Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μιλά για τον «Επιθεωρητή», το κοινό της Κοζάνης και τη σημασία του θεάτρου στην περιφέρεια
Για τρίτη φορά επιστρέφει στην Κοζάνη ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιώργος Παπαγεωργίου, αυτή τη φορά με την παράσταση «Ο Επιθεωρητής» του Νικολάι Γκόγκολ, σε διασκευή, σκηνοθεσία και μουσική δική του, η οποία κάνει πρεμιέρα την Κυριακή 6 Ιουλίου στο Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο Κοζάνης.
Με υλικά από το σύμπαν των περιοδεύοντων θιάσων και μια αισθητική που ακουμπά στο σύγχρονο λαϊκό παραμύθι, η παράσταση μεταφέρει τη Ρωσία του Γκόγκολ στη νεοελληνική πραγματικότητα, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε παραλληλισμούς – όλα μοιάζουν ήδη γνώριμα.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μιλά στο «Χ» για τη φετινή παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, τη δουλειά του, τη σημασία του θεάτρου στην περιφέρεια και τη σχέση του με το κοινό της πόλης.

Η σχέση του Γιώργου Παπαγεωργίου με τον Επιθεωρητή ξεκινά ήδη από το 2019, όταν άρχισε να μελετά το έργο με σκοπό να το σκηνοθετήσει. «Ξεκίνησα να το διαβάζω και να σχεδιάζω μια παράσταση με μια διαφορετική ματιά από ό,τι είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε. Ήθελα μια πιο σύγχρονη προσέγγιση, με χιούμορ επίκαιρο και μια ματιά που να μπορεί να αγγίξει τον κάθε άνθρωπο», σημειώνει.
Όπως λέει, πρόκειται για ένα έργο που «είναι πιο επίκαιρο από ποτέ – είναι σαν να γράφτηκε χθες». Αναφερόμενος μάλιστα στα πρόσφατα γεγονότα του ΟΠΕΚΕΠΕ, θυμάται χαρακτηριστικά: «Κοιταχτήκαμε με τους ηθοποιούς και καταλάβαμε ότι η παράσταση, το έργο και ο τρόπος που το ανεβάζουμε είναι συγκλονιστικά επίκαιρα. Μιλάει για τη λαμογιά των κρατικών υπαλλήλων. Είναι λες και έχει γραφτεί για την Ελλάδα του τώρα και όχι για την Τσαρική Ρωσία».
Ο «Επιθεωρητής» είναι ένα σατιρικό θεατρικό έργο του Νικολάι Γκόγκολ, που διαδραματίζεται στην Τσαρική Ρωσία και στηλιτεύει τη διαφθορά, την υποκρισία και την ανοησία της τότε κοινωνίας και γραφειοκρατίας. Η πλοκή εκτυλίσσεται γύρω από μια παρεξήγηση: ένας νεαρός δημόσιος υπάλληλος, ο Χλεστακώφ, θεωρείται από τους τοπικούς άρχοντες ως ο κρατικός επιθεωρητής που φτάνει στην πόλη για να διενεργήσει έλεγχο. Μέσα από αυτή την κωμική σύγχυση, το έργο ξεσκεπάζει με οξύ χιούμορ τα πρόσωπα και τους μηχανισμούς της εξουσίας.

«Συνολικά, η σάτιρα που κάνει ο Γκόγκολ είναι από εκείνες που σε κάνουν να γελάς και ταυτόχρονα να θέλεις να βάλεις τα κλάματα για τα χάλια μας», λέει ο Γιώργος Παπαγεωργίου, εξηγώντας πώς προσέγγισε το έργο. Εκείνο που τον συγκίνησε βαθιά, όπως παραδέχεται, είναι η ανθρώπινη ρωγμή που υπάρχει στους χαρακτήρες του Γκόγκολ.
«Στο πρόσωπο του Επιθεωρητή, ο οποίος είναι στην πραγματικότητα ένας απατεώνας, οι κάτοικοι της πόλης βλέπουν έναν ήρωα. Οραματίζονται πως αυτός ο άνθρωπος θα έρθει και μέσα από τη δωροδοκία θα τους εξασφαλίσει μια μεγάλη ζωή. Δεν ήθελα να κάνω μια καταγγελτική παράσταση για τη διαφθορά. Ήθελα, μέσω αυτής, να κατανοήσω τα κίνητρα των ανθρώπων, την ανάγκη τους για μια καλύτερη ζωή, για μια ουτοπία που περίμεναν να έρθει και να τους απαλλάξει από τη μιζέρια», σημειώνει.
Στόχος του, όπως λέει, ήταν μέσα από το φινάλε να γεννηθεί μια σύνδεση του κοινού με αυτούς τους ήρωες: «Ήθελα, έστω και λίγο, οι θεατές να ταυτιστούν με αυτούς τους χαρακτήρες, που μπορεί να είναι λαμόγια και απατεώνες, αλλά αν κοιταχτούμε στον καθρέφτη, θα δούμε ότι δεν απέχουμε σχεδόν καθόλου από την Τσαρική Ρωσία του 1800 στο συγκεκριμένο ζήτημα». Όταν του ζητείται να περιγράψει την παράσταση με τρεις λέξεις, ο Γιώργος Παπαγεωργίου δεν διστάζει: «Επίκαιρη, φρενήρης και αποστομοτική».
«Να σου πω την αλήθεια, η σκέψη μου να προτείνω τον Επιθεωρητή βρήκε πρόσφορο έδαφος», λέει ο ίδιος. Όταν σχεδιάζει μια πρόταση για ένα έργο περιφερειακού θεάτρου που θα κάνει περιοδεία, όπως εξηγεί, υπάρχουν πάντα κάποιοι βασικοί άξονες που τον καθοδηγούν: «Βλέποντας τι ανεβαίνει φέτος στις περιοδείες, διαπίστωσα ότι υπάρχει τρομερή ανάγκη για κωμωδία. Σχεδόν ό,τι κυκλοφορεί –είτε στην Επίδαυρο είτε σε περιοδείες– είναι δράμα. Εγώ ήθελα να κάνω μια κωμωδία, ώστε ο θεατής να έχει τη δυνατότητα να περάσει ένα βράδυ γελώντας. Να γελάσει με χιούμορ που προέρχεται από έναν σπουδαίο συγγραφέα, από εξαιρετικούς ηθοποιούς και, ταυτόχρονα, από έναν σκηνοθέτη που έχει ενσωματώσει το χιούμορ της εποχής και της γενιάς του».
Η επιλογή του έργου δεν ήταν απλώς πρακτική αλλά και βαθιά συναισθηματική. «Πάντα πίστευα ότι τα ανοιχτά θέατρα θέλουν ανοιχτά έργα», σημειώνει. «Κάνω ακριβώς την ίδια δουλειά στην επαρχία με αυτή που θα κάνω στην Αθήνα. Με την ίδια υπευθυνότητα, τον ίδιο κόπο και, ταυτόχρονα, την ίδια αγωνία».
Μιλώντας για τη σχέση του με την περιφέρεια, η φωνή του αλλάζει. «Αγαπάω πάρα πολύ την επαρχία. Στην Κοζάνη έχω έρθει άλλες δύο φορές, το 2014 και το 2019. Επειδή είμαι από τη Θεσσαλονίκη, όταν βρίσκομαι στη Βόρεια Ελλάδα είναι σαν να γυρίζω σπίτι μου. Νιώθω συνδεδεμένος με τον τόπο, με τους ανθρώπους, με τον αέρα τους, με το χιούμορ και την ιδιοσυγκρασία τους. Νιώθω πιο κοντά».

Θυμάται χαρακτηριστικά την πρώτη του επίσκεψη στην Κοζάνη, έναν βαρύ χειμώνα. «Ήταν βράδυ και θυμάμαι έντονα την αίσθηση όταν μπήκα στο δωμάτιο που θα κοιμόμουν – είχε πολλή ζέστη λόγω της τηλεθέρμανσης. Ένιωσα ξαφνικά μια θαλπωρή. Μια αγκαλιά». Η εικόνα αυτή τον ακολουθεί ακόμη: «Συγκινήθηκα και τις δύο φορές με την προσέλευση του κόσμου. Πολύς και ωραίος κόσμος ήρθε να δει τις παραστάσεις. Πολύ ωραίο κοινό».
Οι αναμνήσεις του από την πόλη είναι γεμάτες εικόνες: «Έχω συνδέσει την Κοζάνη με την πλατεία, το καμπαναριό, τα μαγαζάκια στα στενά. Μου άρεσε να χαζεύω τα κτίρια, τους δρόμους. Η Κοζάνη για εμένα είναι ένας τόπος που με ηρεμεί. Κρατάω αυτή τη ζεστή θαλπωρή εκείνο το κρύο βράδυ. Αισθανόμουν ότι έφυγα από τη βαβούρα και την ένταση μιας απάνθρωπης πόλης».
Για τον Γιώργο Παπαγεωργίου, οι συνεργάτες και το κλίμα που δημιουργείται στην ομάδα είναι καθοριστικά. Δεν είναι απλώς μέρος της δουλειάς – είναι προϋπόθεση. «Έχω αρνηθεί δουλειές στο παρελθόν γιατί ένιωσα ότι το κλίμα δεν θα ήταν τόσο συνεργατικό όσο θα ήθελα για να κάνω σωστά τη δουλειά μου», παραδέχεται. Και συνεχίζει: «Τα παιδιά που θα δείτε στην παράσταση κουβαλιούνται κάθε μέρα σε ένα υπόγειο στην Αθήνα, με κέφι, με απίστευτα καλή διάθεση και με τρομερό επαγγελματισμό και συνεργατικότητα. Για εμένα, το κλειδί κάθε επιτυχίας ή κάθε ωραίας συνεργασίας είναι οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύεις. Και είμαι πάρα πολύ χαρούμενος που δούλεψα με αυτούς τους ηθοποιούς».
Με πάθος μιλά και για τα ΔΗΠΕΘΕ και το όραμα της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη. «Αν δεν υπήρχε το όραμα της Μελίνας Μερκούρη για τα ΔΗΠΕΘΕ, αυτή τη στιγμή η επαρχία θα ήταν καταδικασμένη θεατρικά. Δεν έχουν σωθεί μόνο τα ΔΗΠΕΘΕ – έχουν σωθεί οι τόποι. Έχει σωθεί η επαρχία», τονίζει. Και συνεχίζει με μια ευχή: «Ελπίζω οι νέες γενιές και ο κόσμος να το εκτιμούν αυτό. Ο πολιτισμός δεν είναι μια ευκαιριακή διασκέδαση. Θέλει χώρο για να αναπτυχθεί – είναι σαν ένα λουλούδι. Το παίρνεις και πρέπει να το φροντίζεις για να το βλέπεις να γίνεται όλο και πιο υγιές και να ψηλώνει». Γι’ αυτό και η στήριξη στα ΔΗΠΕΘΕ είναι για εκείνον ζήτημα πολιτιστικής επιβίωσης: «Τα ΔΗΠΕΘΕ θέλουν στήριξη από τον κόσμο. Πρέπει να τα τιμάει και να τα πιστεύει. Γιατί αν αυτά φύγουν και σταματήσουν να υπάρχουν, το μόνο που θα μείνει θα είναι οι περιοδεύοντες θίασοι».

Και τελικά, ποια είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή; Ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι σαφής: «Η μεγαλύτερη ανταμοιβή για εμένα είναι το κοινό που θα δει την παράσταση, όχι απλώς να περάσει καλά, αλλά να αισθανθεί ότι βλέπει κάτι πολύτιμο».
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr