Από την Επιχορήγηση στην Καινοτομία

7 Min Read

Του Ηλία Ηλιάδη

Για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο σκέλος που αφορά στην προσέλκυση και υλοποίηση ξένων και εγχώριων ιδιωτικών επενδύσεων βασίζεται κατά κύριο λόγο σε κίνητρα χρηματοδοτικού χαρακτήρα. 

Αναπτύχθηκε συστηματικά – σχεδόν στερεοτυπικά – μέσα στα χρόνια, ένα αναπτυξιακό μοντέλο που προκρίνει κατά κύριο λόγο τη διάθεση κρατικών επιχορηγήσεων και συγκεκριμένων μορφών επιδοτήσεων, με στόχο να πειστούν επενδυτές και επιχειρήσεις να στρέψουν το βλέμμα τους στη χώρα και να επενδύσουν. Το συγκεκριμένο μοντέλο προωθείται διαχρονικά μέσα από διάφορους αναπτυξιακούς νόμους, καθώς και από σειρά ποικίλων προγραμμάτων που μόχλευαν και συνεχίζουν να μοχλεύουν εθνικούς και κοινοτικούς πόρους.

Επιδιώκοντας μια αποτίμηση της λειτουργίας του, διαπιστώνει κανείς τα εξής: 

  1. Η λογική του βασίστηκε στη διάχυση του επιχειρηματικού ρίσκου και στον επιμερισμό του με το κράτος, το οποίο σταδιακά απέκτησε έναν ρόλο αντίστοιχο εκείνου του συνεταίρου. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας κουλτούρας προσδοκίας και εξάρτησης από τη δημόσια στήριξη, περιορίζοντας την ανάπτυξη αυθόρμητης επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και την ανάληψη κινδύνου με βάση ιδιωτικά κίνητρα. Παράλληλα, φαίνεται πως επέδρασσε στη διαμόρφωση ενός λιγότερο έντονου αισθήματος επενδυτικής υπευθυνότητας.
  1. Εξυπηρέτησε σε μεγάλο βαθμό μονοδιάστατα την ανάπτυξη, εξυπηρετώντας τον τριτογενή τομέα και δη κατά κύριο λόγο εκείνον του τουρισμού και των υπηρεσιών φιλοξενίας. Έτσι, οδηγηθήκαμε σε ανάπτυξη πληθώρας τουριστικών υποδομών που υπερέβησαν τη φέρουσα ικανότητα νησιωτικών αλλά και ηπειρωτικών περιοχών της χώρας, επιβάρυναν το περιβάλλον και κατέστησαν την παροχή υπηρεσιών βασικό, έως και μοναδικό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης.

Καθώς όμως διανύουμε την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, οι τάσεις της αγοράς δείχνουν να έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά σε σχέση με ό,τι επικρατούσε μερικές δεκαετίες πίσω. Εξακολουθεί άραγε σήμερα το μοντέλο παροχής χρηματοδοτικών ενισχύσεων να είναι επαρκές για την οικονομική ανάπτυξη;

Βάσει του συλλογισμού και της ανάλυσης που ακολουθεί, η απάντηση είναι αρνητική. Διότι ένα τέτοιο μοντέλο αδυνατεί πλέον να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο ζητούμενο των νέων τάσεων της αγοράς. Σήμερα, σταδιακά αλλά σταθερά, μετακινούμαστε από την, ως επί το πλείστον, τουριστικού-ξενοδοχειακού τύπου ανάπτυξη που μας χαρακτήριζε διαχρονικά, σε μια νέα, σύνθετη οικονομική πραγματικότητα. 

Η έμφαση δίνεται πλέον σε επενδύσεις εντάσεως γνώσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η έρευνα, η τεχνολογία, η καινοτομία, η έξυπνη μεταποίηση. Σε ένα τέτοιο πολυσύνθετο τομεακό παζλ, χρηματοδοτικές ενισχύσεις με τη μορφή επιχορηγήσεων ή/και επιδοτήσεων μοιάζουν ξεπερασμένες, καθώς ανταποκρίνονται περιορισμένα στις νέες ιδιαίτερες επιχειρηματικές ανάγκες και απαιτήσεις. 

Η νέα πραγματικότητα απαιτεί κίνητρα διαφορετικής φύσης, με έμφαση στην ποιότητα και δευτερευόντως στην ποσότητα. Οι μακροχρόνιου ορίζοντα επενδυτές αναζητούν σήμερα κυρίως την εγγύτητα σε οικοσυστήματα που ενσωματώνουν έρευνα, εξειδίκευση, τεχνολογική υποδομή, διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης και δυνατότητες συνεργασίας. 

Η ενίσχυση συνεργειών ανάμεσα σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και επιχειρήσεις, καθώς και η υποστήριξη που παρέχεται από οργανωμένους υποδοχείς (βιομηχανικές περιοχές, τεχνολογικά και επιστημονικά πάρκα, άρτια οργανωμένες επιχειρηματικές θερμοκοιτίδες και επιταχυντές για τις νεοφυείς και μικρότερες επιχειρήσεις) αποτελούν στρατηγικά κίνητρα για επενδύσεις με ισχυρό τεχνολογικό και επιστημονικό αποτύπωμα.

Παράλληλα με την ενίσχυση οικοσυστημάτων και οργανωμένων υποδοχέων, αναδεικνύεται η ανάγκη για στοχευμένη χρηματοδότηση που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες προκλήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.

Σε αντιδιαστολή με το παραδοσιακό μοντέλο επιχορηγήσεων, η βιώσιμη ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων προϋποθέτει την αξιοποίηση εξειδικευμένων χρηματοδοτικών μηχανισμών, όπως μικροπιστώσεις, εγγυήσεις και κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου. Στην πράξη, αυτό σημαίνει την ανάπτυξη χρηματοδοτικών εργαλείων και θεσμικών μηχανισμών που θα διευκολύνουν την πρόσβαση σε κεφάλαια για επιχειρήσεις, οι οποίες εξαιτίας μικρού ιστορικού, χαμηλών οικονομικών μεγεθών ή άλλων παραγόντων δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τραπεζικό δανεισμό. Η αποτελεσματική συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την ανάπτυξη και διάθεση αυτών των εργαλείων ενισχύει την καινοτομία, μειώνει τον επενδυτικό κίνδυνο και διευρύνει το φάσμα των επιχειρήσεων που μπορούν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες προκλήσεις.

Επιπρόσθετα, η ειδική φορολογική μεταχείριση, είτε μέσω δραστικής μείωσης της φορολογίας είτε μέσω εφαρμογής ειδικών φορολογικών συντελεστών για επενδύσεις σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας (όπως η καινοτομία προϊόντος και υπηρεσίας, οι τεχνολογίες αιχμής, η βιώσιμη βιομηχανία και η ψηφιακή αναβάθμιση κρίσιμων κλάδων), καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμη ως εργαλείο προσέλκυσης επενδύσεων. Σε αντίθεση με τα άμεσα χρηματοδοτικά κίνητρα, τα οποία συχνά συνοδεύονται από υψηλό διοικητικό κόστος και βάρος, τα φορολογικά κίνητρα παρέχουν σαφήνεια, προβλεψιμότητα και εμπροσθοβαρή ενίσχυση της επενδυτικής απόφασης.

Επιπλέον, η απλοποίηση και η επιτάχυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών και ή έκδοση του συνόλου των απαιτούμενων διοικητικών πράξεων  σε  ακριβείς και προβλέψιμους χρόνους, σε συνδυασμό με την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, συνιστούν παράγοντες που λειτουργούν καταλυτικά στη λήψη αποφάσεων που αφορούν σε επέκταση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων διεθνώς.

Η αποτελεσματική εφαρμογή ενός νέου πλέγματος επενδυτικών κινήτρων, όπως το παραπάνω, προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας, καθιέρωση συστημάτων παρακολούθησης και αξιολόγησης, καθώς και ευελιξία προσαρμογής στις εξελίξεις της αγοράς και της τεχνολογίας. Επιπλέον, απαιτείται στρατηγική διασύνδεση με χωρικές και τομεακές πολιτικές για την αποφυγή συγκεντρώσεων και ανισοτήτων, ενώ η διαφάνεια και η λογοδοσία αποτελούν κρίσιμους παράγοντες βιωσιμότητας.

Κατά συνέπεια, και με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, καθίσταται σαφές ότι οι σύγχρονες εξελίξεις της αγοράς επιβάλλουν τη μετάβαση σε ένα νέο, δυναμικό πλαίσιο κινητροδότησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι υποδομές, τα ισχυρά τοπικά οικοσυστήματα, η αναδιάρθρωση των οικονομικών εργαλείων με έμφαση στη φορολογική ελάφρυνση και τη στοχευμένη χρηματοδότηση πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή και η λειτουργική αποτελεσματικότητα της διοίκησης αποτελούν τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες για τη ροή κεφαλαίων και το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.-

Μοιραστείτε την είδηση