Καθώς πλησιάζουμε στο Δωδεκαήμερο, οι φωνές, τα γέλια και τα τραγούδια των Μωμόγερων ηχούν όλο και πιο δυνατά στα αυτιά μας. Δε θα αργήσει η ώρα όπου οι αυλές και τα στενοσόκακα των Τοπικών Κοινοτήτων του Νομού Κοζάνης θα γεμίσουν με κόσμο και οι οικοδεσπότες θα περιμένουν με λαχτάρα να φιλοξενήσουν και να κεράσουν τσίπουρο και διαφόρων ειδών νοστιμιές και γλυκίσματα τους επισκέπτες και τον χοροθεατρικό όμιλο των Μωμόγερων. Τι είναι όμως οι Μωμόγεροι; Τι κάνουν και σε τι αποσκοπούν; Ποια είναι η θέση τους στο χώρο και το χρόνο της μακραίωνης ελληνικής παράδοσης; Πώς και από πού έφτασαν στα χωριά της Κοζάνης; Τα ερωτήματα σίγουρα είναι πολλά και συνεχώς προκύπτουν καινούργια, αφού το χοροθεατρικό δρώμενο των Μωμόγερων διαδίδεται με ραγδαίους ρυθμούς και προκαλεί το ενδιαφέρον λαογράφων, διδακτορικών και μεταπτυχιακών φοιτητών, ακόμη και απλών θιασωτών της παράδοσης και του χορού. Ας προσπαθήσουμε να τα βάλουμε όλα σε μία σειρά, συνδυάζοντας βιωματικές εμπειρίες του αρθρογράφου από τη συμμετοχή του εδώ και 30 χρόνια περίπου στη τέλεση του δρωμένου στον Τετράλοφο Κοζάνης, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα λαογραφική αποτύπωση και καταγραφή του εθίμου.
Τα Μωμo’έρια ή Κοτσαμάνια, όπως επίσης είναι γνωστά, είναι ένα πανάρχαιο ποντιακό εθιμικό δρώμενο, που έφεραν στη μητροπολιτική Ελλάδα, οι πρόσφυγες Έλληνες του Πόντου μαζί με τη διάλεκτο, τους χορούς και τα τραγούδια τους, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923. Αναλύοντας τον όρο Μωμοέρια, συναντάμε δύο συνθετικά: τη λέξη “Μώμος” και τη λέξη “γέρεα” (=ιερείς). Ο Μώμος στην αρχαία Ελλάδα , ήταν ο θεός του γέλιου και της σάτιρας. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη “μω”, ομηρικό ρήμα που σημαίνει: “αναζητώ, ψάχνω να βρω ελάττωμα”. Σήμερα η λέξη συναντάται στην ποντιακή διάλεκτο:
“μω το νόμο σ’” (=ψάχνω να βρω το δίκιο σου, ψάχνω να βρω το σωστό).
Το δεύτερο συνθετικό της λέξης Μωμοέρια είναι το “γέρεα-γέρια-ιέρια” και πιθανότατα αναφέρεται στους ιερείς του Μώμου, τους ακολούθους του στη μεγάλη βακχική γιορτή που τελούνταν προς τιμήν του κάθε χρόνο την περίοδο του Δωδεκαημέρου.
Οι νεότεροι λαογράφοι και μελετητές του εθιμικού δρωμένου των Μωμόγερων (στις διάφορες παραλλαγές του), όπως ο σπουδαίος Δημοσθένης Οικονομίδης (1858-1938), το περιγράφουν ως μία σειρά από εθιμικές, ευετηριακές τελετές που αποβλέπουν με τη χρήση μαγικοθρησκευτικών μέσων λατρείας, καθώς και με συμβολικές πράξεις και σκηνές σχετικές με τον κύκλο των φυσικών φαινομένων (νέκρωση της φύσης το χειμώνα, προσμονή της ανάστασης την άνοιξη), στην παράκληση της φύσης για καρποφορία.
Όλες αυτές οι εκδηλώσεις που ως κύρια μορφολογικά χαρακτηριστικά τους είχαν τη μάσκα και τη μεταμφίεση, στον Πόντο λέγονταν Μωμόγεροι. Στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο του Πόντου, υπήρχαν πολλές παραλλαγές των Μωμόγερων, με διάφορες ονομασίες όπως οι Κατσικάδες, στην περιοχή Σαμψούντας, τα Κόσια στη Χαρίαινα Αργυρούπολης και τα Μωμοέρια στο Σταυρίν και τη Ματσούκα. Στην πιο λαμπρή και εντυπωσιακή του μορφή, όμως, το εθιμικό αυτό δρώμενο, συναντιόταν στην περιοχή της Λιβεράς και των γύρω χωριών (Καπίκιοϊ, Άγουρσα, Δανίαχα, Κοσπιδί Χατζάβερα κ.ά), με την ονομασία Κοτσαμάνια.
Η Λιβερά (Yazlikoy σήμερα) ήταν ένα από τα πιο σημαντικά και ιστορικά χωριά της Ματσούκας (επαρχία Ροδοπόλεως, Νομός Τραπεζούντας). Από το 1862 αποτελούσε έδρα της νεοσύστατης Μητρόπολης Ροδοπόλεως, είχε 18 μαχαλάδες και περίπου 450 χριστιανικές οικογένειες. Ελάχιστες οικογένειες μουσουλμάνων ζούσαν εκεί και αυτές μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο. Από τα μέσα περίπου του 15 αι. μ.Χ., απολάμβανε ιδιαιτέρων προνομίων ελευθερίας και αυτονομίας, ως τόπος καταγωγής της Μαρίας (γνωστής και ως Γκιούλ – Μπαχάρ = ρόδο της άνοιξης), γυναίκας του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ και μητέρας του διαδόχου του Σελίμ Α’, της οποίας ο τάφος και ένα τζαμί αφιερωμένο στην μνήμη της, υπάρχουν μέχρι και σήμερα στην Τραπεζούντα. Εκμεταλλευόμενοι τις ιδιόμορφες αυτές συνθήκες της περιοχής (σχεδόν απόλυτη ελευθερία έκφρασης των εθνικών φρονημάτων και πεποιθήσεων, έντονα πλειοψηφικό ελληνικό στοιχείο), καθώς και τη διαφαινόμενη κατάρρευση της άλλοτε κραταιής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την επισκέπτονται, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, άνθρωποι του πνεύματος (κυρίως δάσκαλοι) από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, οι οποίοι ιδρύοντας και στελεχώνοντας ελληνικά σχολεία στην περιοχή και καταφεύγοντας και σε άλλου είδους δραστηριότητες (όπως η τέλεση θεατρικών και άλλων πολιτιστικών παραστάσεων), επιχειρούν την ανάταση του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων της περιοχής και του Πόντου γενικότερα, προσμένοντας και ευελπιστώντας σε μελλοντική ευκαιρία απευθείας σύνδεσης με τη Μητέρα Ελλάδα. Μία από αυτές τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, ήταν και η ετήσια τέλεση του εθιμικού δρωμένου των Μωμόγερων κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου. Πολύ σύντομα, η φήμη των φουστανελοφόρων “Κοτσαμάνων” (ο 12μελής όμιλος των οποίων προστέθηκε μάλλον εκείνη την περίοδο στο υπόλοιπο τμήμα του θιάσου) και των υπόλοιπων Μωμό’ερων, με τις εντυπωσιακές φορεσιές και το αρχέγονο στυλ χορού, εξαπλώθηκε και στα γύρω χωριά και αντίστοιχοι θίασοι άρχισαν να εμφανίζονται και στο Καπίκιοϊ, στο Κοσπιδί, στη Δανίαχα, στην Άγουρσα κ.ά. Στο τέλος των εκδηλώσεων δε, όλοι οι θίασοι κατέβαιναν στην κοντινή πόλη της Ματσούκας (σημερινό Τσεβιζλούκ), για μία τελική μεγάλη παράσταση. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του, καταγόμενου από τη Λιβερά της Ματσούκας, Χρύσανθου Δημητριάδη στην εργασία που κατέθεσε στην Ποντιακή Εστία:
«Ήτο δε χάρμα οφθαλμών και ψυχής, να βλέπει κανείς 150-200 φουστανελοφόρους, ντυμένους καλά και αρματωμένους, να παρελαύνουν ή να χορεύουν στις πλατείες και στους δρόμους της Υποδιοικήσεως και να τραγουδούν ελληνικά και ποντιακά τραγούδια».
Αντίστοιχη προφορική μαρτυρία της έντασης και του πάθους που διακατείχε τους τελετουργούς και τους θεατές του δρωμένου, έχουμε και από το Φιλιππίδη Γεώργιο (Φίλπογλης), ο οποίος σε ηλικία περίπου 30 ετών (γεννηθής το 1895 στον Πόντο), υπήρξε ο πρώτος αρχηγός του θιάσου στον Τετράλοφο Κοζάνης. Οι Τούρκοι, μας έλεγε, βλέποντάς τους να χορεύουν αντικριστά σαν να χτυπιούνται, έλεγαν χαρακτηριστικά:
“Του σκυλ’ τα παιδία θα σκοτούνταν αναμεταξύν ατούν!”
Την ιδιαιτερότητα της παραλλαγής των Μωμόγερων της Λιβεράς και των γύρω χωριών, μας καταθέτει και ο Ι. Αβραμάντης (1890-1976) στην Ποντιακή Εστία:
«Σο Καπίκιοϊ και ση Λιβερά εγίνουσαν Μωμοέρια τα κάλαντα, εφόρνανε ελλενικόν φορεσίαν, με φουστανέλλας και περικεφαλαίας».
Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι κάτοικοι της Λιβεράς και των γειτονικών χωριών, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και να μετεγκατασταθούν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Ένα μεγάλο μέρος του χωριού (περίπου 70 οικογένειες), μαζί με αρκετές οικογένειες και από το γειτονικό Καπίκιοϊ (επίσης περίπου 70 στον αριθμό), εγκαταστάθηκαν στον Τετράλοφο Κοζάνης, στα τέλη του 1923. Εκεί συνάντησαν 25 οικογένειες προσφύγων από τη Θράκη (συγκεκριμένα από το χωριό Πάνιδος, κοντά στη Ραιδεστό), οι οποίοι είχαν έρθει στο χωριό ένα χρόνο πριν, το 1922. Αποτελούσε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση οικογενειών προσφύγων, με καταγωγή από τη Λιβερά, στον ελλαδικό χώρο. Αρκετές σε αριθμό οικογένειες εγκαταστάθηκαν και στο χωριό Ασβεστόπετρα (σήμερα τελείται και εκεί το δρώμενο με την ονομασία “Κοτσαμανλάρ’”), ενώ μικρότερες ομάδες εγκαταστάθηκαν στη Νέα Λιβερά Σπάρτης, στο Καρυοχώρι Πτολεμαΐδας, στο Ροδοχώρι Ημαθίας, στα Κομνηνά και στο χωριό Λιβερά της Κοζάνης. Ομοίως, οικογένειες και από τα γειτονικά χωριά της Λιβεράς όπου τελούνταν η συγκεκριμένη παραλλαγή των Μωμόγερων όπως το Καπίκιοϊ, η Άγουρσα, η Δανίαχα, η Χατζάβερα κ.ά., εγκαταστάθηκαν σε διάφορα άλλα χωριά κυρίως του νομού Κοζάνης, όπως το Πρωτοχώρι, τα Αλωνάκια, το Ρυάκιο, κ.ά. Μεταξύ αυτών που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο, υπήρξαν ορισμένοι που ήταν πρωταγωνιστές του εθίμου στην πατρίδα τους (την ορεινή περιοχή της Ματσούκας) όπως στα Κομνηνά ο Ταπαντζίδης Νικόλαος (Ταπαντζόγλης) και ο Φιλιππίδης Γεώργιος (Φίλπογλης) στον Τετράλοφο Κοζάνης (που σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, διατέλεσαν αρχηγοί κατά την τέλεση του εθίμου και στη Λιβερά του Πόντου), ο Κοκκινίδης Ευστάθιος στα Αλωνάκια, ο Ζαρομυτίδης (Ζαρομίτς’) στην Ασβεστόπετρα, ο Χρυσοστομίδης Χρυσόστομος στο Καρυοχώρι, ο Αδαμίδης Νικόλαος στο Πρωτοχώρι κ.ά., οι οποίοι από τα πρώτα χρόνια τους στον καινούργιο τόπο διαμονής, οργανώνουν τους ομίλους τους και από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 αρχίζουν σιγά σιγά να τελούν το έθιμο στους νέους χώρους εγκατάστασής τους. Η γρήγορη οργάνωση και τέλεση του δρωμένου στις νέες εστίες των προσφύγων ήταν δυνατή μιας και ερχόμενοι στην μητροπολιτική Ελλάδα έφεραν μαζί τους και λιγοστά αντικείμενα μεγάλης αξίας και σημασίας γι’ αυτούς όπως εικόνες, σκεύη, ρούχα, εγκόλπια και περικεφαλαίες Κοτσαμάνων.
Ειδικότερα στην Τοπική Κοινότητα Τετραλόφου, οι καινούργιοι κάτοικοί του, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο, παραμένοντας πιστοί στα βασικά πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά τους, οργανώνονται και ετοιμάζουν τον πρώτο όμιλο Κοτσαμάνων, ο οποίος σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες ατόμων της 1ης και 2ης προσφυγικής γενιάς, το Δεκέμβρη του 1924, ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή τους στο χωριό όπως χαρακτηριστικά λεγόταν, αρχίζει τη δράση του στο νέο τόπο διαμονής τους, με πρώτο αρχηγό τον Φιλιππίδη Γεώργιο (Φίλπογλης). Ντοκουμέντα που μαρτυρούν την τέλεση του εθίμου από την πρώτη στιγμή εγκατάστασης των προσφύγων στο νέο τόπο κατοικίας τους, βρίσκουμε από το 1927 ακόμη (φωτογραφικό υλικό στο αρχείο του Μορφωτικού Λαογραφικού Συλλόγου Τετραλόφου), ενώ μαρτυρίες κατοίκων της πρώτης προσφυγικής γενιάς μας διηγούνται τον τρόπο και τις δυσκολίες που συνάντησαν τα πρώτα χρόνια, ιδιαίτερα στην κατασκευή των στολών, εξαιτίας της έλλειψης πρώτων υλών. Η προετοιμασία για την επόμενη χρονιά, άρχιζε σχεδόν αμέσως μετά το τέλος των παραστάσεων,ώστε να καλυφθούν τα όποια κενά είχαν διαπιστωθεί και οι δυσκολίες που παρουσιάστηκαν. Αντίστοιχοι θίασοι εμφανίστηκαν και σε άλλα χωριά της περιοχής, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 έως και τις αρχές του 1930. Ενδεικτικά αναφέρονται με αλφαβητική σειρά ο Αγ. Δημήτριος, τα Αλωνάκια, η Ασβεστόπετρα, το Καρυοχώρι, τα Κομνηνά, το Πρωτοχώρι και η Σκήτη, που μαζί με τον Τετράλοφο, αποτέλεσαν τον βασικό πυρήνα βιωματικών χωριών που συνέδραμαν στη σχεδόν αναλλοίωτη διατήρηση και εξάπλωση του δρωμένου έως και τις μέρες μας και την ένταξή του πρώτα στον Εθνικό και κατόπιν στον Παγκόσμιο Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO το Νοέμβριο του 2016, ως το 1ο ελληνικό έθιμο που έλαβε τη συγκεκριμένη τιμή. Αναμφίβολα, η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση τόσο πολλών ομίλων, σε διαφορετικά σημεία του Νομού Κοζάνης, αποτελεί ατράνταχτο παράδειγμα της σημασίας του δρωμένου για τους πρόσφυγες της ορεινής περιοχής της επαρχίας Ροδοπόλεως, της Ματσούκας του Πόντου.
Επιθυμία όλων των νέων ήταν να συμμετέχουν στο έθιμο όσο το δυνατόν πιο σύντομα και αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για όποιον εξασφάλιζε πρόσκληση για συμμετοχή. Αμέσως, αυτός και η οικογένειά του ξεκινούσαν τις ενέργειες για την ολοκλήρωση της στολής του Κοτσιαμάνου ή άλλου μέλους του θιάσου (ανάλογα με τον ρόλο που του ανέθεταν), μιας και η ενδυμασία αποτελούσε προσωπική περιουσία του κάθε μέλους (στόλισμα γιλέκων με περίτεχνο τρόπο, διπλοραμένες φουστανέλες και φανταχτερές περικεφαλαίες).
Η συμμετοχή στο έθιμο συνεχίζεται έως τις μέρες μας με τον ίδιο τρόπο. Η μεγάλη επιθυμία των κατοίκων για συνεχή τέλεση κατ’έτος και το δέος που διακατέχει όσους το παρακολουθούν, δημιουργούν μια βιωματική σχέση με το δρώμενο, που είναι βέβαιο οτι δεν μπορεί να ανακοπεί με κανέναν τρόπο και καθιστά βέβαιη τη συνέχισή του κατά απόλυτα παραδοσιακό τρόπο. Από τότε, το εθιμικό δρώμενο των Κοτσαμάνων (Μωμόγεροι), τελείται στα χωριά της Κοζάνης, αδιαλείπτως σε ετήσια βάση έως τις μέρες μας…
Σήμερα το δρώμενο συνεχίζεται από νέους της τέταρτης, πλέον, γενιάς, διατηρώντας, όμως, απαράλλαχτο τον ψυχαγωγικό, ευετηριακό, γονιμικό και μαγικοθρησκευτικό του χαρακτήρα. Όλα τα μέλη του θιάσου είναι νέοι άνδρες, όπως και στη Λιβερά του Πόντου, οι οποίοι εντάσσονται στον όμιλο με βιωματικό τρόπο και μας βεβαιώνουν ότι το δρώμενο θα συνεχίσει να τελείται με αναλλοίωτη την παραδοσιακή του μορφή και στο μέλλον. Χρειάζεται λοιπόν, για να μπορεί να συμμετέχει κανείς στον πολυμελή αυτό θίασο, να είναι μυημένος στο χορό από την παιδική του ηλικία, να έχει βιώσει για πολλά χρόνια το έθιμο σε όλες του τις εκφάνσεις και όταν αποκτήσει μια βιωματική σχέση τέτοιου μεγέθους, που να τον καθιστά επαρκή να ανταποκριθεί στο ρόλο του (αυτόν του τελετουργού κατ’ ουσίαν και όχι απλά ενός χορευτή), τότε να του απευθύνεται η τιμητική πρόσκληση για συμμετοχή στο έθιμο. Τιμητική η συμμετοχή στο σχήμα και παράλληλα τεράστια η ευθύνη ως συνεχιστή του παραδοσιακοιύ αυτού εθίμου.
Η χορευτική δράση πρέπει να είναι γρήγορη και πειθαρχημένη ώστε να δημιουργηθεί θέαμα αρμονικό και αισθητικά άψογο, γιατί μόνο μ’ αυτό τον τρόπο θα αποσπάσουν, οι χορευτές, κολακευτικά σχόλια.
Ο πρώτος χορός στήνεται μπροστά στην εκκλησία του χωριού (σε αντιστοιχία με τη συνήθεια να ξεκινούν οι εκδηλώσεις στη Λιβερά του Πόντου από το προαύλιο του Αγίου Γεωργίου, της μητροπολιτικής εκκλησίας του χωριού). Ακούγεται το πρώτο παράγγελμα ‘’Τιζουρούμ’’,οι Κοτσιαμάν τοποθετούνται στην σειρά σε πολύ αραιή διάταξη και ξεκινούν από την ανατολική άκρη του χωριού. Στη συνέχεια με το σύνθημα ‘’Σέσλεϊ πουλίμ,σέσλεϊ’’ οι Κοτσιαμάν κραυγάζουν ω-ω-ω-χο-χο-χο και αφού χορέψουν και έξω από τα νεκροταφεία (αποτίοντας φόρο τιμής σε όσους δεν είναι πια εν ζωή), ξεκινούν από τις αυλές των πρώτων σπιτιών: ’’Aρς’ ’(ξεκινάμε), ”Tίζουρουμ’’ (στη σειρά), ’’Κούπα’’ (σκυφτά, τα γόνατα με το κορμί όρθιο), ’’Ικερια’’ (πίσω), ’’Ιλερια’’ (μπροστά), ’’Γιεργελίτσια-Γιεργεριντε’’ (επί τόπου), ’’Σέρτια’’ (έντονα-δυνατά), ’’Χάρμαλαϊ’’ (στροφή επί τόπου), ’’Πιρ-ταχα’’ (άλλη μία φορά), ενώ συνεχίζουν αλλάζοντας το κυκλικό σχήμα σε παράλληλο: ’’Τσιφτελούμ ή ντούμπλε’’ (κάντε δυάδες), ’’Γιεργιεριντέ’’ (επίτόπου), ’’Καρς’’ (αντικριστά), ‘’Ατσουλουμ’’ (αραιώστε), ’’Τόλισμαν καρς‘’ (περάστε απέναντι με περιστροφή), ’’Σάλα’’ (κουνηθείτε), ‘’Σέρτια’’ (δυνατά), ’’Γετέρ’’ (τέλος-φτάνει), ’’Σεσλεϊμ κοτσιαμάν σεσλεϊμ” (όλοι μαζί φωνάζουν παρατετεμένα ω-ω-ω-χο-χο-χο).
Τα παραγγέλματα που χρησιμοποιούνται έως και στις μέρες μας, είναι τούρκικες λέξεις, όπως έχουν μεταφερθεί στον 21 αιώνα μέσω της προφορικής παράδοσης. Ο όμιλος γυρνάει ένα-ένα όλα τα σπίτια του χωριού και σύμφωνα με τα πρότυπα και τους κανόνες της πατρίδας, μοιράζει ευχές για υγεία και καλή χρονιά. Οι κάτοικοι περιμένουν με ανυπομονησία την ευχάριστη και απαραίτητη γι’αυτούς επίσκεψη, προετοιμάζοντας μεζέδες και κεράσματα με τη συνοδεία ποτού (συνήθως τσίπουρο), ενώ πολύ συχνά συμμετέχουν στο χορό ή στις αυτοσχέδιες σκηνές των θεατρικών μορφών του θιάσου (π.χ. κλέψιμο νύφης, πειράγματα με το γέρο ή το διάβολο), ώστε να ολοκληρωθεί το τελετουργικό και δωρίζοντας κάποιο συμβολικό αντίτιμο στον όμιλο, αισθάνονται ότι πλέον μπορούν να ατενίζουν τη νέα χρονιά που έρχεται με αισιοδοξία και χαμόγελο.
Ο θίασος, στην ολοκληρωμένη του μορφή, αποτελείται από τον αρχηγό και τη χορευτική ομάδα των φουστανελοφόρων (δώδεκα Κοτσαμάνοι), τη θεατρική ομάδα των Μωμόγερων (τον γέρο, τον διάβολο, τη νύφη, τη γριά, τον τσιανταρμά, τον γιατρό, τον δισακά) και τους μουσικούς. Οι μουσικοί είναι συνήθως δύο (ένας με νταούλι και ένας με αγγείο ή λύρα), ενώ εάν υπάρχουν και άλλοι στην ομήγυρη εναλλάσσονται, ώστε να μην υπάρχουν διακοπές λόγω κόπωσης και να συμμετέχουν όλοι. Όπως ήδη αναφέρθηκε, κύρια συνοδευτικά όργανα είναι η λύρα και το αγγείο, κυριαρχεί όμως ο ήχος του αγγείου όπως και στον Πόντο, λόγω κυρίως της ακουστικής του οξύτητας.
Οι δώδεκα Κοτσαμάνοι ντύνονται με φουστανέλες, φοράνε περικεφαλαίες, ταραπουλούζια (=ζωνάρια), λευκά πουκάμισα, γιλέκα με επωμίδες, στολισμένα με πολύχρωμα υφασμάτινα λουλούδια και διάφορα άλλα στολίδια όπως αλυσίδες, εγκόλπια, φλουριά (πολλά από τα οποία έφεραν οι παππούδες τους από τον Πόντο), λευκό σώβρακο και μακριές, μαύρες μάλλινες κάλτσες (ορτάρεα) που φτάνουν έως το γόνατο. Ξεχωρίζουν τα καθρεφτάκια, όμορφα και προσεκτικά τοποθετημένα στις περικεφαλαίες, σύμβολα του φωτός, γενεσιουργού δύναμης της φύσης και της αέναης μάχης της μέρας και της νύχτας στον ετήσιο κύκλο εναλλαγής των εποχών, σύμφωνα με την άποψη σημαντικών μορφών της λαογραφίας όπως ο Μελίκης Γεώργιος (γνωστός και από τις λαογραφικού περιεχομένου εκπομπές του στη Δημόσια Τηλεόραση) και ο Δρανδάκις Ελευθέριος, επί χρόνια καλλιτεχνικός Διευθυντής του Λυκείου Ελληνίδων της Αθήνας. Στα χέρια τους κρατάνε όλοι πολύχρωμες ξύλινες βέργες και φοράνε μαύρα μποτάκια (στον Πόντο φορούσαν τα πατροπαράδοτα τσαρούχια, όμως στις μέρες μας για λόγους λειτουργικούς, αντικαταστάθηκαν και χρησιμοποιούνται μόνο σε παρουσιάσεις σε εσωτερικούς χώρους). Οι νύφες σήμερα φοράνε σύγχρονα νυφικά, ενώ στη Ματσούκα είχαν στο λαιμό και ένα περιδέραιο φτιαγμένο από διάφορους ξηρούς καρπούς, σύμβολο γονιμότητας και καρποφορίας. Η αρπαγή τους μας θυμίζει την αρπαγή της Περσεφόνης (κόρη της θεάς Δήμητρας) από τον θεό του κάτω κόσμου Πλούτωνα, που αποτέλεσε το μύθο με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν στην εναλλαγή των εποχών κατά τη διάρκεια του έτους. Η απογοητευμένη και απελπισμένη Δήμητρα σταμάτησε να δίνει καρπούς και η γη ξεράθηκε. Όλη η οικουμένη κινδύνεψε να αφανιστεί από ασιτία. Οι άνθρωποι και τα ζώα έφτασαν σε κατάσταση απόγνωσης και ο Δίας, εισακούοντας τις ικεσίες τους μεσολάβησε και υποχρέωσε τον Πλούτωνα να αφήσει την Περσεφόνη να επιστρέψει στην μητέρα της. Ο Πλούτωνας όμως ξεγέλασε την κόρη και της έδωσε να φάει ένα ρόδι, με αποτέλεσμα να είναι με τη μητέρα της στον επάνω κόσμο για 6 μήνες και τους υπόλοιπους 6 να επιστρέφει στον άντρα της στον κάτω κόσμο. Παρατηρούμε επομένως, ότι το δρώμενο έχει παντού έντονα ευετηριακά και γονιμικά στοιχεία. Ο γέρος φέρει ψεύτικα άσπρα γένια, τούρκικη βράκα και φέσι, κρατάει ξύλινο σπαθί και στην πλάτη κουβαλάει σακί με άχυρα, προκαλώντας και αυτός γέλιο και ευθυμία στους παρευρισκόμενους. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις προκαλεί την οργή της γριάς που διαπληκτίζεται μαζί του, ενώ το κοινό τον χλευάζει και βάζει φωτιά στο τσουβάλι που κουβαλά στην πλάτη. Αυτός τρέχει ανάμεσα στο πλήθος προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση και πέφτει με κωμικό τρόπο ανάσκελα για να σβήσει τη φωτιά η οποία έχει πλέον φουντώσει (κατά πολλούς υποδηλώνει την αλλαγή του χρόνου). Η γριά, ντυμένη ανάλογα συμμετέχει με τον δικό της τρόπο στην ψυχαγωγία του κοινού. Ο διάβολος κάνει αισθητή την παρουσία του αυτοσχεδιάζοντας με τους θεατές και κυρίως με τον νοικοκύρη κάθε σπιτιού, διαπράττοντας σκανδαλιές που προκαλούν γέλιο και ευθυμία.Ο γιατρός εξετάζει τη νύφη μετά από κάθε αρπαγή της, διαπιστώνει τον βαθμό κακοποίησής της και παραπέμπει την διάγνωση στον τσιανταρμά (=αστυφύλακα), ο οποίος καθορίζει κατά περίπτωση τα επιβαλλόμενα πρόστιμα (μπαξίσι) και τα εισπράτει ή σε περίπτωση άρνησης του δράστη να πληρώσει, επιβάλλει την τιμωρία (συνήθως κρέμασμα από κάποια κλαδί δέντρου και άναμα φωτιάς από κάτω έως ότου παραδεχτεί το σφάλμα του και δεχτεί να πληρώσει). Τέλος, ο Δισακάς συγκεντρώνει το μπαξίσι ή ότι άλλο προσφέρουν οι οικοδεσπότες στον όμιλο (κεράσματα κτλ). Όλα τα μέλη του θιάσου είναι αυστηρά μόνο άντρες, σύμφωνα με τις παραδοχές του εθίμου, οι οποίοι αυτοσχεδιάζοντας επινοούν σύγχρονους τρόπους ώστε να προκαλούν γέλιο και να παρέχουν ψυχαγωγία στους παρευρισκόμενους.
Όπως φαίνεται από τις παραπάνω περιγραφές, ο ευετηριακός χαρακτήρας του δρωμένου και οι συμβολισμοί του, αναδύονται μέσα από τις αυτοσχέδιες θεατρικές σκηνές και διαλόγους των μελών του θιάσου (τόσο του χορευτικού, όσο και του θεατρικού τμήματος) και την αλληλεπίδραση αυτών με τον κόσμο και το νοικοκύρη, η συμμετοχή των οποίων αποτελεί βασικό και απαραίτητο στοιχείο του όλου τελετουργικού. Πολύ ιδιαίτερη και χαρακτηριστική είναι και η σκηνή κατά την οποία, όταν ο χορός βρίσκεται σε ύφεση και υπάρχει επιθυμία του νοικοκύρη, ο αρχηγός και ένας Κοτσιαμάνος χορεύουν μαζί με την νύφη μπροστά στον οικοδεσπότη. Μετά από λίγο, η νύφη ρίχνει το μαντήλι της στον ώμο του, αυτός το παίρνει και εκφράζοντας μία ευχή το επιστρέφει, αφού προηγουμένως δέσει μέσα σ’αυτό ένα φιλοδώρημα προς εκπλήρωση της επιθυμίας του (συνήθως συνέβαινε σε άτεκνα ζευγάρια). Μία άλλη συνηθισμένη σκηνή με χαρακτηριστική την εμπλοκή του κοινού, συμβαίνει κατά την αρπαγή της νύφης. Κατά την αρπαγή της νύφης, ο Κοτσιαμάνος σωματοφύλακάς της που αναλαμβάνει την ευθύνη εντοπισμού και επιστροφής της (συνήθως ο μικρότερος ή νεότερος του ομίλου των φουστανελοφόρων), πρέπει να προκαλεί τρόμο και δέος στους θεατές που παρακολουθούν και προσπαθούν να τον παρεμποδίσουν. Αυτό συνήθως το επιτυγχάνει υψώνοντας και κραδαίνοντας την βέργα που κρατά στο χέρι (στουράκ’), παραμερίζοντας το πλήθος που ενδεχομένως τον ενοχλεί. Η σύλληψη της νύφης αποτελεί βαριά υποχρέωση για τον Κοτσιαμάνο, διαφορετικά το τίμημα θα είναι βαρύτατο (ο όμιλος θα καταβάλει μπαξίσι για την επαναφορά της) και αυτό δεν υιοθετείται εύκολα από τους υπόλοιπους Κοτσιαμάνους και τον αρχηγό τους.
Ο χορός των Κοτσαμάνων, με την ιδιομορφία και την αρμονία του, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή στολή τους, προκαλεί δέος και θαυμασμό στους θεατές, βοηθώντας τους να δουν και να αισθανθούν πιο έντονα εκείνο που ενδεχομένως περιέχει και εκφράζει ο χορός και το έθιμο. Σημαντικός είναι ο ρόλος του αρχηγού, ο οποίος με τη σειρά και το ύφος που δίνει τα συνθήματα, πρέπει να αναδεικνύει σε υπέρτατο βαθμό τη χορευτική δράση και ικανότητα του θιάσου.
Αναπόσπαστο κομμάτι του δρωμένου, όπως ήδη έχει αναφερθεί, αποτελεί και ο κόσμος, ο οποίος ακολουθεί το θίασο, τραγουδάει, χορεύει και αναμιγνύεται μαζί του. Πρόκειται στην ουσία για ένα πολυπληθές θέατρο δρόμου, με πολλές οργανωμένες και αυτοσχέδιες σκηνές, που λαμβάνει χώρα στα σπίτια και τις αυλές των κατοίκων των κοινοτήτων.
Παρατηρώντας κανείς τον τρόπο τέλεσης του δρωμένου, με τις διάφορες χορευτικές φάσεις, τους αυτοσχέδιους διαλόγους και την αλληλεπίδραση τελετουργών και θεατών, θα μπορούσε να διακρίνει επαρκή στοιχεία ώστε να το χαρακτηρίσει ως την πλησιέστερη μορφή του αρχαίου θεατρικού είδους γνωστού ως Διθύραμβος. Ενδεικτικά στην εγκυκλοπαίδεια «Θησαυροί Γνώσεων» στον 3ο τόμο της, αναφέρονται τα εξής :
« Στην αρχαία Ελλάδα, πατέρας του δράματος ήταν ο Διθύραμβος, ένα χορικό τραγούδι αφιερωμένο στο Διόνυσο, που έψαλλαν, χορεύοντας γύρω από τον βωμό του Θεού, χορευτές μεταμφιεσμένοι σε Σάτυροι. Για το χορικό αυτό άσμα, δεν χρειάζονταν , φυσικά παρά ένας κυκλικός χώρος (αυλή, πλατεία, δρόμος), η ορχήστρα και οι θεατές που παρακολουθούσαν το έργο».
Επιπλέον, ο θεατρικός χαρακτήρας του δρωμένου, η τάση του να σατιρίζει πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής , η συμμετοχή του κόσμου και ο αυτοσχεδιασμός των θεατρικών προσώπων, του δίνουν την δυνατότητα συνεχώς να επικαιροποιείται, καθιστώντας το ανθεκτικό στο πέρασμα του χρόνου, με αποτέλεσμα σήμερα να αποτελεί τη μοναδική και ταυτόχρονα πιο καλοδιατηρημένη παραλλαγή από τις περίπου 55 που αναφέρει στη διδακτορική του διατριβή ο Χρήστος Σαμουηλίδης.
Ολοκληρώνοντας την περιγραφή και παρουσίαση του εθιμικού δρωμένου των Κοτσαμάνων, αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στη σπουδαιότερη και πιο ουσιαστική εμφάνιση που έχει κάνει ποτέ όμιλος από τα βιωματικά χωριά: την αναβίωση του δρωμένου στην πατρογονική του εστία, τη Λιβερά Ματσούκας στην Τουρκία, τον Ιανουάριο του 2009.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 2009, ένα λεωφορείο με 70 άτομα, στην πλειοψηφία τους κάτοικοι Τετραλόφου, αλλά και από τα υπόλοιπα βιωματικά χωριά, με καταγωγή από τη Λιβερά και το γειτονικό Καπίκιοϊ, διένυσαν οδικώς μία απόσταση 1900 χλμ, για να αναβιώσουν το σημαντικότερο έθιμο που τους κληροδοτήθηκε, ύστερα από 87 ολόκληρα χρόνια, στο χώρο όπου τελούνταν επί αιώνες. Η συγκίνηση τεράστια. Άρωμα ελληνικότητας ανάβλυζε παντού στην ατμόσφαιρα. Η κορύφωση ήρθε με το χορό των Κοτσαμάνων μπροστά στον Άγιο Γρηγόριο, την εκκλησία μπροστά από τα νεκροταφεία του χωριού. Η τρίτη και τέταρτη γενιά προσφύγων Λιβεριτών, απέδωσε φόρο τιμής και αιώνιας ευγνωμοσύνης στους προγόνους της, για όλα όσα τους κληροδότησαν. Παράλληλα, τους έστειλε μήνυμα, ότι όσα χρόνια και αν περάσουν, όσο μακριά και αν βρίσκονται, η καρδιά τους θα χτυπάει και εκεί, στη Λιβερά της Ματσούκας και θα χορεύει, στο σκοπό του αγγείου, τον αγέρωχο, περήφανο και ιδιόμορφο, πατροπαράδοτο χορό των Κοτσαμάνων…
“Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις την μνήμη του. Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του. Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν. Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμη πιο γρήγορα.”
Kundera Milan, 1929-2023
*Ιωάννης Πιλαλίδης, Διπλ. Πολιτικός Μηχανικός Α.Π.Θ, MsC Δ.Π.Θ., Υποψήφιος Διδάκτωρ Γεωτεχνικής Μηχανικής Α.Π.Θ. – Αρχηγός Κοτσαμάνων Τετραλόφου