Το πρόσφατο πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη (αρ. πρωτ. 364644/33380 και από 02-06-2025) αποσαφηνίζει αρκετά κρίσιμα σημεία των βεβαιώσεων, που εκδόθηκαν από τους Δήμους της Χώρας -συμπεριλαμβανομένου και του Δήμου Κοζάνης- εκτός της αποσβεστικής προθεσμίας των τριών ετών από την κτήση του νόμιμου τίτλου βεβαίωσης που θέτει ο Νόμος και που κατ’ ορθή εφαρμογή του ανακλήθηκαν στην πλειονότητά τους (χρηματικό ποσό περί τα 420.000,00 ευρώ) από την τρέχουσα Δημοτική Αρχή.
Ειδικότερα, ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει η ερμηνεία που παρατίθεται, αναφορικά με το πότε εκτήθη από την Διοίκηση –εν προκειμένω από τον Δήμο Κοζάνης– ο εκάστοτε τίτλος και για το εάν και εντός ποιου χρονικού διαστήματος θα έπρεπε να διεκδικηθούν τα απολεσθέντα τελικά για τον Δήμο Κοζάνης χρηματικά ποσά, ανερχόμενα, όπως προέκυψε από την σχετική έρευνα σε περίπου 420.000,00 ευρώ.
Συγκεκριμένα το πόρισμα αναφέρει:
«Από την εξέταση του μεγάλου πλήθους αναφορών, των οποίων έγινε αποδέκτης ο Συνήγορος του Πολίτη, ιδίως την τελευταία διετία, προκύπτει, ότι κρίσιμο ζήτημα, όσον αφορά την βεβαίωση και είσπραξη των προστίμων του Κ.Ο.Κ., αποτελεί το τι συνιστά νόμιμο τίτλο (από την απόκτηση του οποίου εκκινεί η τριετής αποσβεστική προθεσμία).
Δεδομένου, ότι δεν υπήρχε (ούτε υπάρχει ακόμα) ρητή νομοθετική πρόβλεψη περί της προθεσμίας ταμειακής βεβαίωσης των αυτοτελών προστίμων (όπως τα πρόστιμα του Κ.Ο.Κ.), το Υπουργείο Εσωτερικών με έγγραφά του κατά το παρελθόν και τις πρόσφατες προαναφερόμενες εγκύκλιες οδηγίες (534/2023 και 17729/2024), υπήγαγε αυτά στις διατάξεις του άρθρου 71 του ν. 542/1977.
Σύμφωνα με το άρθρο 71 ν. 542/1977:
«1. Η βεβαίωσις οιουδήποτε φόρου, τέλους, προστίμου, δικαιώματος ή εισφοράς υπέρ του Δημοσίου μετά των πάσης φύσεως προσθέτων και υπέρ τρίτων, ενεργείται εντός προθεσμίας τριών μηνών από της λήξεως του μηνός εντός του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαιώσεως. Η παράλειψις της βεβαιώσεως εντός της προθεσμίας ταύτης, συνιστώσα πειθαρχικόν αδίκημα, επισύρει, κατά των υπευθύνων, τας υπό του Ν. 1811/1951 “περί Κώδικος Καταστάσεως των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων”, ως ούτος τροποποιηθείς ισχύει,προβλεπομένας ποινάς.
Ανεξαρτήτως των υπό του προηγουμένου εδαφίου οριζομένων, η βεβαίωσις δύναται να ενεργηθή και μετά την πάροδον της τριμήνου προθεσμίας και ουχί πέραν των τριών ετών, από της λήξεως του έτους εντός του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαιώσεως».
Πάγια θέση του Συνηγόρου είναι ότι η πράξη βεβαίωσης παράβασης Κ.Ο.Κ. φέρει τα στοιχεία εκείνα που κατά το νόμο την καθιστούν νόμιμο τίτλο προς είσπραξη.
Συναφώς, στις σχετικές διατάξεις του άρ. 2 ΚΕΔΕ και του άρ. 51 π.δ. 16/89 ορίζεται ρητά ότι:«4. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ., για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω Κώδικας, νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) τα έγγραφα στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.)».
Επομένως, από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η πράξη βεβαίωσης παράβασης, στην οποία δεν προσδιορίζεται το πρόσωπο του παραβάτη αλλά αναγράφονται το ποσό και η αιτία, αποτελεί νόμιμο τίτλο. Ειδικότερα, ο νομοθέτης αναγνωρίζει τρεις περιπτώσεις νόμιμων τίτλων, στις δε δύο από αυτές (περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παρ. 4 του άρ. 2 ΚΕΔΕ) προβλέπεται η ύπαρξη νόμιμου τίτλου και χωρίς τα στοιχεία του οφειλέτη, με μόνη την οφειλή και ενδεχομένως και το ποσό αυτής, όπως ακριβώς συμβαίνει συνήθως στις πράξεις βεβαίωσης παράβασης για παράνομη στάθμευση, όπου αναγράφεται το οφειλόμενο ποσό και η οφειλή ως προς την αιτία της (παράβαση συγκεκριμένων διατάξεων Κ.Ο.Κ.). Αναφέρονται, δε, στην κλήση και τα στοιχεία του οχήματος, και με βάση αυτό, ακόμα και αν κατά τη στιγμή της έκδοσης του νόμιμου τίτλου, δεν είναι γνωστό στο αστυνομικό όργανο, ωστόσο είναι βέβαιο και γνωστό στη διοίκηση εν γένει το όνομα και του παραβάτη-κυρίου του οχήματος. Τούτων δοθέντων, η θέση του Συνηγόρου του Πολίτη είναι, ότι η πράξη βεβαίωσης παράβασης Κ.Ο.Κ. φέρει τα στοιχεία εκείνα, που κατά το νόμο την καθιστούν νόμιμο τίτλο.
Εξάλλου, αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να ρυθμίσει διαφορετικά τα παραπάνω, λόγω ακριβώς της αδυναμίας συλλογής στοιχείων την οποία γνωρίζει και υφίσταται επί μακρόν, θα το είχε πράξει και θα είχε ορίσει, ότι ειδικά για τις περιπτώσεις αυτές (βεβαίωση παραβάσεων Κ.Ο.Κ. με άγνωστο το όνομα του παραβάτη κατά το χρονικό σημείο διαπίστωσης της παράβασης), ο νόμιμος τίτλος πρέπει να φέρει τα στοιχεία του παραβάτη ή ότι η αποσβεστική προθεσμία δεν εκκινεί πριν τη συλλογή των στοιχείων αυτών, κάτι που ουδέποτε έπραξε σε καμία εκ των τροποποιήσεων των σχετικών διατάξεων που ακολούθησαν.
Είναι βέβαια γεγονός ότι η σχετική διάταξη του άρθρου 71 του ν. 542/1977 (Α΄ 41), στην οποία γίνεται αναφορά στον όρο «κτήση» του τίτλου (και όχι έκδοση), αποτελεί ένα πεπαλαιωμένο θεσμικό πλαίσιο, καταλείποντας περιθώρια στους δήμους για διαφορετικές ερμηνείες για τον υπολογισμό της αφετηρίας υπολογισμού της αποσβεστικής προθεσμίας.
Πράγματι, οι δήμοι, επικαλούμενοι συχνά τις δυσχέρειες εξεύρεσης των παλαιών τίτλων βεβαίωσης και των στοιχείων των παραβατών, προέβαιναν στην εκπρόθεσμη βεβαίωση των οφειλών, μετά την ανεύρεση των πλήρων στοιχείων του παραβάτη, οποτεδήποτε και αν επιτυγχανόταν, μεταφέροντας έτσι τις συνέπειες της αδυναμίας εντοπισμού του οφειλέτη και έγκαιρης είσπραξης, στους πολίτες.
Ωστόσο, οι εν λόγω επικληθείσες δυσχέρειες, τις οποίες γνωρίζει εδώ και χρόνια ο Συνήγορος του Πολίτη, έχουν ληφθεί υπόψη από τον νομοθέτη κατά την αποτύπωση του χρονικού ορίου νόμιμης βεβαίωσης, θεσπίζοντας ως κανόνα την τρίμηνη περίοδο για την βεβαίωση των οφειλών (στο σημείο αυτό ο Κ.Ο.Κ. βέβαια δεν λαμβάνει υπόψη ότι την αρμοδιότητα είσπραξης έχουν πλέον οι ταμειακές υπηρεσίες των Δήμων και όχι οι Δ.Ο.Υ.).
Ακριβώς προς την κατεύθυνση τήρησης της ως άνω προθεσμίας, έχει προ πολλού προβλεφθεί και η υποχρέωση των Αστυνομικών Υπηρεσιών να αποστέλλουν στο τέλος κάθε μήνα τα έντυπα των κλήσεων, ταξινομημένα σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το εάν έχουν ή όχι εξοφληθεί, στους αντίστοιχους δικαιούχους Ο.Τ.Α. Ομοίως, το διάστημα των τριών μηνών, ως προθεσμία βεβαίωσης των προστίμων του Κ.Ο.Κ. αναφέρεται και στο νομοθέτημα του ίδιου του Κ.Ο.Κ. (ν. 2696/1999, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει), και συγκεκριμένα στην παρ. 5 του άρθρου 10411, στην οποία αναφέρεται, ότι πρόστιμα του Κ.Ο.Κ. τα οποία δεν έχουν καταβληθεί εντός του διαστήματος των δύο (2) μηνών από την επιβολή τους, βεβαιώνονται υποχρεωτικά εντός του διαστήματος των τριών μηνών από τον οικείο ΟΤΑ στην Δ.Ο.Υ. του παραβάτη οφειλέτη (στο σημείο αυτό ο νομοθέτης του Κ.Ο.Κ. βέβαια δεν λαμβάνει υπόψη ότι την αρμοδιότητα είσπραξης έχουν πλέον οι ταμειακές υπηρεσίες των Δήμων και όχι οι Δ.Ο.Υ.).
Κατ’ εξαίρεση, ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που ιδίως κατά το παρελθόν υπήρχαν στην άντληση των στοιχείων, αναγνώρισε την δυνατότητα βεβαίωσης εκτός τριμήνου αλλά εντός τριετίας, διάστημα υπερπολλαπλάσιο του κανόνα των τριών μηνών, το οποίο το έθεσε έτσι ως απώτατο όριο βεβαίωσης των οφειλών. Συνεπώς, η ταμειακή βεβαίωση πέραν του τριμήνου πρέπει να γίνεται κατ’ εξαίρεση και όχι κατά κανόνα, ενώ η ταμειακή βεβαίωση πέραν της τριετίας αποτελεί ευθεία παραβίαση του απώτατου αυτού χρονικού ορίου αποσβεστικής προθεσμίας.
Σε άλλο, δε, σημείο το πόρισμα του Συνηγόρου συνεχίζει:
Εξάλλου, η ταμειακή βεβαίωση πέραν της τριετίας πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική, καθώς αποτελεί καταστρατήγηση, τόσο της λειτουργίας της αποσβεστικής προθεσμίας, η οποία επιτάσσει οι διαφορές των εννόμων σχέσεων να επιλύονται ή να τερματίζονται και οι αξιώσεις να αναζητούνται μέσα σε χρονικά πλαίσια που δικαιολογούνται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας σε ένα κράτος δικαίου και χρηστής διοίκησης, όσο και της εν γένει λειτουργίας και του πνεύματος του νόμου, αναφορικά με την επιβολή προστίμων Κ.Ο.Κ., ο χαρακτήρας των οποίων είναι πρωτίστως αποτρεπτικός μελλοντικών παραβάσεων και παιδευτικός και όχι εισπρακτικός. Μία οφειλή από παράβαση Κ.Ο.Κ. και δη παράβαση λόγω παράνομης στάθμευσης, όπως η πλειονότητα εξ αυτών, που βεβαιώνεται έτη, συχνά και δεκαετίες, μετά την τέλεσή της, επειδή η διοίκηση αδυνατεί να προσδιορίσει τον παραβάτη, έχει απωλέσει την λειτουργία για την οποία θεσπίστηκε, την αποτροπή τέλεσης παρόμοιων παραβάσεων στο μέλλον από τον ίδιο παραβάτη, καθώς αυτός δεν επιβαρύνεται με κανένα πρόστιμο επί μακρά σειρά ετών, κατά τα οποία επίσης για τον ίδιο λόγο δεν αποτρέπεται να τελεί νέες παραβάσεις.
Επιπρόσθετα και η νομολογία πάγια δέχεται ότι η τριετής προθεσμία άρχεται από την κτήση του τίτλου βεβαίωσης (κλήση), συμβάλλοντας καθοριστικά στην αποσαφήνιση του όρου του νόμιμου τίτλου κατά την είσπραξη εσόδων από τους δήμους.
Ενδεικτικά, αναφέρεται η υπ. αρ. 3618/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία έκρινε ότι:
« 9. Επειδή, περαιτέρω, ο ανακόπτων προβάλλει ότι, κατά το χρόνο διενέργειας των προσβαλλόμενων υπ’ αρ. 28 έως και 34 ταμειακών εγγραφών (17.3.2004), το δικαίωμα του καθ’ου Δήμου να προβεί σε ταμειακή βεβαίωση των σχετικών οφειλών, που προέρχονται από πρόστιμα για παραβάσεις Κ.Ο.Κ. επιβληθέντα κατά το χρονικό διάστημα από το 1998 έως το2001, είχε υποπέσει σε παραγραφή. Ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, διότι ,σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά στην πέμπτη και στην έκτη σκέψη της παρούσας, το δικαίωμα των Ο.Τ.Α. να προβαίνουν σε ταμειακή βεβαίωση των απαιτήσεών τους υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ. 1 του ν. 542/1977, σε τριετή αποσβεστική προθεσμία, αφετηρία της οποίας είναι το τέλος του έτους εντός του οποίου εκτήθη ο σχετικός τίτλος βεβαίωσης, στην προκειμένη δε περίπτωση από το τέλος των ετών 1998, 1999, 2000 και 2001, εντός των οποίων επιβλήθηκαν τα ανωτέρω πρόστιμα, μέχρι την 17.3.2014, ημερομηνία κατά την οποία αυτά βεβαιώθηκαν ταμειακά {…..}, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της ως άνω τριετούς αποσβεστικής προθεσμίας. Συνεπώς, οι εν λόγω ταμειακές εγγραφές είναι μη νόμιμες και πρέπει να ακυρωθούν.».
Επίσης, στην με αρ. 13675/2023 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κρίθηκε ότι:
«14. Επειδή, τέλος, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός, ότι, δηλαδή, παρήλθε άπρακτη η σχετικώς προβλεπόμενη στο άρθρο 71 παρ. 1 του ν. 542/1977 τριετής αποσβεστική προθεσμία για την ταμειακή βεβαίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των επίδικων προστίμων, δεδομένου του γεγονότος ότι αυτές, με εξαίρεση οκτώ εξ αυτών, έλαβαν χώρα προ της 13ης.11.2017, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός. Τούτο, διότι βάσει όσων έγινα δεκτά στη σκέψη 7 της παρούσας, η αρμοδιότητα των Δήμων να προβαίνουν σε ταμειακή βεβαίωση των απαιτήσεών τους υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ. 1 του ν. 542/1977, σε τριετή αποσβεστική προθεσμία, αφετηρία της οποίας είναι το τέλος του έτους εντός του οποίου εκτήθη ο σχετικός τίτλος. Εν προκειμένω, το 2016 εκδόθηκαν 114 βεβαιώσεις παράβασης. Επιπροσθέτως, ο ανακόπτων δε καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω να διαπράττει τις αντίστοιχες παραβάσεις, ώστε να καταστούν αμέσως γνωστά τα στοιχεία ταυτότητάς του. Συνεπώς, ο προσδιορισμός αυτού ως υπόχρεου προσώπου για την καταβολή των επιβληθέντων προστίμων (λογίζεται ότι) έγινε, το πρώτον, με τις καταλογιστικέςεγγραφές στον βεβαιωτικό κατάλογο του οικείου έτους, με αποτέλεσμα η παραπάνω τριετής,για τον λόγο αυτό, προθεσμία να ξεκινήσει στο τέλος (31.12) του 2016 και να έχεισυμπληρωθεί έως το χρόνο της εν στενή εννοία βεβαίωσης των οικείων (114) ένδικων οφειλών, όπως βασίμως προβάλλει ο ανακόπτων. Αντιθέτως, οι ταμειακές βεβαιώσεις των οφειλών του, που προέρχονται από πρόστιμα επιβληθέντα κατά τη διάρκεια του 2017, εχώρησαν δια της εγγραφής τους στο σχετικό χρηματικό κατάλογο (………./………../2020) εντός τριετίας από το τέλος του έτους επιβολής αυτών (2017) απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ανακόπτοντος (πρβλ. ΣτΕ 2944/2008)»
Ομοίως, σύμφωνα με την υπ΄ αρ. 411/2020 απόφαση του Πρωτοδικείου Ρόδου:
«…11. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, ότι σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ. 1 του ν. 542/1977 (βλ. όγδοη σκέψη της παρούσας), το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά και στους Ο.Τ.Α., οι τελευταίοι δεν δύνανται να προβούν σε ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση εν στενή εννοία) απαιτήσεων μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους εντός του οποίου εκτήθησαν οι σχετικοί τίτλοι βεβαίωσης (πρβλ. ΔΕφΑθ 3402/2019), και ότι, ως εκ τούτου, εν προκειμένω, οι επίδικες οφειλές, προερχόμενες από τις ως άνω παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, δεν ήταν δυνατόν να βεβαιωθούν ταμειακά (βεβαίωση εν στενή εννοία) μετά την πάροδο τριετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου εκδόθηκαν οι σχετικές πράξεις βεβαίωσης παράβασης. Εξάλλου, η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 του α.ν. 344/1968 πενταετής
αποσβεστική προθεσμία αφορά στη διενέργεια της εν ευρεία εννοία βεβαίωσης του φόρου, τέλους, εισφοράς κ.λπ., και όχι στην ταμειακή βεβαίωση αυτών (εν στενή εννοία βεβαίωση) [πρβλ. ΣτΕ
1990/1999, 4262/1986, 3825/1977, ΔΕφΠατρ 149/2019], απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του καθ’ ου…» 2. Ο νομοθέτης προέβλεψε το εύλογο χρονικό διάστημα των τριών ετών από κτήση του νόμιμου τίτλου, εντός του οποίου οι Δήμοι νομιμοποιούνται να προβούν στην εν στενή εννοία βεβαίωση της οφειλής. Εντός του διαστήματος αυτού, έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν την αναζήτηση της ταυτότητας του οφειλέτη και να προβούν στους απαιτούμενους διασταυρωτικούς ελέγχους.».
Γίνονται, επομένως, ευρέως αντιληπτά, τόσο από την ερμηνεία του επίμαχου Νομοθετικού πλαισίου, όσο κυρίως και από την παρατήρηση του διαχρονικού δικαίου – τις αλλαγές δηλαδή στην Νομοθεσία που εμφιλοχώρησαν όλα τα προηγούμενα έτη – τα εξής τέσσερα κρίσιμα σημεία:
1ον : Ο νομοθέτης παρείχε ιδιαίτερα σημαντικό χρονικό περιθώριο –τρία ολόκληρα έτη– ακόμη και εάν θέλει κριθεί, ότι ο Δήμος Κοζάνης ήθελε να βρει ακόμη και τα πλήρη στοιχεία του εκάστοτε παραβάτη.
2ον : Ο νομοθέτης αναγνωρίζει τρεις περιπτώσεις νόμιμων τίτλων, στις δε δύο από αυτές (περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παρ. 4 του άρ. 2 ΚΕΔΕ) προβλέπεται η ύπαρξη νόμιμου τίτλου και χωρίς τα στοιχεία του οφειλέτη, με μόνη την οφειλή και ενδεχομένως και το ποσό αυτής, όπως ακριβώς συμβαίνει συνήθως στις πράξεις βεβαίωσης παράβασης για παράνομη στάθμευση, όπου αναγράφεται το οφειλόμενο ποσό και η οφειλή ως προς την αιτία της (παράβαση συγκεκριμένων διατάξεων Κ.Ο.Κ.). Αναφέρονται, δε, στην κλήση και τα στοιχεία του οχήματος, και με βάση αυτό, ακόμα και αν κατά τη στιγμή της έκδοσης του νόμιμου τίτλου, δεν είναι γνωστό στο αστυνομικό όργανο, ωστόσο είναι βέβαιο και γνωστό στη διοίκηση εν γένει το όνομα και του παραβάτη-κυρίου του οχήματος.
3ον : Ο νομοθέτης στην περίπτωση που επιθυμούσε να ρυθμίσει διαφορετικά τα παραπάνω, λόγω ακριβώς της αδυναμίας συλλογής στοιχείων την οποία γνωρίζει και υφίσταται επί μακρόν, θα το είχε πράξει και θα είχε ορίσει ότι ειδικά για τις περιπτώσεις αυτές (βεβαίωση παραβάσεων Κ.Ο.Κ. με άγνωστο το όνομα του παραβάτη κατά το χρονικό σημείο διαπίστωσης της παράβασης), ο νόμιμος τίτλος πρέπει να φέρει τα στοιχεία του παραβάτη ή ότι η αποσβεστική προθεσμία δεν εκκινεί πριν τη συλλογή των στοιχείων αυτών, κάτι που ουδέποτε έπραξε σε καμία εκ των τροποποιήσεων των σχετικών διατάξεων που ακολούθησαν.
4ον : Όλα τα ανωτέρω επιτελούν πολλαπλές νομικές λειτουργίες με ιδιαίτερα σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο, ενώ προάγουν με αυτόν τον τρόπο την ασφάλεια του δικαίου και την εμπιστοσύνη στην λειτουργία της Διοίκησης αρχές που πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα.
Χαιρετίζουμε, λοιπόν, την απόφαση της τρέχουσας Δημοτικής Αρχής να προβεί στη διαγραφή των χρηματικών ποσών που δεν βεβαιώθηκαν εγκαίρως.
Προκύπτει, έπειτα ταύτα, ότι πολιτικές ευθύνες υπάρχουν σίγουρα για τις προηγούμενες διοικήσεις για την απώλεια τόσο μεγάλων χρηματικών ποσών και ενδεχομένως χρειάζεται πλέον να αναζητηθούν και νομικές ευθύνες έπειτα και από τις παραλείψεις που αναδείχτηκαν και που σε κάθε περίπτωση δεν ευθυγραμμίζονται με τα όσα στο πόρισμά του ο Συνήγορος του πολίτη καταγράφει.

Στέργιος Κατσέλας
Δικηγόρος Κοζάνης
Μέλος Δ.Σ. Κ.Ε.Π.Κ.Α. Δυτικής Μακεδονίας