
Η δεσμοφύλακας
Συγγραφέας: Νίκος Δαββέτας
Εκδότης: Εκδόσεις Πατάκη
Σελιδες: 160
«Όταν η νόσος του Αλτσχάιμερ είχε καταβάλει πλήρως τη μητέρα μου, εκείνη εξακολουθούσε να θυμάται με τον δικό της τρόπο τα χρόνια που υπηρετούσε ως σωφρονιστική υπάλληλος στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Μπορεί να μη θυμόταν ποιος ήμουν, πού ζούσε και σε ποια εποχή, όμως ανέφερε συχνά, με τα μικρά τους ονόματα, δεκάδες κρατούμενες, ποινικές και πολιτικές, με τις οποίες είχε συγχρωτιστεί. Και όσο εκείνη ξαναζούσε «τα χρόνια του καθήκοντος», ως δεσμοφύλακας, αναγκαστικά τα ξαναζούσα κι εγώ, καθώς η παιδική μου ηλικία είχε σημαδευτεί από διαδοχικές επισκέψεις «στη δουλειά της μαμάς».
Το κοινό μας ταξίδι ως το αναπότρεπτο τέλος της, οι παραληρηματικοί μονόλογοι και οι καθημερινοί μας διάλογοι, μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της ασθένειας, διασώθηκαν σε δυο πυκνογραμμένα τετράδια. Τώρα, δεν ξέρω αν συνιστούν μια εξομολόγηση μεταμφιεσμένη σε μυθοπλασία ή μυθοπλασία μεταμφιεσμένη σε αυτοβιογραφική εξομολόγηση.»
Ο Νίκος Δαββέτας (Αθήνα 1960), συγγραφέας και κριτικός, εµφανίστηκε στα γράµµατα το 1981 από τις σελίδες του περιοδικού Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Έχει µέχρι σήµερα εκδώσει δεκατέσσερα βιβλία (επτά ποιητικά, επτά πεζογραφικά). To μυθιστόρημά του Άντρες χωρίς άντρες τιµήθηκε το 2022 µε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήµατος και µε το Βραβείο Ελληνικού Μυθιστορήµατος Athens Prize for Literature. Τέσσερα µυθιστορήµατά του –Το θήραµα, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Η Εβραία νύφη, Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη (Εκδόσεις Πατάκη, 2022, νέα, αναθεωρημένη έκδοση)– συµπεριλήφθηκαν στις βραχείες λίστες των κρατικών βραβείων· η Εβραία νύφη τιµήθηκε το 2010 µε το βραβείο µυθιστορήµατος της Ακαδηµίας Αθηνών και επανακυκλοφόρησε σε νέα, αναθεωρηµένη έκδοση το 2019 από τις Εκδόσεις Πατάκη. Έργα του έχουν µεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Σας αφιερώνω τη σιωπή μου
Le dedico mi silencio
Μυθιστόρημα
Συγγραφέας: Mario Vargas Llosa
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδότης: Εκδόσεις Καστανιώτη
Σελιδες: 336
«Ο Τόνιο Ασπιλκουέτα μοιράζει τις μέρες του ανάμεσα στη δουλειά, στο σπίτι και στο ακαταμάχητο πάθος του: στην κρεολική μουσική. Η απρόσμενη πρόσκληση να πάει να ακούσει έναν άγνωστο κιθαρίστα, τον Λάλο Μολφίνο, του αλλάζει τη ζωή. Ο αινιγματικός και εξαιρετικά ταλαντούχος καλλιτέχνης επιβεβαιώνει αυτό που ο Τόνιο ήδη διαισθανόταν: Η δική του αγάπη για την περουβιανή παραδοσιακή μουσική οφείλεται σε κάτι περισσότερο από την απλή τέρψη που προσφέρει. Σε ένα Περού κατακερματισμένο και ισοπεδωμένο από τη βία του Φωτεινού Μονοπατιού, θα μπορούσαν άραγε οι βαθύρριζες λαϊκές μελωδίες να προκαλέσουν μια κοινωνική επανάσταση, να ανατρέψουν τις προκαταλήψεις και να ενώσουν τη χώρα σε μια αγκαλιά συμπερίληψης και αδελφοσύνης; Είναι πολύ πιθανό η δεξιοτεχνία του Λάλο Μολφίνο να συνδέεται με όλα αυτά, οπότε ο Τόνιο αποφασίζει να ταξιδέψει στον τόπο καταγωγής του μουσικού, να διερευνήσει την ιστορία του, την οικογένεια και τους έρωτές του, να μάθει πώς έγινε κιθαρίστας. Ο Τόνιο σκοπεύει, επίσης, να γράψει ένα βιβλίο. Το τελευταίο, συγκινητικό μυθιστόρημα που δημοσίευσε ο μεγάλος νομπελίστας συγγραφέας, ένα κύκνειο άσμα εμποτισμένο με την αναζήτηση της ουτοπίας.
Το Σας αφιερώνω τη σιωπή μου αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ονειρεύτηκε μια χώρα ενωμένη μέσω της μουσικής και τρελάθηκε στην προσπάθειά του να γράψει το τέλειο βιβλίο που θα εξιστορούσε το εν λόγω γεγονός.»
«Το βαλς, που γεννήθηκε στα στενοσόκακα της Λίμα, δόμησε το Περού. Εδώ αφηγούμαι αυτή την ιστορία, και μαζί της εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου σε μια κρυφή αγάπη που με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή: την αγάπη που νιώθω για την κρεολική μουσική και, ειδικά, για το βαλς της χώρας μου».
Ο Χόρχε Μάριο Πέδρο Βάργκας Λιόσα (ή Γιόσα, σύμφωνα με την ισπανική προφορά, 1936-2025) γεννήθηκε στην Arequipa του Περού και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Βολιβία, όπου ο πατέρας του ήταν πρόξενος. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1959 με τη συλλογή διηγημάτων “Οι αρχηγοί”, αλλά έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο με το πρώτο του μυθιστόρημα “Η πόλη και τα σκυλιά” (1963), που μεταφράστηκε σε δώδεκα γλώσσες και εξακολουθεί να θεωρείται σημείο αναφοράς στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία. Ακολούθησαν “Το πράσινο σπίτι” (1966), “Κουβέντα στον καθεδρικό ναό” (1969) και “Ο Πανταλέων και οι επισκέπτριες” (1973), που τον καθιέρωσαν ως τον σκληρότερο επικριτή των δικτατορικών καθεστώτων, του θρησκευτικού φανατισμού και της στρατιωτικής ηθικής. Ο Γιόσα συνέδεσε το όνομα και την τέχνη του με τις τύχες της Λατινικής Αμερικής, αλλά και με την παγκόσμια λογοτεχνία: μεταξύ άλλων, έγραψε κριτικά δοκίμια για τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, τον Φλωμπέρ, τον Σαρτρ, τον Καμύ, κ.ά., θεατρικά έργα, μυθιστορήματα και πολιτικά κείμενα. Το 1990 ήταν υποψήφιος πρόεδρος του Περού, με αντίπαλο τον συντηρητικό Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, αλλά ηττήθηκε. Μετά την ήττα του εγκατέλειψε το Περού και εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου το 1993 απέκτησε την ισπανική υπηκοότητα. Ταυτόχρονα σχεδόν, εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο “Το ψάρι στο νερό” (1993). Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα τιμήθηκε με τα σημαντικότερα βραβεία της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, όπως είναι τα βραβεία Planeta και Cervantes. Παραμένοντας εξαιρετικά ενεργός, λογοτεχνικά, ήταν μέλος της Ισπανικής Ακαδημίας, επίτιμος διδάκτορας πανεπιστημίων όπως το Yale, το Harvard, η Οξφόρδη, η Σορβόνη, το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, κ.ά., και Ιππότης του Τάγματος της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας. Τον Οκτώβριο του 2010 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας “για τη χαρτογράφηση των δομών της εξουσίας και τις διεισδυτικές εικόνες της αντίστασης του ατόμου, της εξέγερσης και της ήττας του”, σύμφωνα με το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.