρισε το φρούριο ως ένα απότομο φρούριο λόφου ύψους 300 μέτρων, δυτικά του σύγχρονου χωριού Porsuk στην κοιλάδα Çakit, αλλά οι σύγχρονοι μελετητές το ταυτίζουν με τον βραχώδη λόφο ύψους 2.100 μέτρων, περίπου 13 χιλιόμετρα βόρεια του Porsuk, που βρίσκεται ανάμεσα στα σύγχρονα χωριά Çanakçi και Gedelli.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ
Διαχρονικά είχε τα ονόματα << Φρούριο Lu’lu’a >>, Loulon Kástron, Hisn al-Saqaliba, «Φρούριο των Σλάβων», Secaaddin, Hamidiye – Gümüş.
Κάποιοι ερευνητές πίστεψαν ότι το όνομα Λουλόν είναι ταυτόσημο της Φαυστινούπολης. Πρόσφατες μελέτες εκτιμούν ότι η λέξη “Lolas”, που από τους Χεταίους αφορούσε τοπική οροσειρά, ήταν αυτή που έδωσε το όνομα και στο κάστρο.
Οι Άραβες συγγραφείς γνώριζαν το φρούριο ως Lu’lu’a, αλλά ταυτίζεται επίσης με το Hisn al-Saqaliba, το «Φρούριο των Σλάβων», που αναφέρεται στις αραβικές πηγές, πιθανώς σε σχέση με τη φρουρά των Σλάβων — συχνά αποστάτες από τις τάξεις του Βυζαντίου — που εγκαταστάθηκαν εκεί από τους Χαλίφηδες.
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
Στο Λουλόν φαίνεται ότι είχαν εγκατασταθεί πολίτες της κοντινής πόλης της Φαυστινόπολης, η οποία προφανώς εγκαταλείφθηκε κατά τις πρώτες μουσουλμανικές επιθέσεις στη Μικρά Ασία.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Λουλόν βρισκόταν στην Καππαδοκία, στη βόρεια πλευρά ενός περάσματος ανάμεσα στις οροσειρές του Ταύρου και του Αντιταύρου, που την ένωνε με την Κιλικία.
Σημείο στο οποίο, τον 8ο και τον 9ο μ.Χ. αιώνα, βρίσκονταν τα Αραβοβυζαντινά σύνορα και είχε ιδιαίτερη σημασία κατά τους μακροχρόνιους Αραβοβυζαντινούς πολέμους, καθώς έλεγχε τη βόρεια έξοδο του. Ήταν ένα από τα πολλά άλλα παρόμοια οχυρά και στις δύο πλευρές.
Στις συγκρούσεις εκείνης της περιόδου, η κατοχή του κάστρου άλλαξε αρκετές φορές χέρια.
Τελικά, το 878 μ.Χ., υπό τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα (867–886), το Λουλόν ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς.
Στο εξής, παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών έως ότου η Μικρά Ασία καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους.
Μεταξύ 1216 και 1218 μ.Χ., ο Σελτζούκος σουλτάνος Kaykaus I κατέλαβε την πόλη, ενώ ανήκε στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας.
Οι Σελτζούκοι ενίσχυσαν τις οχυρώσεις του και το έκαναν σημαντικό ενδιάμεσο σταθμό στο δρόμο μεταξύ Σις και Καισάρειας.
Λόγω των πλούσιων κοιτασμάτων αργύρου της περιοχής, η πόλη έγινε σημαντικό νομισματοκοπείο στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα.
Το φρούριο έπαιξε για άλλη μια φορά ρόλο στις συγκρούσεις μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Μαμελούκων της Αιγύπτου στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν για άλλη μια φορά τα σύνορα μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών περνούσαν κατά μήκος των βουνών του Ταύρου, παράλληλα με τα Αραβοβυζαντινά σύνορα. Το κάστρο Lu’lu από την Καππαδοκία χρησίμευε ως προχωρημένο φυλάκιο των Οθωμανών, ενώ το φρούριο του Γκιουλέκ, που βρισκόταν από την πλευρά της Κιλικίας, χρησίμευε ως προηγμένο φυλάκιο των Μαμελούκων από τις δυο πλευρές των συνόρων.
ΣΗΜΕΡΑ
Κοντά στο φρούριο Λουλόν σήμερα βρίσκεται το σύγχρονο χωριό Hasangazi.
*******************************************************************
3 ΚΙΛΙΚΙΕΣ ΠΥΛΕΣ
Οι Πύλες της Κιλικίας ήταν μια σημαντική εμπορική και στρατιωτική αρτηρία για χιλιετίες. Ήταν ελεγχόμενο πέρασμα από το 4.500 π.Χ. Από το αρχαίο αυτό μονοπάτι υπεράσαν οι Χετταίοι, οι Έλληνες, ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Σασάνοι, οι Μογγόλοι και οι Σταυροφόροι της Πρώτης Σταυροφορίας. Όλοι αυτοί πέρασαν από αυτή τη διαδρομή κατά τη διάρκεια των εκστρατειών τους.
Το ορεινό αυτό πέρασμα στα βουνά του Ταύρου συνέδεε την πεδιάδα της Κιλικίας με το οροπέδιο της Καππαδοκίας.
Όπως έγραφε ο Ramsay για την εντυπωσιακή χαράδρα, «Οι Πύλες σχημάτισαν μια μεγάλη και ισχυρή άμυνα, η οποία χτυπά σχεδόν κάθε ταξιδιώτη με θαυμασμό και δέος».
Ο Sir William Mitchell Ramsay (1851 – 1939) ήταν Βρετανός αρχαιολόγος και ήταν ο κατεξοχήν αυθεντία της εποχής του στην ιστορία της Μικράς Ασίας.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Τα Ελληνιστικά βασίλεια και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχαν επίκεντρο την Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η περιοχή είχε τρεις κύριες περιοχές, η καθεμία με μια διάσημη πρωτεύουσα: την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια), τη Συρία (Αντιόχεια) και την Ασία (Πέργαμος, Έφεσος).
Σε μια εποχή μεγάλου εμπορίου και επικοινωνίας, τα ταξίδια μεταξύ αυτών των τριών περιοχών ήταν ζωτικής σημασίας. Η μετακίνηση μεταξύ Συρίας και Ασίας γινόταν συχνά δια θαλάσσης, με βάρκες που έκαναν καμποτάζ κατά μήκος της νότιας ακτής της Μικράς Ασίας, καθώς αυτό ήταν ευκολότερο και φθηνότερο.
Ωστόσο, τα ταξίδια στη ξηρά ήταν επίσης συνηθισμένα, ειδικά τους χειμερινούς μήνες όταν η Μεσόγειος ήταν πολύ θυελλώδης ή όταν οι άνθρωποι έπρεπε να φτάσουν σε έναν προορισμό στην ενδοχώρα.
Όταν οι άνθρωποι ταξίδευαν ξηρά μεταξύ Συρίας και Ασίας, η ορεινή γεωγραφία της Μικράς Ασίας ανάγκαζε τους περισσότερους να ακολουθήσουν μια ενιαία διαδρομή.
Μεταξύ της παραλιακής πεδιάδας της Κιλικίας και του οροπεδίου της Μικράς Ασίας, η διαδρομή στενεύει σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
Η συντριπτική πλειονότητα της κυκλοφορίας σε όλη την Ανατολία έπρεπε να διέρχεται από τις Πύλες της Κιλικίας – ένα φυσικό και στενό πέρασμα. Λόγω της στρατηγικής και υπερασπιστικής φύσης τους, οι Πύλες της Κιλικίας ήταν εξέχουσες σε όλη την ιστορία.
ΦΥΣΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑ
Βρισκόμενο σε υψόμετρο 1.000 μέτρων, το πέρασμα είχε μήκος περίπου 100 μέτρα. Κάθετοι βραχώδεις τοίχοι ύψους 30 μέτρων στέκονται και στις δύο πλευρές της διελεύσεως του ποταμού Gökoluk.
Οι φύλακες του περάσματος από την κορυφή των βράχων μπορούσαν να επιτεθούν σε όποιον εχθρό προσπαθούσε να περάσει.
Όπως σημείωσε ο Ramsay, «Η θέση θα ήταν απόρθητη, εκτός αν ένας εχθρός μπορούσε να διασχίσει τη βραχώδη κορυφογραμμή και να κατέβει στο πίσω μέρος των υπερασπιστών».
Ο Ξενοφών αναφέρει ότι το πέρασμα ήταν αρκετά φαρδύ για μια άμαξα με τέσσερα άλογα και ο Κούρτιος λέει ότι τέσσερις στρατιώτες μπορούσαν να περπατήσουν δίπλα-δίπλα μέσα από το πέρασμα. Σε εκείνη την περίπτωση, ο δρόμος είχε πλάτος περίπου 3-4 μέτρα.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Πολλά ιστορικά γεγονότα συνδέονται με τις Κιλικιακές Πύλες.
5ος π.Χ. αιώνας
Ο Ηρόδοτος δήλωσε ότι η Περσική Βασιλική Οδός περνούσε από την Καππαδοκία και «τα σύνορα της Κιλικίας».
401 π.Χ.
Ο Πέρσης πρίγκιπας Κύρος επαναστάτησε εναντίον του αδελφού του, του βασιλιά της Περσίας. Βάδισε με 10.000 Έλληνες στρατιώτες από την Ασία στην Περσία. Οι άνδρες του Κύρου περίμεναν στην κοιλάδα βόρεια των Κιλικιανών Πυλών λόγω μιας φήμης ότι το πέρασμα φυλασσόταν από τα ύψη του. Μόλις τα υψώματα εγκαταλείφθηκαν, πέρασαν από την Ταρσό.
333 π.Χ.
Ο Αλέξανδρος βάδισε τον στρατό του μέσα από το πέρασμα αδιαμφισβήτητος, καθώς ο Περσικός Στρατός δεν το κατείχε.
51 π.Χ.
Ο Ρωμαίος κυβερνήτης Κικέρων ταξίδεψε από τη Γαλατία στην Κιλικία για να αναλάβει τη μονοετή κυβερνήτη του στην Ταρσό.
39 π.Χ.
Ο Ρωμαίος στρατηγός Publius Ventidius νίκησε τους Πάρθους και τους συμμάχους τους στη «Μάχη των Κιλικιακών Πυλών».
50 μ.Χ.
Στο δεύτερο και το τρίτο ιεραποστολικό ταξίδι τους, ο Παύλος και ο Βαρνάβας πιθανότατα πέρασαν από τις Κιλικιακές Πύλες.
117 μ.Χ.
Ο Αδριανός πέρασε από τις Πύλες της Κιλικίας, όπως υποδεικνύεται από μια οδοιπορική επιγραφή που βρέθηκε στη Ρώμη.
175 μ.Χ.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος και η σύζυγός του, Φαυστίνα η Νεότερη, πέρασαν από εκεί. Όπως προαναφέραμε, η Φαυστούπολη πήρε το όνομα από την Φαυστίνα που πέθανε εκεί.
194 μ.Χ.
Ο Σεπτίμος Σεβήρος πέρασε από τις Πύλες της Κιλικίας.
217 μ.Χ.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλα διεύρυνε το πέρασμα και βελτίωσε τον δρόμο Via Tauri.
7–11ος αιώνας μ.Χ.
Το πέρασμα λειτουργούσε ως σύνορο μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών, γι’ αυτό συχνά γινόταν αδιάβατο λόγω της τοποθέτησης του με κομμένους βράχους από ψηλά.
12–13ος αιώνας μ.Χ.
Οι σταυροφόροι πέρασαν στο δρόμο τους προς την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ. Την αποκαλούσαν «Πύλη του Ιούδα», γιατί ήταν εχθρός της υπόθεσης τους.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ GÜLEK
Τρία χιλιόμετρα νότια του περάσματος στην πλευρά της Κιλικίας, βρίσκεται το Κάστρο Gülek. Από την κορυφή του, στα 1.600 μέτρα, ατενίζει κανείς τις Πύλες της Κιλικίας και ολόκληρη τη διαδρομή από την Καππαδοκία στην Κιλικία. Οι βυζαντινές και αραβικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τη φυσική θέα και το ερειπωμένο κάστρο χρονολογείται από το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας (12ος και 13ος αιώνας).
Για το κάστρο αυτό, ελπίζω να αναφερθούμε όταν μετά από την Καππαδοκία περάσουμε στην Κιλικία, αφού φυσικά προηγουμένως περάσουμε από την περιοχή Ικονίου, που συνδεόταν θρησκευτικά με την Καππαδοκία μέσω της Μητρόπολης Ικονίου.
*Συγγραφέας – Ιστορικός ερευνητής