Η φιλία και ο αθλητισμός, δύο φίλοι

18 Min Read

Γράφει ο Χαράλαμπος Μανουσαρίδης, μαθητής του Μουσικού Σχολείου Σιάτιστας

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό σε μια μικρή πόλη, στην καρδιά της Ελλάδας, ενώ επικρατούσε ηρεμία και γαλήνη, όπως τις περισσότερες ημέρες στο σχολείο μας, ο διευθυντής μάς ανακοίνωσε ότι θα διοργανωθούν αγώνες στίβου στο γήπεδο. Μας προέτρεψε να λάβουμε μέρος, παραθέτοντας τα άπειρα θετικά που αποκομίζουμε με τη συμμετοχή μας σε αθλητικές δραστηριότητες και κυρίως ότι αποτελεί ευχάριστη διέξοδο από την έντονη καθημερινότητά μας, μιας και ασκούμε και το σώμα, αλλά και την ψυχή και το πνεύμα με εποικοδομητικό τρόπο, αφήνοντας για λίγο τις οθόνες. 

  Όλοι ενθουσιάστηκαν με την ανακοίνωση αυτή και δήλωσαν συμμετοχή. Από αυτούς δύο έφηβοι φίλοι μας, που τους συνέδεε κάτι παραπάνω από απλή φιλία, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αδελφική, θα έτρεχαν στα δύο χιλιόμετρα. Ο ένας ονομαζόταν Νίκος και ο άλλος Αριστοτέλης. Ήταν τόσο καλοί φίλοι, γεγονός που ήταν εμφανές από τον τρόπο που σκέφτονταν ο ένας για τον άλλο και από τις ενέργειές τους, οι οποίες ήταν πλαισιωμένες από περισσή αγάπη και ενδιαφέρον για το πρόσωπο του καθενός τους χωριστά. Παρά τις διαφορετικές τους προσωπικότητες, η φιλία τους ήταν αδιατάρακτη και δυνατή. Ο Νίκος ήταν ο τύπος του αθλητικού παιδιού, γεμάτος ενέργεια και ζωντάνια, ενώ ο Αριστοτέλης ήταν πιο σκεπτικός και ήρεμος, με μια αγάπη για τη φιλοσοφία και την αυτογνωσία. Παρά ταύτα, ο αθλητισμός ήταν κάτι που τους ένωνε. Από μικροί, περνούσαν ώρες στα γήπεδα, παίζοντας ποδόσφαιρο, μπάσκετ και στίβο. Το γήπεδο για αυτούς ήταν ο τόπος όπου μπορούσαν να είναι οι καλύτεροι εαυτοί τους.

    Συγκεκριμένα, ο Νίκος αγαπούσε από πολύ μικρός τον αθλητισμό. Προπονούνταν σκληρά και με πολύ ζήλο. Σχεδόν ποτέ δεν είχε απουσιάσει από τις προπονήσεις και δεν παραμελούσε τη διατροφή του, αλλά ήταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, η οποία δεν του επέτρεπε να αμείβει καλούς προπονητές, που θα του έδειχναν τις κατάλληλες τεχνικές, αλλά και να καλύψει τις δαπάνες, για να συμμετέχει σε αγώνες. Αντίθετα,  ο Αριστοτέλης, παρά το ότι είχε όλες τις οικονομικές προϋποθέσεις  και τις ανέσεις για να ευδοκιμήσει στον αθλητισμό, ασχολούνταν πολλές ώρες με τον υπολογιστή. Δεν μπορούσε να αποχωριστεί όποια μορφή οθόνης. Ευτυχώς, τον παρακινούσε ο καλός του φίλος, Νίκος, και έστω και για λίγο χρόνο αθλούνταν μαζί.

    Μετά από λίγες ημέρες ο υπεύθυνος των αγώνων του σχολείου ανακοίνωσε στους ενδιαφερομένους ότι, για να μπορέσουν να λάβουν μέρος στους αγώνες, απαιτούνταν να συμμετάσχουν πρώτα σε προκριματικούς αγώνες. Μόλις άκουσε το παραπάνω ο Αριστοτέλης, παρακινήθηκε και άρχισε να προπονείται πολύ και μάλιστα σκληρά. Οι δύο φίλοι προπονούνταν μαζί και ο Νίκος χαιρόταν που επιτέλους ο αδελφικός του φίλος περιόρισε κατά πολύ την ενασχόλησή του με τον υπολογιστή.

    Κάποια στιγμή των προπονήσεων εμφανίστηκε ένα παιδί, εν ονόματι Τσάρλι, ο πατέρας του οποίου, όπως είπε, ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου αυτοκινήτων. Από τη πρώτη στιγμή ο Τσάρλι είχε αλαζονική συμπεριφορά έναντι των άλλων παιδιών και καυχιόταν για τα πλούτη του, ενώ ταυτόχρονα περιφρονούσε τους υπόλοιπους για την οικονομική ανέχειά τους. Αναφορικά με τους αγώνες φέρθηκε για ακόμα μια φορά με κυνισμό και αλαζονεία, λέγοντας ότι, όποιος θα κέρδιζε τους αγώνες και θα λάμβανε το χρηματικό έπαθλο, θα γινόταν πλούσιος και έπειτα αποδεκτός από τους υπόλοιπους στην κοινωνία του χρήματος και θα αύξανε και την υπόληψή του. Ωστόσο, όποιος θα ηττόταν, θα έπρεπε να χαθεί από την κοινωνία τους, καθώς η ντροπή του θα ήταν μεγάλη και δε θα μπορούσε να αντικρίσει τους υπόλοιπους από την απογοήτευση και την απόγνωση της ήττας του. Συνεπώς, θα ξεριζωνόταν από τον τόπο του, καθώς θα τον κατέκλυζαν αρνητικά συναισθήματα.

    Οι δύο φίλοι προβληματίστηκαν με τα λόγια του Τσάρλι. Παρά ταύτα δέχτηκαν να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Αμέσως, τους κατέβαλε μια αρνητική διάθεση που κατέληξε σε κλάματα, καθώς αντιλήφθηκαν το βάθος των λόγων του Τσάρλι. Έξαφνα, εμφανίστηκε ένας άνδρας με τεράστια σωματική διάπλαση, ολόλευκη ενδυμασία, ξανθά μαλλιά σαν χρυσάφι και γαλήνια όψη. Στην αρχή, τα δύο παιδιά ξαφνιάστηκαν και φοβήθηκαν. Στη συνέχεια, όμως, ο φόβος καταλάγιασε και ήρθε η ηρεμία, καθώς τους υπέδειξε να συνεργαστούν και να αλληλοβοηθηθούν. Οι δύο φίλοι ευχαρίστησαν και χαιρέτησαν τον άνθρωπο-άγγελο, ο οποίος τους έδωσε δύο φυλαχτά, που θα τα κρατούσαν, ενόσω θα προπονούνταν, αλλά και αργότερα.

    Σε κάποιες από τις προπονήσεις τούς επισκεπτόταν και ο Τσάρλι. Έπειτα, τους ανακοίνωσε ότι θα λάβει και αυτός μέρος στους αγώνες. Έκπληκτοι οι δύο φίλοι το δέχτηκαν, αλλά συγχρόνως ένας ανεξήγητος φόβος και μία ανησυχία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό τους. Παραξενεύτηκαν, αλλά συνέχισαν τις προπονήσεις, ώσπου κάποια μέρα είδαν τον Τσάρλι μετά την προπόνηση να κατευθύνεται σε ένα περίεργο για τον ανθρώπινο νου μέρος. Αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν, προκειμένου να λύσουν τον προβληματισμό τους. Αφού προχωρούσαν, έφτασαν σε μία δασώδη περιοχή, με πολλά αγκάθια, απροσπέλαστα και άβατα. Αρχικά, φοβήθηκαν, έπειτα θωρακίστηκαν με όση δύναμη μπορούσαν να οπλιστούν και συνέχισαν τη δύσκολη διαδρομή. Μια διαδρομή που θύμιζε τη δική τους ζωή, μεστή από κάθε είδους δυσκολίες, μόχθους και ακατάπαυστα συμπεριφορές ανηθικότητας, φθόνου, εγωπάθειας, αλαζονείας, έπαρσης, και ιδιοτέλειας.

    Κάποια στιγμή έφτασαν στον προορισμό τους, μιας και ο Τσάρλι μπήκε σε μία σπηλιά και σε ανύποπτο χρόνο μεταμορφώθηκε σε έναν απαίσιο και τρομακτικό μάγο. Μόλις το είδαν, τρόμαξαν πολύ. Σε λίγα λεπτά άκουσαν τον μάγο να ψιθυρίζει: «Είμαι σε καλό δρόμο. Σε λίγο θα τους καταφέρω και θα τους πάρω το πολυπόθητο κλειδί. Εύχομαι να γίνει όσο γίνεται πιο γρήγορα, γιατί δεν αντέχω άλλο να τρέχω». Σε κλάσματα δευτερολέπτου εξαφανίστηκαν και προσπάθησαν να εξηγήσουν τα όσα είδαν και άκουσαν.

    Μετά από αρκετές μέρες, αφού έψαξαν σε βιβλία και βιβλιοθήκες, ρώτησαν μικρούς και μεγάλους, άμεσα και έμμεσα, κατάλαβαν ότι όλα πηγάζουν από μια μερικώς ανεξήγητη ιστορία. Κάποτε ένας άλλος μάγος είχε κλείσει εκ παραδρομής το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης της μαγείας σε ένα σεντούκι της περιοχής, το ονομαζόμενο «Κουτί της Πανδώρας» και το κλειδί το είχε πάρει ένας καλοσυνάτος και μειλίχιος άνθρωπος. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πατέρας του παππού του Αριστοτέλη. Το κλειδί πήγαινε από γενιά σε γενιά και τώρα το είχε ο παππούς του, ο κος Κλεόβουλος. Τότε ένωσαν τα κομμάτια του παζλ και αντιλήφθηκαν ότι ο Τσάρλι- μάγος διοργάνωσε τους εν λόγω αγώνες, γιατί επιθυμούσε αφενός να τους σπείρει τη διχόνοια και αφετέρου να τους κατασκοπεύει, για να πάρει το πολυπόθητο κλειδί και να φέρει πάλι τη μαγεία και όλες τις συμφορές και τα πάθη που την ακολουθούν.

    Το κλειδί, βέβαια, ήταν το «φαίνεσθαι», γιατί στο «είναι» κρυβόταν όλη η ασχήμια του κόσμου, τα ανεπίτρεπτα που μπορούν να προκαλέσουν οι άνθρωποι, νιώθοντας φθόνο για τον συνάνθρωπό τους. Αυτό, λοιπόν, που περιγράφεται αποτελεί σημαντικό εφαλτήριο, για να σταματήσει η δυστυχία και να επέλθει η ευτυχία με τη συμβολή του καλού και της φιλίας μέσω του αθλητισμού.

    Αμέσως, μίλησαν με τον παππού του Αριστοτέλη, ο οποίος τους συμβούλεψε να απομακρυνθούν από τον Τσάρλι, να προσέχουν τα λόγια και τις κινήσεις τους και να πάρουν μέρος στον αγώνα, χωρίς να δείξουν ότι γνωρίζουν κάτι σχετικά με την ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούσε το σεντούκι. Τους είπε ότι διαισθανόταν πως όλα θα πάνε κατ’ ευχήν.

    Ο καιρός περνούσε και οι δύο φίλοι συνέχιζαν τις προπονήσεις τους, όντας αποστασιοποιημένοι από τον Τσάρλι. Όταν έφτασε η μεγάλη μέρα των αγώνων, συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Ενώ έτρεχαν, προσπάθησε ο Τσάρλι να μπει ανάμεσα στους δύο φίλους, για να τους χωρίσει, να απαγάγει τον Αριστοτέλη και να πάρει το κλειδί. Ευτυχώς, πρυτάνευσε το καλό και οι δύο φίλοι αντέκρουσαν τον Τσάρλι. Διττή ήταν η χαρά τους, γιατί νίκησαν στους αγώνες, αλλά πρώτιστα νίκησαν το κακό, τη μαγεία, τις συμφορές, τη διχόνοια και όλα τα αρνητικά που φέρουν και δημιουργούν την ασχήμια στον κόσμο.

    Από εκείνη τη μέρα, ο Νίκος και ο Αριστοτέλης είχαν αποδείξει κάτι σημαντικό, πως με τη φιλία και τη συνεργασία το κακό μπορεί να νικηθεί και κάθε μορφή διχασμού μπορεί να ξεπεραστεί. Ο αθλητισμός συνδυαστικά με τη φιλία αποτέλεσαν το μέσο για την καταπολέμηση κάθε μορφής κακού και την επικράτηση της καλοσύνης. Οι άνθρωποι οφείλουν να συνεργάζονται ανιδιοτελώς και μεστοί από αγάπη, για να ζουν αρμονικά και γαλήνια. Έχοντας ως όπλο τις εμπειρίες που αποκόμισαν από την προηγούμενη τους επεισοδιακή συμμετοχή στους προαναφερθέντες αγώνες, μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν και τα ακόλουθα, όχι βέβαια ευχάριστα, αλλά γεγονότα, στα οποία δέσποσε η φιλία, η ομαδοσυνεργατικότητα και η πίστη για το καλό μέσα από τον αθλητισμό. 

    Συγκεκριμένα, μια μέρα, η πόλη τους βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν σκοτεινό κίνδυνο. Ένας μυστηριώδης ξένος είχε φέρει μαζί του μια ασθένεια που εξαπλωνόταν γρήγορα, γεμίζοντας τους κατοίκους με φόβο και απελπισία. Η ασθένεια, ωστόσο, δεν ήταν μόνο σωματική, αλλά είχε και πνευματικές και ψυχικές επιπτώσεις. Οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν την πίστη τους στον εαυτό τους και στους άλλους. Η πόλη άρχισε να βυθίζεται στο σκοτάδι της απογοήτευσης.

    Ο Νίκος και ο Αριστοτέλης δεν ήθελαν να αφήσουν την πόλη τους να παραδοθεί στην καταστροφή. Πίστευαν πως η δύναμη της φιλίας τους και της ομαδικότητας μπορούσε να νικήσει το κακό. Έτσι, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τον αθλητισμό ως όπλο τους. «Η ασθένεια που απειλεί την πόλη μας δεν είναι μόνο φυσική», είπε ο Αριστοτέλης με την ήρεμη φωνή του, «αλλά είναι και ψυχική. Οι άνθρωποι έχουν χάσει την πίστη τους στην ελπίδα, τη συνεργασία και την αυτοεκτίμηση. Αν καταφέρουμε να τους ενώσουμε ξανά, ίσως καταφέρουμε να γιατρέψουμε το κακό», αναφώνησε αναστενάζοντας. Ο Νίκος, με την ενέργεια και την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζε, συμφώνησε αμέσως. «Θα τους δείξουμε τη δύναμη της φιλίας, της συνεργασίας και της ομαδικότητας μέσα από τον αθλητισμό. Μαζί μπορούμε να νικήσουμε τα πάντα», είπε με σθένος ο Νίκος.

    Αποφάσισαν να οργανώσουν έναν αγώνα, στον οποίο θα καλούσαν όλους τους κατοίκους της πόλης να συμμετάσχουν. Ο αγώνας θα ήταν κάτι περισσότερο από έναν απλό αθλητικό διαγωνισμό. Ήθελαν να δημιουργήσουν ένα αίσθημα αλληλεγγύης και ενότητας, να δείξουν στους ανθρώπους πως, όταν συνεργάζονται, μπορούν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο.

    Ο Νίκος και ο Αριστοτέλης δούλεψαν ακάματα, για να οργανώσουν την εκδήλωση. Στην αρχή, οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν δύσπιστοι και διστακτικοί. Πολλοί είχαν χάσει την ελπίδα τους και δεν πίστευαν πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση. Όμως, όσο περισσότερο οι δύο φίλοι τούς ενθάρρυναν και τους έδειχναν την αξία του αθλητισμού ως μέσο επικοινωνίας και ενότητας, όλο και περισσότεροι συμπολίτες συμμετείχαν.

    Η μέρα του αγώνα ήρθε και η πόλη είχε γεμίσει από χαμόγελα και ελπίδα. Οι άνθρωποι που προηγουμένως απέφευγαν τη συντροφικότητα και την αλληλοβοήθεια, τώρα συνεργάζονταν και έπαιζαν μαζί. Κατά τη διάρκεια της συγκρότησης των ομάδων η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ενέργεια και ενθουσιασμό. Ήταν σαν να έβρισκαν εκ νέου την πίστη τους ο ένας στον άλλο, με αποτέλεσμα να ξεπεράσουν τις διαφορές τους. Ο αγώνας, όμως, δεν ήταν μόνο για να κερδίσει μια ομάδα. Ήταν για να καταλάβουν όλοι πως η πραγματική νίκη ήταν στη συνεργασία, στην υποστήριξη και στη φιλία. Η ένωση της πόλης, η αλληλοβοήθεια και το πνεύμα του αθλητισμού είχαν φέρει έναν αέρα αλλαγής.

    Το κακό άρχισε να υποχωρεί. Η ασθένεια που είχε καταλάβει την πόλη έδειξε σημάδια υποχώρησης, καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να νιώθουν ξανά ζωντανοί και αισιόδοξοι. Από εκείνη την ημέρα, ο Νίκος και ο Αριστοτέλης έγιναν σύμβολα της δύναμης της φιλίας και του αθλητισμού και όλοι στην πόλη τους γνώριζαν πως μαζί μπορούσαν να ξεπεράσουν τα πάντα.

    Δεν έφτανε μόνο αυτό, που ευτυχώς με τη φιλία, τη συνεργασία και την αλληλοϋποστήριξη, ο Νίκος και ο Αριστοτέλης είχαν γιατρέψει την ψυχή της πόλης, αλλά την έπληξε και άλλο κακό. Ένα καλοκαίρι, η πόλη τους βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα μεγάλο πρόβλημα. Κάποιο μυστηριώδες σκοτεινό στοιχείο, γνωστό ως «Ο Άνθρωπος της Σκιάς», είχε εμφανιστεί και άρχισε να επηρεάζει τη ζωή των κατοίκων, μεταφέροντας αρνητικά συναισθήματα, φόβο και διχόνοια. Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να αποφεύγουν ο ένας τον άλλον, να αμφισβητούν τις προθέσεις τους και να χάνουν την πίστη τους στις αξίες της κοινότητας.

    Η φιλία των δύο φίλων ήταν πιο δυνατή από ποτέ. Αν και το κακό φαινόταν ανίκητο, ο Νίκος και ο Αριστοτέλης πίστευαν ότι η φιλία τους, συνδυασμένη με τον αθλητισμό, μπορούσε να νικήσει τη σκοτεινιά που έπληττε την πόλη τους. Μια μέρα, καθώς έτρεχαν για προπόνηση στον τοπικό στίβο, ο Νίκος πρότεινε μια ιδέα: «Αριστοτέλη, αν μπορούμε να συγκεντρωθούμε όλοι οι άνθρωποι της πόλης και να τους ενθουσιάσουμε μέσω του αθλητισμού, ίσως καταφέρουμε να τους βοηθήσουμε να ξεπεράσουν αυτόν τον φόβο. Ο αθλητισμός ενώνει και η φιλία μας μπορεί να γίνει το παράδειγμα για όλους». Ο Αριστοτέλης, πάντα με την ήρεμη σκέψη του, συμφώνησε: «Ας διοργανώσουμε μια μεγάλη γιορτή του αθλητισμού, όπου όλοι θα μπορούν να συμμετάσχουν. Όμως, δε θα είναι μόνο οι αγώνες που θα μας ενώνουν, αλλά και οι κοινές αξίες που θα μας φέρουν πιο κοντά, όπως ο σεβασμός, η συνεργασία, η αγωνιστικότητα και φυσικά η φιλία».

    Η ιδέα των δύο φίλων άρχισε να αποκτά σάρκα και οστά. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης συμμετείχαν με ενθουσιασμό. Δημιουργήθηκαν ομάδες για διάφορα αθλήματα, για  τρέξιμο, για ποδόσφαιρο, για μπάσκετ, ακόμη και για μαραθώνιο. Κάθε ομάδα είχε μέλη από διαφορετικές ηλικίες και υπόβαθρα και η πνευματική σύνδεση μέσα από τον αθλητισμό άρχισε να δημιουργεί δεσμούς.

     Η μέρα της γιορτής έφτασε και οι δρόμοι της πόλης γέμισαν με χαμόγελα και γέλια. Ο Νίκος και ο Αριστοτέλης, έχοντας ηγηθεί αυτής της πρωτοβουλίας, παρακολουθούσαν την πόλη τους να ζωντανεύει ξανά. Στους αγώνες, οι άνθρωποι δεν ήθελαν απλώς να κερδίσουν, ήθελαν να συνεργαστούν και να ευχαριστηθούν την κάθε στιγμή. Η φιλία και η αλληλεγγύη βασίλευαν σε κάθε άθλημα. «Ο Άνθρωπος της Σκιάς», βλέποντας τη δύναμη της αλληλοβοήθειας και της ενότητας των κατοίκων, άρχισε να χάνει την ισχύ του. Η σκοτεινιά του υποχωρούσε μπροστά στη λάμψη της φιλίας και της συνεργασίας που είχαν δημιουργήσει οι φίλοι και οι κάτοικοι. Τελικά, δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει από την πόλη, αφήνοντας πίσω του την ηρεμία και τη χαρά.

     Οι φίλοι, Νίκος και Αριστοτέλης, είχαν καταφέρει κάτι που κανείς άλλος δε θα μπορούσε να φανταστεί. Είχαν νικήσει το κακό όχι με όπλα, αλλά με την ενότητα και την πίστη στις αξίες του αθλητισμού και της φιλίας. Από εκείνη την ημέρα, η πόλη είχε βρει τη δύναμή της. Ο αθλητισμός ήταν πλέον όχι μόνο μια δραστηριότητα, αλλά και ένα εργαλείο για την ενδυνάμωση της κοινότητας. Ο Νίκος και ο Αριστοτέλης, οι δύο καλοί φίλοι,  συνέχισαν να τρέχουν μαζί, έχοντας αποδείξει ότι η αληθινή φιλία και η δύναμη του αθλητισμού μπορούν να καταπολεμήσουν κάθε σκοτάδι και κάθε κακό και να θεμελιώσουν την καλοπροαίρετη διάθεση, βασικό στοιχείο για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας των ανθρώπων.

Μοιραστείτε την είδηση