Το Επιμελητήριο Κοζάνης απορρίπτει τη ΣΜΠΕ για τις μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων

18 Min Read
Η εικόνα είναι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης

Ζητά πλήρη τεκμηρίωση, συμμετοχή της ΔΙΑΔΥΜΑ και διασφάλιση ουσιαστικών τοπικών ανταποδοτικών

Σαφές και τεκμηριωμένο «όχι» καταθέτει το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Κοζάνης στη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τη δημιουργία δικτύου μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης απορριμμάτων, τονίζοντας ότι η Δυτική Μακεδονία διανύει την πιο κρίσιμη φάση της μεταλιγνιτικής της μετάβασης και δεν αντέχει νέες ασύμμετρες επιβαρύνσεις χωρίς σαφές αναπτυξιακό όφελος.

Αναγνωρίζει ότι η ενεργειακή αξιοποίηση μπορεί να αποτελέσει μέρος ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης αποβλήτων, αλλά μόνο στο τέλος της αλυσίδας και υπό αυστηρές προϋποθέσεις: διαφάνεια, συμμετοχή τοπικών φορέων όπως η ΔΙΑΔΥΜΑ, αντικειμενικά κριτήρια χωροθέτησης και μετρήσιμα αντισταθμιστικά για επιχειρήσεις και πολίτες. Χωρίς αυτά, η προτεινόμενη ΣΜΠΕ «δεν είναι αποδεκτή».

Αναλυτικά η τοποθέτηση του ΕΒΕ Κοζάνης

Στο πλαίσιο της Δημόσιας Διαβούλευσης για τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) σχετικά με το σχέδιο δημιουργίας δικτύου μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης Απορριμματογενών Ενεργειακών Πρώτων Υλών (ΑΕΠΥ) από Αστικά Στερεά Απόβλητα (ΑΣΑ) υποβάλλεται στο επισυναπτόμενο αρχείο η Πρόταση του Επιμελητηρίου Κοζάνης. Η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται στη πιο κρίσιμη φάση της μεταλιγνιτικής της πορείας, με βαθιά οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση σε εξέλιξη. Οι τοπικές κοινωνίες και επιχειρήσεις δεν αντέχουν νέες ασύμμετρες επιβαρύνσεις χωρίς σαφή τεκμηρίωση και αναπτυξιακό όφελος.

Η ενεργειακή αξιοποίηση στερεών καυσίμων προερχόμενων από την επεξεργασία απορριμμάτων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, κυρίως όσον αφορά τη μείωση της ταφής. Οι Οδηγίες της ΕΕ, καθώς και η εθνική νομοθεσία, είναι σαφείς και αναφέρουν ξεκάθαρα ότι η ενεργειακή αξιοποίηση μέσω θερμικής επεξεργασίας απορριμματογενούς προέλευσης καυσίμων αποτελεί μία από τις επιλογές στο πλαίσιο της ιεράρχησης της ορθής διαχείρισης των απορριμμάτων. Ωστόσο, η επιλογή αυτή πρέπει να αποτελεί το τελευταίο στάδιο στην ιεραρχία διαχείρισης αποβλήτων (πριν την ταφή), όπως καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση.

Είναι επίσης δεδομένο ότι η χώρα μας, διαχρονικά και για πολλές δεκαετίες, παγιδεύτηκε σε αδιέξοδα λανθασμένων επιλογών και σχεδιασμών, με καθυστερήσεις στην ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα σε τομείς αξιοποίησης ανακτώμενων υλικών από απορρίμματα ως δευτερογενείς πρώτες ύλες και δεν δρομολόγησε δράσεις και έργα ορθής διαχείρισης, με βάση την ιεράρχηση των επιλογών και των Οδηγιών της ΕΕ. Έτσι, εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους δαπανήθηκαν σε έργα υγειονομικής ταφής (ΧΥΤΑ), χωρίς ουσιαστικές επενδύσεις στην ανακύκλωση και χωρίς ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα που θα μπορούσε να πρωτοστατήσει στην αξιοποίηση των δευτερογενών πρώτων υλών από τα απορρίμματα προωθώντας παράλληλα και υποστηρίζοντας ουσιαστικά τη μείωση της υγειονομικής ταφής σε ΧΥΤΑ.

Τα τελευταία χρόνια, γίνονται σημαντικές προσπάθειες να αντιστραφεί η κατάσταση και επιτέλους να δρομολογηθούν έργα που θα ξεκολλήσουν την αξιοποίηση των απορριμμάτων σε επίπεδο χώρας από ποσοστά μικρότερα του 20% και τη μείωση της ταφής των απορριμμάτων σε ΧΥΤΑ (>80%).

Η Δυτική Μακεδονία ωστόσο, μέσω της ΔΙΑΔΥΜΑ, έχει σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο, με ποσοστά αξιοποίησης άνω του 65% και υγειονομική ταφή περίπου στο 35%, καθιστώντας την πρωτοπόρο Περιφέρεια της χώρας στη βιώσιμη και ολοκληρωμένη διαχείριση απορριμμάτων.

Το πλαίσιο της ΕΕ για τα απόβλητα & η στοχευμένη αναθεώρηση της Οδηγίας Πλαισίου

Η βασική «ομπρέλα» πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα απόβλητα είναι η Οδηγία-Πλαίσιο για τα Απόβλητα (2008/98/ΕΚ), όπως έχει τροποποιηθεί. Θέτει τους γενικούς κανόνες για τον ορισμό των αποβλήτων, τις υποχρεώσεις πρόληψης, συλλογής και επεξεργασίας, την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και τη διευρυμένη ευθύνη παραγωγού (Extended Producer Responsibility-EPR). Κεντρικό εργαλείο είναι η «ιεράρχηση των αποβλήτων»:

1) πρόληψη,

2) επαναχρησιμοποίηση,

3) ανακύκλωση/ανάκτηση υλικών,

4) άλλου τύπου ανάκτηση π.χ. ενεργειακή

5) διάθεση (ταφή).

Η ιεράρχηση κατευθύνει κράτη-μέλη και φορείς ώστε οι επιλογές διαχείρισης να μεγιστοποιούν την εξοικονόμηση πόρων, να μειώνουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και να στηρίζουν την κυκλική οικονομία.

Η Οδηγία ενσωματώνει επίσης:

· Υποχρεώσεις χωριστής συλλογής βασικών ρευμάτων (χαρτί, μέταλλα, πλαστικά, γυαλί, βιοαπόβλητα κ.ά.), ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα των υλικών και τα ποσοστά ανάκτησης.

· Κανόνες για «παραπροϊόντα» και «παύση χαρακτηρισμού ως απόβλητο» (end-of-waste), ώστε υλικά που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια να επιστρέφουν νόμιμα στην αγορά.

· Συστήματα Διευρυμένης Ευθύνης Παραγωγού (EPR) για προϊόντα/ρεύματα με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (π.χ. συσκευασίες, Αποβλήτων Ηλεκτρικού και Ηλεκτρονικού Εξοπλισμού-ΑΗΗΕ, μπαταρίες), όπου ο παραγωγός συνεισφέρει στο κόστος συλλογής και επεξεργασίας.

Η στοχευμένη αναθεώρηση της Οδηγίας-Πλαισίου (2023–2025)

Το 2023 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε πρόταση στοχευμένης αναθεώρησης της Οδηγίας-Πλαισίου με έμφαση σε δύο κρίσιμους τομείς: (α) μείωση της σπατάλης τροφίμων και (β) διαχείριση αποβλήτων κλωστοϋφαντουργίας/ενδύματος. Η πρόταση εντάσσεται στην ευρύτερη Ατζέντα Κυκλικής Οικονομίας και φιλοδοξεί να κλείσει κενά εφαρμογής, να δημιουργήσει καθαρά κίνητρα για πρόληψη και να προετοιμάσει την αγορά για υψηλής ποιότητας ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση.

Στο πολιτικό σκέλος, τον Φεβρουάριο του 2025 ανακοινώθηκε προσωρινή συμφωνία (provisional agreement) μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου για τη στοχευμένη αναθεώρηση, με στόχο δεσμευτικούς στόχους μείωσης αποβλήτων τροφίμων έως το 2030 και νέες ρυθμίσεις για τα απορρίμματα κλωστοϋφαντουργίας. Η συμφωνία αυτή επιβεβαιώνει τη στροφή της ΕΕ προς την πρόληψη, την επαναχρησιμοποίηση και υψηλής ποιότητας διαχείριση σε ρεύματα με μεγάλη περιβαλλοντική επίπτωση.

Τι σημαίνουν πρακτικά για κράτη-μέλη και φορείς

· Περισσότερη πρόληψη: εθνικά/τοπικά σχέδια με σαφείς δείκτες μείωσης αποβλήτων (ιδίως τροφίμων) σε όλη την αλυσίδα αξίας (παραγωγή, μεταποίηση, λιανεμπόριο, νοικοκυριά).

· Καλύτερη χωριστή συλλογή: υποδομές και κανόνες που κάνουν εύκολη/υποχρεωτική τη διαλογή στην πηγή για να ενισχυθεί η ανακύκλωση υψηλής ποιότητας.

· EPR και πράσινος σχεδιασμός: διεύρυνση/ενίσχυση EPR και κίνητρα οικολογικού σχεδιασμού προϊόντων ώστε να διευκολύνονται η επισκευή, η επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση.

· Κυκλικές αγορές: σαφή κριτήρια για «end-of-waste» και υποστήριξη δευτερογενών υλικών, ώστε να λειτουργούν πραγματικές αγορές και να πέφτει το κόστος για τις επιχειρήσεις.

Συνολικά, το ευρωπαϊκό πλαίσιο ωθεί σταθερά τις πολιτικές από τη «διαχείριση αποβλήτων» στην κυκλική οικονομία, με έμφαση στην πρόληψη, την επανάχρηση, την ποιοτική ανακύκλωση και την ανάπτυξη νέων αλυσίδων αξίας (π.χ. επισκευή, δευτερογενή υλικά, textile-to-textile ανακύκλωση). Η στοχευμένη αναθεώρηση της Οδηγίας-Πλαισίου έρχεται να κλειδώσει δεσμευτικούς στόχους (ιδίως για τη σπατάλη τροφίμων), να διορθώσει ασυνέχειες σε «δύσκολα» ρεύματα (όπως τα κλωστοϋφαντουργικά) και να στηρίξει τις επενδύσεις που απαιτούνται για να πετύχουν οι στόχοι του 2030 και του 2050.

Η Ενεργειακή Αξιοποίηση στο Πλαίσιο της Κυκλικής Οικονομίας και της Βιοοικονομίας

Η ενεργειακή αξιοποίηση των απορριμμάτων και των υπολειμματικών ροών υλικών μπορεί να διαδραματίσει συμπληρωματικό αλλά στρατηγικά κρίσιμο ρόλο στο πλαίσιο της Κυκλικής Οικονομίας και της Βιοοικονομίας. Σκοπός δεν θα έπρεπε να είναι απλώς η καύση για παραγωγή ενέργειας, αλλά η πολυδιάστατη αξιοποίηση των αποβλήτων με στόχο την ανάκτηση ενέργειας, υλικών και προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση της ταφής, των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της εξάρτησης από ορυκτές πρώτες ύλες.

Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Ενεργειακής Αξιοποίησης (ESWET), οι μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης πρέπει να θεωρούνται εργαλεία κυκλικής διαχείρισης, που έρχονται να συμπληρώσουν–όχι να αντικαταστήσουν– τις πολιτικές πρόληψης, επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης. Η σωστά σχεδιασμένη ενεργειακή αξιοποίηση μπορεί να αποτρέψει τις ανεξέλεγκτες εκπομπές μεθανίου από τους ΧΥΤΑ και να ανακτήσει πολύτιμη θερμική και ηλεκτρική ενέργεια, ιδίως μέσω της συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας (CHP) και της διασύνδεσης με δίκτυα τηλεθέρμανσης, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία.

Πέρα από τη συμπαραγωγή, οι πιο σύγχρονες προσεγγίσεις εντάσσονται στη λογική του «βιοδιυλιστηρίου»– μιας υποδομής που μετατρέπει τα οργανικά κλάσματα των απορριμμάτων και τα βιοαπόβλητα (όπως τα υπολείμματα τροφίμων, τα πράσινα απορρίμματα και τα γεωργικά υπολείμματα) σε ενέργεια, βιοκαύσιμα και νέα βιοπροϊόντα. Μέσω τεχνολογιών όπως η αναερόβια χώνευση, η πυρόλυση, η αεριοποίηση, η βιοκατάλυση και η χημική ανακύκλωση, μπορούν να παραχθούν:

· Προηγμένα βιοκαύσιμα και συνθετικά καύσιμα (SAF) για την ναυσιπλοΐα, την αεροπορία και τις μεταφορές,

· Πράσινο μεθάνιο ή υδρογόνο για ενεργειακή χρήση,

· Βιοπλαστικά και βιοπολυμερή που αντικαθιστούν τα πετροχημικά προϊόντα,

· Εδαφοβελτιωτικά και βιολιπάσματα για την αγροτική παραγωγή, μειώνοντας τη χρήση χημικών εισροών.

Αυτή η προσέγγιση ενισχύει την κυκλικότητα της τοπικής οικονομίας, μετατρέποντας τα απόβλητα σε πόρους και δημιουργώντας τοπικές αλυσίδες αξίας. Παράλληλα, η αξιοποίηση των βιοαποβλήτων συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal) και της Στρατηγικής για τη Βιοοικονομία, που επιδιώκουν τη βιώσιμη διαχείριση βιολογικών πόρων, τη μείωση των εκπομπών και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των περιφερειακών οικονομιών.

Η ανάπτυξη τέτοιων ολοκληρωμένων συστημάτων ενεργειακής και βιολογικής αξιοποίησης μπορεί να καταστήσει τις περιφέρειες– όπως η Δυτική Μακεδονία πρότυπα βιώσιμης μετάβασης, συνδυάζοντας την ενεργειακή ανεξαρτησία, την τοπική καινοτομία και τη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, η επιτυχία προϋποθέτει σαφές θεσμικό πλαίσιο, επιστημονική τεκμηρίωση, τοπική συμμετοχή και αυστηρή περιβαλλοντική παρακολούθηση, ώστε η ενεργειακή αξιοποίηση να αποτελεί πραγματικό εργαλείο της περιφερειακής ανάπτυξης και όχι απλώς ένα νέο στάδιο ρύπανσης.

Παρατηρήσεις για τη Στρατηγική Μελέτη και τις Επιπτώσεις στη Δυτική Μακεδονία

Είναι σε κάθε περίπτωση οξύμωρο, στην Περιφέρεια με το μεγαλύτερο ποσοστό αξιοποίησης απορριμμάτων στη χώρα, να τίθεται υπό διαβούλευση ένας σχεδιασμός για τη δημιουργία μίας (εκ των δύο) μεγαλύτερων μονάδων θερμικής επεξεργασίας απορριμμάτων, η οποία θα συγκεντρώνει στερεά καύσιμα προερχόμενα από πέντε (από τις δεκατρείς) Περιφέρειες της χώρας. Ακόμη πιο προβληματικό είναι το γεγονός ότι στις περισσότερες από αυτές τις Περιφέρειες λειτουργούν μόνο ΧΥΤΑ (με εξαίρεση τη μονάδα επεξεργασίας της ΜΕΑ-Ηπείρου) και δεν είναι σε λειτουργία καμία μονάδα προεπεξεργασίας των απορριμμάτων (ΜΕΑ), άλλα μόνο έργα υπό σχεδιασμό (ΜΕΑ Ανατολ. Τομέα ΠΚΜ, ΜΕΑ Δυτ. Τομέα ΠΚΜ, ΜΕΑ Λάρισας, ΜΕΑ Βόλου, ΜΕΑ Τρικάλων-Καρδίτσας, ΜΕΑ Κέρκυρας).

Ένας ολοκληρωμένος εθνικός σχεδιασμός οφείλει να λαμβάνει υπόψη την υφιστάμενη κατάσταση διαχείρισης και να βασίζεται σε αντικειμενικά, διαφανή κριτήρια επιλογής χωροθέτησης και βιωσιμότητας. Είναι λανθασμένο να ζητείται δημόσια διαβούλευση για τη ΣΜΠΕ ενός σχεδίου εθνικού δικτύου έξι μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης χωρίς να έχουν δημοσιοποιηθεί η μελέτη σκοπιμότητας, βιωσιμότητας και τεχνικοοικονομικού σχεδιασμού που να αιτιολογεί τις επιλογές αυτές. Δεν έχουν παρουσιαστεί τα κριτήρια επιλογής των περιοχών, οι εναλλακτικές λύσεις που εξετάστηκαν ούτε η τεκμηρίωση που οδηγεί στη χωροθέτηση μονάδας στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας με πρώτη ύλη 300.000 τόνους/έτος, όταν σε άλλες περιφέρειες προβλέπονται μονάδες μόλις 60.000 τόνων/έτος.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ΔΙΑΔΥΜΑ, ο καθ’ ύλην αρμόδιος Φορέας Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων της Περιφέρειας, που έχει καταφέρει να αναδείξει τη Δυτική Μακεδονία σε πρότυπο διαχείρισης απορριμμάτων σε εθνικό επίπεδο, δεν συμμετέχει στο σχεδιασμό του έργου. Μία τέτοια παράλειψη αποδυναμώνει τη νομιμοποίηση του σχεδίου, θέτει ζητήματα τοπικής αποδοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης, και δημιουργεί βάσιμους φόβους για αύξηση του κόστους διαχείρισης, το οποίο τελικά θα μετακυλιστεί στους πολίτες και στις επιχειρήσεις.

Αναγνωρίζεται ότι η θερμική ενεργειακή αξιοποίηση μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της μείωσης της ταφής κάτω του 10% έως το 2035, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές (ΒΔΤ) και οι αυστηροί περιβαλλοντικοί κανόνες της ΕΕ. Ωστόσο, η προτεινόμενη ΣΜΠΕ παρουσιάζει ουσιαστικές αδυναμίες, όπως:

· Τη διαβούλευση επί του αποτελέσματος και όχι επί της μελέτης σχεδιασμού και σκοπιμότητας.

· Τον αποκλεισμό των Δήμων και των ΦοΔΣΑ, ειδικά της ΔΙΑΔΥΜΑ, από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

· Την παράκαμψη της ιεραρχίας διαχείρισης αποβλήτων, καθώς δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα ουσιαστική ενίσχυση της ανακύκλωσης στην πηγή και της πρόληψης παραγωγής απορριμμάτων.

Σε όλες τις χώρες της ΕΕ όπου οι μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης είναι βιώσιμες, λειτουργούν σε συνδυασμό με εκτεταμένα δίκτυα ανακύκλωσης, διαλογής στην πηγή, και μονάδες βιολογικής επεξεργασίας (αναερόβιας χώνευσης, κομποστοποίησης κ.λπ.), ως τμήμα ενός ολοκληρωμένου συστήματος κυκλικής διαχείρισης.

Συμπερασματικά

Η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται στη πιο κρίσιμη φάση της μεταλιγνιτικής της πορείας, με βαθιά οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση σε εξέλιξη. Οι τοπικές κοινωνίες και επιχειρήσεις δεν αντέχουν νέες ασύμμετρες επιβαρύνσεις χωρίς σαφή τεκμηρίωση και αναπτυξιακό όφελος.

Η θέση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Κοζάνης είναι ότι:

· Η ενεργειακή αξιοποίηση έχει ρόλο μόνο στο τέλος της αλυσίδας, ως συμπληρωματική μορφή διαχείρισης των μη ανακυκλώσιμων υπολειμμάτων.

· Ο σχεδιασμός πρέπει να βασίζεται σε τεχνικοοικονομικά κριτήρια, αντικειμενική χωροθέτηση και τοπική συναίνεση.

· Πρέπει να προηγηθεί δημόσια διαβούλευση επί της μελέτης σκοπιμότητας και όχι απλώς της ΣΜΠΕ.

· Η ΔΙΑΔΥΜΑ, οι Δήμοι και η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, πρέπει να έχουν ουσιαστικό ρόλο σε κάθε μελλοντικό σχεδιασμό, ώστε να διασφαλιστούν η τοπική αποδοχή, η βιωσιμότητα και το αναπτυξιακό όφελος για την περιοχή.

· Οι πολιτικές πρέπει να προσανατολιστούν προς την κυκλική οικονομία, τη βιοοικονομία, και την πραγματική αποκέντρωση της διαχείρισης απορριμμάτων.

Το ΕΒΕ Κοζάνης δηλώνει πως θα στηρίξει κάθε επιστημονικά τεκμηριωμένη και οικονομικά βιώσιμη πρόταση που προωθεί την πράσινη ανάπτυξη, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και την περιβαλλοντική προστασία της περιοχής. Ωστόσο, η προτεινόμενη ΣΜΠΕ, με τα σημερινά δεδομένα, δεν διασφαλίζει αυτές τις προϋποθέσεις και ξεκάθαρα δεν είναι αποδεκτή χωρίς ουσιαστική επαναξιολόγηση, διαφάνεια και συμμετοχικό σχεδιασμό.

Η υλοποίηση μιας μονάδας αξιοποίησης Απορριμματογενών Ενεργειακών Πρώτων Υλών (ΑΕΠΥ) από Αστικά Στερεά Απόβλητα (ΑΣΑ) θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή εφόσον διασφαλιστούν σαφή και μετρήσιμα τοπικά οφέλη και αναπτυξιακή προοπτική για τη Δυτική Μακεδονία. Σημειώνουμε ορισμένες ενδεικτικές προτάσεις που θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν μέσω διαβούλευσης με όλους τους τοπικούς εμπλεκόμενους φορείς:

· Συμμετοχή της ΔΙΑΔΥΜΑ (και επομένως και των Δήμων της Περιφέρειας) στο επενδυτικό σχήμα ώστε μέρος των εσόδων της μονάδας να επιστρέφει στην τοπική οικονομία και να ενισχύει την τοπική ανάπτυξη.

· Παροχή ηλεκτρικής ενέργειας από τη μονάδα στις επιχειρήσεις της περιοχής σε ανταγωνιστική ή μειωμένη τιμή, ως κίνητρο διατήρησης και προσέλκυσης επενδύσεων.

· Μηδενική ή εξαιρετικά χαμηλή τιμή θερμικής ενέργειας για τα δίκτυα τηλεθέρμανσης των πόλεων της περιοχής, ως άμεσο αντισταθμιστικό όφελος προς τους πολίτες.

· Η δημιουργία ενός Ειδικού Αναπτυξιακού Προγράμματος (ΕΑΠ), ανάλογου με εκείνο που υλοποιείται στο πλαίσιο του Τέλους Ανάπτυξης της ΔΕΗ, για τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών έργων, έργων καινοτομίας και δράσεων εξωστρέφειας και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.

· Θεσμοθέτηση και εφαρμογή πρότυπου συστήματος παρακολούθησης κρίσιμων δεικτών και παραμέτρων ορθής και εύρυθμης λειτουργίας (περιβαλλοντικοί και υγειονομικοί δείκτες).

· Περιβαλλοντικά αντισταθμιστικά μέτρα, όπως συστηματική παρακολούθηση εκπομπών, δενδροφυτεύσεις, αποκατάσταση υποβαθμισμένων εκτάσεων και έργα πράσινης υποδομής.

· Επενδύσεις σε δράσεις κυκλικής βιοοικονομίας, όπως δημιουργία πιλοτικών μονάδων ανάκτησης και αξιοποίησης δευτερογενών πρώτων υλών, βιοδιυλιστήρια καθώς και δομών εκπαίδευσης και κατάρτισης.

· Τοπική προτεραιότητα στην απασχόληση και στην προμήθεια υλικών και υπηρεσιών, ώστε το μεγαλύτερο δυνατό μέρος της οικονομικής δραστηριότητας να παραμένει στην Περιφέρεια.

Μόνο εφόσον διασφαλιστούν οι παραπάνω όροι, με ουσιαστική συμμετοχή όλων των θεσμικών, παραγωγικών και κοινωνικών φορέων της περιοχής, μπορεί να εξεταστεί θετικά η προοπτική μιας τέτοιας επένδυσης. Η υλοποίησή της οφείλει να ενταχθεί σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στρατηγικής παρέμβασης για τη μετάβαση της Δυτικής Μακεδονίας σε ένα νέο, βιώσιμο και διαφοροποιημένο παραγωγικό μοντέλο, που θα βασίζεται στην πράσινη οικονομία, την καινοτομία και την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων.

Η Κυβέρνηση, σε συνεργασία με την Περιφέρεια, τους Δήμους και τα Επιμελητήρια, οφείλει να διασφαλίσει ότι μια τέτοια επένδυση δεν θα λειτουργήσει αποσπασματικά, αλλά θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου ανασυγκρότησης και αναβάθμισης της τοπικής οικονομίας, με σαφή δέσμευση για ενίσχυση των τοπικών επιχειρήσεων, προσέλκυση νέων επενδύσεων, δημιουργία σταθερών, ποιοτικών θέσεων εργασίας και ουσιαστική ενίσχυση της αναπτυξιακής προοπτικής της περιοχής.

Μόνο μέσα από μια τέτοια ολιστική και συμμετοχική προσέγγιση μπορεί η συγκεκριμένη επένδυση να αποτελέσει μοχλό δίκαιης μετάβασης, ενεργειακής αυτονομίας και βιώσιμης ανάπτυξης για τη Δυτική Μακεδονία.

Μοιραστείτε την είδηση