Η Ερατώ, κόρη φίλων μου που ζουν στη Στοκχόλμη, έγινε καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης. Και κάθε τόσο υποβάλλεται, όπως όλοι οι εκπαιδευτικοί στη Σουηδία, μια από τις χώρες που είναι πρωταθλήτριες στις εκπαιδευτικής επιδόσεις τους, παγκοσμίως, σε αξιολόγηση. Αξιολογείται η δουλειά της από τη σχολική κοινότητα και τους προϊσταμένους της. Επιπλέον δε καλείται και ίδια να κάνει αυτοαξιολόγηση των επιδόσεων της.
Θυμήθηκα την περίπτωση της καθώς διάβαζα την έκθεση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης του 2016» . Μέσα από την όποια αναδύεται μελαγχολικώς η μίζερη συνολική πολίτικη μας στο τομέα της εκπαίδευσης. Με ειδική έμφαση στην παραλογή άρνηση, πολίτικων κομμάτων και συντεχνιακών οργανώσεων στο χώρο της παιδείας, σε όλες δυστυχώς τις βαθμίδες, για εκείνο που θεωρείται ως αυτονόητο για όλες τις αναπτυγμένες δημοκρατικές κοινωνίες: Την αξιολόγηση.
Η διαπίστωση, για ό,τι έχουν αφήσει πίσω τους ο Μπαλτάς, ο Κουράκης, ο Φίλης και η Σια Αναγνωστοπούλου, ακυρώνοντας τις όποιες θετικές προσπάθειες της Άννας Διαμαντοπούλου και της Μαριέττας Γιαννάκου, στον τομέα αυτό, είναι πράγματι ντροπιαστική για την ελληνική πραγματικότητα. Και κόλαφος για την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης:
«Δεδομένης της θετικής επίδρασης που μπορούν να έχουν η αυτονομία και η λογοδοσία στις εκπαιδευτικές επιδόσεις, θεωρείται ανησυχητικό ότι έχουν ανασταλεί οι διαδικασίες για την αξιολόγηση (αυτοαξιολόγηση για τα σχολεία και ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών), ακόμη και στην ιδιωτική εκπαίδευση».
Δυστυχώς εδώ κυριαρχεί η αντίληψη ότι όλοι είμαστε αυθεντίες σε ό,τι κάνουμε. Ότι, από τη στιγμή που «φάγαμε τα νιάτα μας στα πανεπιστημιακά έδρανα» και πήραμε ένα πτυχίο, ουδείς έχει το δικαίωμα να αξιολογεί το πώς κάνουμε τη δουλειά μας. Και αυτό δεν ισχύει μόνον στο χώρο της εκπαίδευσης. Αλλά είναι απαραβίαστο δόγμα σε όλο το φάσμα των διορισμένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στους χώρους εργασίας εκείνων που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, όπου αξιολογούνται καθημερνώς.
Θα πάρει αλήθεια το μήνυμα ο νέος υπουργός Παιδείας και πανεπιστημιακός δάσκαλος κ. Γιαβρόγλου; Και αν εκείνος το πάρει, θα του επιτρέψει το κόμμα του, που έχει ισχυρούς δεσμούς με τους εργατοπατέρες των εκπαιδευτικών, ιδίως στην ανώτατη εκπαίδευση, να τολμήσει το αυτονόητο, την αξιολόγηση των πάντων; Φοβάμαι, πως για μια ακόμη φορά, θα υπερισχύσει ο λαϊκισμός.
Γ. Π. ΜΑΣΣΑΒΕΤΑΣ