Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Σχολή Κλασσικών Και Ανθρωπιστικών Σπουδών
Τμήμα: Γλώσσας, Φιλολογίας Και Πολιτισμού
Παρευξείνιων Χωρών
Ακαδημαϊκό Έτος 2019-2020
Μάθημα: Ελληνοβαλκανική Συγκριτική Λαογραφία
Θέμα: «Μωμοέρια Πρωτοχωρίου»
Φοιτήτρια: Μάρθα-Στυλιανή Δάτσιου, Α.Μ. 2771
Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Γαρυφαλλιά Θεοδωρίδου
Κοζάνη, Σεπτέμβριος 2020
Εισαγωγή
Για την εκπόνηση της εργασίας αυτής χρησιμοποίησα βιβλιογραφική μελέτη, από βιβλία που μου δάνεισαν οι συγχωριανοί μου, καθώς και επιτόπια έρευνα με ημικατευθυνόμενες συνεντεύξεις που πήρα από κατοίκους του χωριού. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο και Ιούλιο του 2020 σε επτά κατοίκους του χωριού Πρωτοχώρι, γυναίκες και άντρες, ενήλικους και ηλικιωμένους με καταγωγή από την Ματσούκα της Τραπεζούντας και την Γέιτσα του Καρς.
Το Πρωτοχώρι Κοζάνης βρίσκεται 7χλμ. νοτιοδυτικά της Κοζάνης σε υψόμετρο 680 μ. Ο πληθυσμός του σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 830 κάτοικοι και η παλιά ονομασία του είναι “Πορτοράζ”. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή η κυβέρνηση της Ελλάδας αποφασίζει να εγκατασταθούν πρόσφυγες από τις χαμένες πατρίδες, Πόντιοι, Μικρασιάτες και λίγοι από την Κωνσταντινούπολη. Οι πρώτοι πρόσφυγες Μικρασιάτες μετά από ταλαιπωρίες εγκαταστάθηκαν στον οικισμό, τον Αύγουστο του 1922. Οι κάτοικοι-πρόσφυγες προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη (12 οικογένειες), Σμύρνη (17 οικογένειες), Προύσα (12 οικογένειες), Τραπεζούντα (35 οικογένειες) –Ματσούκα (80 οικογένειες), Αμάσεια (6 οικογένειες), Αργυρούπολη (3 οικογένειες), Σάντα (3 οικογένειες), Πλάτανα (11 οικογένειες). Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων ήταν Πόντιοι από την πόλη της Τραπεζούντας (συνοικία Αγ. Ευγενίου), από το χωριό Αργαλί Τραπεζούντας και από την Ματσούκα κυρίως από τα χωριά του Καπίκιοϊ (Καρρά, Έντιμα, Κοντού, Ζερφυρύ, Λιβερά, Τσεβιζλούκ, Δανείαχα) και Χαψίκιοϊ (Γιαννακάντων). Επίσης και από το χωριό Αμπέλια που είναι η καταγωγή του αρχηγού των Μωμόγερων. Στο δυτικό μέρος του χωριού υπάρχει συνοικισμός παλιννοστούντων ομογενών από την πρώην ΕΣΣΔ που εγκαταστάθηκε στο χωριό το 2003.
Το έθιμο των Μωμόγερων είναι ένα αρχαιοελληνικό έθιμο που έλκει την καταγωγή του από τις Διονυσιακές γιορτές της αρχαιότητας οι οποίες γίνονταν για το καλό της χρονιάς, για την ανανέωση της φύσης και για την καλή σοδειά. Οι Μωμόγεροι έχουν τις ρίζες τους στο αρχαίο θέατρό μας, γιατί έχουν Πομπή ή Πάροδο (είσοδο θιάσου στην ορχήστρα-σκηνή), Αγώνα (δραματική δράση των δραματικών προσώπων), Κώμο, έξοδο (πανηγυρικό τέλος). Έχουν τις ρίζες τους στα Φαλλικά που ήταν σατυρικοί θίασοι των αγροτών, των αμπελουργών, των φτωχών και καταπιεσμένων. Έτσι, το έθιμο των Μωμόγερων αποτελούσε μία έκφραση των καταπιεσμένων Ελλήνων του Πόντου.
Οι Μωμόεροι, τα Κοτζιαμάνια, τ’ Αγραιδόπον, τα Μαïμούνια, οι Πορδαλάντ’ είναι μερικές από τις ονομασίες της εθιμικής παράστασης των Ποντίων που προέρχονται από παραλλαγές των περιοχών Τραπεζούντας, Παïπούρτης, Σουρμένων, Ακ-νταγ-μαντέν, Καπίκιοï. Η ονομασία Μωμόγεροι, Μωμοέρ’ και Μωμοέρια είναι η επικρατέστερη. Η λέξη Μωμόγεροι είναι σύνθετη, Μώμος και Γέρος. Για την ετυμολογία του πρώτου συνθετικού προτείνεται η αρχαία λέξη Μώμος που σημαίνει ψώγος, μομφή, κατηγορία ή ο θεός του ψώγου. Το δεύτερο συνθετικό “Γέροι” έχει σχέση με τα μεταμφιεσμένα πρόσωπα σε γέρους με ραβδιά-καμπούρες, άσπρα μαλλιά και άσπρα γένια, που στοιχειοθετούν ή αποτελούν τον κώδικα του γέρου.
Ο Δ.Η. Οικονομίδης θεωρούσε τα μωμογέρα ως λείψανο αρχαίου εθίμου ή αγροτική εορτή συμβολίζουσα την νάρκη της φύσεως κατά τον χειμώνα και την αναβίωση αυτής κατά την άνοιξη ή υποτυπώδη παράσταση που είχε ως σκοπό την αποτροπή των κακών. Στο έθιμο των Μωμόγερων αποτυπώνονται διάφορες παραλλαγές και ρόλοι, όπως: ο Τράγον, ο Γκιζίρ, ο Δίκωλον, η Νύφε, ο Ντερέμπεης-Αλογάς-Ατλής, ο Δικαστής-Κατής, ο Νοικοκύρης, ο Γιατρόν, οι Φουστανελάδες, ζώα (αρκούδα, καμήλα, λύκος), Γέρος-Γραία, ο Διάβολον-Σεïτάν, οι Θεατές. Στο Πρωτοχώρι πλέον παρατηρούνται μόνο οι: Φουστανελάδες με τον αρχηγός τους, ο Γέρον με τη Γραία, δύο νύφες, ο Γιατρόν, ο Πορτοραζ-άρχης (αστυνόμος), ο Άρκον με τον αρκουδιάρη και ο Διάβολον.

- Τόπος δρώμενου
Το χωριό παλιά ήταν μικρότερο και σε μια μέρα γινόταν το έθιμο. Στο τέλος, επειδή πάντα ήταν πιο βαρύς ο χειμώνας πήγαιναν σε κάποιο καφενείο οι συμμετέχοντες και οι γονείς τους. Τώρα αυτό διαδραματίζεται σε δύο μέρες, μια μέρα περνούν από τα περιφερειακά σπίτια και την άλλη από τα σπίτια που είναι στον κυρίως συνοικισμό. Ξεκινάνε από την εκκλησία και περνάνε στις γειτονιές σπίτι προς σπίτι. Ο πρώτος χορός γίνεται στο προαύλιο της εκκλησίας, από εκεί δίνει ευλογία ο πάτερ και πάνε
στο χωριό και στο τέλος, τα παλιότερα χρόνια, όταν το επέτρεπε ο
καιρός μαζεύονταν μέσα στην πλατεία και γινόταν το καθιερωμένο
μουχαμπέτι, το μεγάλο γλέντι. Την ημέρα που θα περάσουν για να πάνε σε κάποια σπίτια πιο πάνω από τα νεκροταφεία, γυρνώντας θα πάνε πάντα να χορέψουνε μέσα στα νεκροταφεία. Αυτό γίνεται μόνο στο Πρωτοχώρι και είναι προς τιμή των νεκρών. Πέρυσι είχαν μαζευτεί στην πλατεία,
φέτος μέσα στον σύλλογο, διότι είχαν επισκέπτες από την Φινλανδία.
- Χρόνος δρώμενου
Οι Μωμόγεροι παρασταίνονταν στο Πόντο το δωδεκαήμερο Χριστούγεννα,
Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια, όπως γιορτάζονταν και τα «Κατ’ αγρούς
Διονύσια» τον μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβρη-Γενάρη). Οι Μωμόγεροι στο
Πρωτοχώρι γίνονται μόνο το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, από τα
Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Σύμφωνα με το τραγούδι: «Οι Μωμοέρ’
εξέβανε τα Φώτα τ’ Άι Γιαννί…» το έθιμο γινόταν τα Φώτα ή του Άι
Γιαννιού. Τα τελευταία χρόνια το χωριό μας το κάνει στις 1 και 2
Ιανουαρίου. Για πρώτη φορά λέγεται πως έγινε το 1924 ή το 1925. Σταμάτησε ελάχιστες φορές για σοβαρούς λόγους, στην επταετία.
Ανάλογα με τη χρονιά, τις κοινωνικές συνθήκες, αν γινόταν ένα τραγικό
γεγονός, πένθος μπορεί να αναβαλλόταν. Για άλλους ευρύτερους λόγους
επί Ανταρτών, Εμφυλίου. Γενικά, παιζόταν αλλά πολλές φορές
σταματούσαν. Στη συνείδηση του κόσμου ήταν ζωντανό το έθιμο και αν δεν
γινόταν τη μια χρονιά οπωσδήποτε θα γινόταν την άλλη.

- Υπόθεση δρώμενου
Στο δρώμενο των Μωμογέρων παίρνουν μέρος μόνο άντρες, όπως και στο αρχαίο αττικό θέατρο όπου τους γυναικείους ρόλους τους υποδύονταν άντρες με προσωπεία. Κατά την περίοδο 1453-1922 θεατροποιούνται εντελώς, βαδίζουν προς την απόλυτη ελευθερία της έκφρασης τους με σκοπό καθαρά ψυχαγωγικό και σατιρικό. Οι συμμετέχοντες ερασιτέχνες ηθοποιοί έχουν τη συνείδηση ότι κάνουν θέατρο, σε αντίθεση με το αρχαϊκό δρώμενο όπου οι συμμετέχοντες είχαν συνείδηση τελετουργική, ήταν πεπεισμένοι για τη συμμετοχή τους σε λατρευτική τελετουργία. Σε αυτήν την περίοδο εξαλείφεται εντελώς η λατρευτική ευετηριακή αφετηρία και έχουμε την κατάληξη των Μωμόγερων σε καθαρό θεατρικό και ψυχαγωγικό παιχνίδι. Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν, δημιουργούν δραματικούς και κωμικούς χαρακτήρες. Το κύριο θέμα των ευετηριακών δρωμένων είναι η σύγκρουση, θάνατος και ανάσταση, η πάλη ανάμεσα στο γέρο και το νέο. Το δρώμενο παραπέμπει στην αναγέννηση της φύσης .
Στους Μωμόγερους του Πρωτοχωρίου αυτή η πάλη ενσαρκώνεται στις νύφες και τη γραία. Η γραία είναι μαζί με τον γέρο και κάνουν μια μικρή θεατρική παράσταση. Με τον τρόπο τους προσελκύουν τον καθένα και ο κόσμος μπορεί να συμμετέχει. Ο γέρος και η γραία εύθυμα μπορεί να πέσουν στον νοικοκύρη ή στην νοικοκυρά του σπιτιού. Έπειτα, τους εξετάζει ο γιατρός ή μπορεί οι νύφες στον δρόμο να πέσουν πάνω σε νεαρούς άνδρες για να πουν στον γιατρό ότι ενοχλήθηκαν σεξουαλικά και να τις εξετάσει. Τότε λέει συνήθως: «Κάτι την ταΐσατε, δηλητηριάστηκε και θέλει φάρμακα». Ο γιατρός φωνάζει τον χωροφύλακα (Πορτοραζ-άρχης) να βάλει πρόστιμο σε αυτόν που τις ενόχλησε. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τον άρκον. Συνήθως αρρωσταίνει η γραία, πάει ο γιατρός την ρωτάει :«Τι έχεις γιαγιά;» αυτή δεν ακούει. Άλλα λέει ο γιατρός, άλλα εκείνη και δημιουργείται θυμιδία και γέλιο. Πάντα ο γέρος με τη γριά δεν συμφωνούν, τσακώνονται, τον κυνηγάει η γριά, πότε-πότε πηδάει στην πλάτη του σαν να είναι μεταφορικό μέσο.
Οι δύο νύφες πηγαίνουν και αφήνουν στον ώμο του σπιτονοικοκύρη το μαντήλι και του εύχονται «Υείαν και ευλοΐαν και Καληχρονίαν». Ο σπιτονοικοκύρης βάζει μέσα χρήματα που πηγαίνουν στο ταμείο των Μωμόγερων και χρησιμοποιούνται για να βοηθηθούν οι οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες, όπως ακριβώς γίνονταν και στον Πόντο. Η χορευτική ομάδα χορεύει και ο υπόλοιπος θίασος αυτοσχεδιάζει . Μέσα από τον κόσμο κάποιος απαγάγει τη νύφη, θυμίζοντας τον μύθο της Περσεφόνης και όταν ο αστυνομικός τον συλλάβει τότε πληρώνει πρόστιμο. Χορεύοντας, σατιρίζοντας, τραγουδώντας γυρνάν από σπίτι σε σπίτι.
Ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό των Μωμόγερων, σε αντίθεση με το συνηθισμένο θέατρο, είναι πως μπορεί ένας να πεταχτεί απ’ την πλατεία από τους θεατές και να πει κάτι πάνω στο οποίο να αρχίσει να δημιουργείται μια καινούργια ιστορία. Για παράδειγμα, κλέβει κάποιος την νύφη και όταν συλλαμβάνεται, πετάγεται ένας από την πλατεία και παριστάνει τον δικηγόρο του. Γίνεται διάλογος πάνω σε αυτό και βγαίνουν κωμικά στοιχεία.


- Πράξεις και ρούχα προσώπων
Οι διάλογοι που λέγονται μεταξύ των προσώπων αλλά και του κόσμου που παρακολουθεί το δρώμενο είναι αυτοσχέδιοι καθώς κάθε χρόνο σατιρίζουν τα κακώς γραμμένα κείμενα της εποχής. Συνήθως έχουμε διαλόγους πάνω στην αρπαγή και το βιασμό της νύφης, άλλες φορές διαλόγους από την πολιτική σκηνή όλα αυτά με σάτιρα και κυρίως στην Ποντιακή Διάλεκτο. Δεν είναι γραπτοί, εξαρτώνται από την ικανότητα, την ευαισθησία και το ταλέντο που είχε ο καθένας που έκανε τον ηθοποιό εκείνο το 12ήμερο. Παρατηρείται αστείος διάλογος γιατρού με γέρο και γραία και διάλογοι με τον κόσμο που παρακολουθεί. Έως ένα βαθμό, εκεί που μπορεί το θεατρικό να τα πει, λέγονται άσεμνα λόγια αλλά περιορισμένα. Οι άσεμνες κινήσεις και τα αισχρόλογα είναι χαρακτηριστικά γονιμικών τελετών.
Στο Πρωτοχώρι βρίσκονται τα εξής πρόσωπα: αρχηγός των Μωμόγερων, όμιλος Μωμόγερων, Πορτοραζ-άρχης (αστυνόμος), γιατρός, γέρος-γριά, 2 νύφες, αρκούδα, αρκουδιάρης, διάβολος. Ο καθένας έχει συγκεκριμένη ενδυμασία και συγκεκριμένο ρόλο στην εξέλιξη του δρώμενου. Οι ρόλοι δεν αναλαμβάνονται από τους ίδιους κάθε χρόνο. Παίρνουν μέρος μόνο άνδρες, όπως και στο αρχαίο αττικό θέατρο, που τους γυναικείους ρόλους του υποδύονταν άνδρες με προσωπεία. Στον Πόντο και εδώ παριστάνονται κυρίως από νέα παιδιά, αλλά αυτό δεν είναι κανόνας.
Τις φορεσιές που έχουν τώρα δεν τις έφεραν από την πατρίδα. Για να κάνουν φουστανέλα έπαιρναν τον ποδόγυρο που έβαζαν γύρω από τα κρεβάτια και τον τύλιγαν στη μέση. Αυτό το έλεγαν χλαμύδα ή φουστανέλα. Έβαζαν κι ένα γιλέκο από πάνω για κοστούμι. Όταν ήρθαν στο Πρωτοχώρι τα διπλανά χωριά, που είναι ντόπιοι, είχαν όλα παρακαταθήκες με φουστανέλες. Με τον καιρό γνωρίστηκαν, έγινα γάμοι και κουμπάροι μεταξύ τους. Οπότε ήταν εύκολο να δανειστεί κάποιος μια στολή. Αυτό συνετέλεσε να χαθούν πολλά στοιχεία των Μωμόγερων. Το μόνο ρούχο που έφεραν μαζί τους ήταν μια μεταξωτή ζώνη που λέγεται «ταράπουλουζ». Ήταν μεταξωτή, πολύ μακριά και την τύλιγαν στη μέση. Όλοι εκείνη την εποχή ανεξάρτητα αν ήταν καλές ή κακές οι παραδοσιακές φορεσιές τους, φορούσαν το ταράπουλουζ.
Αρχηγός των Μωμόγερων: Όταν ξεκινάει ο χορός των Μωμόγερων υπάρχουν συγκεκριμένα συνθήματα που λέει τα οποία γνωρίζουν πολύ καλά οι χορευτές και εκτελούν ομαδικά και συγχρονισμένα. Η σφυρίχτρα είναι το ξεκίνημα και ο συναγερμός για να είναι έτοιμοι και μπουν στη σειρά τους. Φοράει περικεφαλαία που είναι διακοσμημένη με τέσσερα στρογγυλά καθρεφτάκια που χρησιμοποιούνταν στον Πόντο για συνθήματα μεταξύ τους εναντίον των Τούρκων, ήθελαν να πουν κάτι και έτσι ¨έριχναν στάχτη στα μάτια¨ των Τούρκων. Θυμίζει τον Κολοκοτρώνη. Επιπλέον η περικεφαλαία έχει έξι φλουριά περιμετρικά, πολύχρωμες χάντρες, μικρές λευκές χάντρες κρεμασμένες, περασμένες με κλωστή και πέντε κορδέλες χρώματος λευκό, κόκκινο, κίτρινο, μπλε και πράσινο που κρέμονται στο πίσω μέρος της. Μετά φοράει το καμίσ’ (πουκάμισο) που είναι λευκό, από πάνω το μαύρο γιλέκο που από τους ώμους κρέμονται οι επωμίδες που φτάνουν μέχρι τον καρπό του χεριού. Είναι ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος με λωρίδες χρώματος μαύρο, πορτοκαλί, κόκκινο, πράσινο και μπλε. Από το γιλέκο είναι πιασμένο στο δεξιό και αριστερό μέρος του θώρακα το κιοστέκ (ασημένιο κόσμημα) με πέντε αλυσίδες που απεικονίζει τον Άγιο Γεώργιο. Από τον αριστερό ώμο κρέμεται επίσης με ασημένια αλυσίδα το εγκώλπιο του Αγίου Γεωργίου όπου είναι αφιερωμένη και η εκκλησία του χωριού. Στη μέση φοράει το ταράπουλουζ (ζωνάρι) που είναι κόκκινο και δένεται στα αριστερά της μέσης, μετά τη λευκή φουστανέλα, τα μαύρα ορτάρια (ψιλές κάλτσες) που στα πλαϊνά τους κρέμεται από μία μαύρη φούντα. Τα παπούτσια τους είναι μαύρα και λαστιχένια.
Οι φουστανέλες φοριόντουσαν και στον Πόντο. Σε αναπαραστάσεις του θεού Μώμου βλέπουμε να φοράει και αυτός φουστανέλα και περικεφαλαία. Υπάρχει και μια άλλη μαρτυρία που μιλά πως φόρεσαν φουστανέλα για να αποδώσουν στο έθιμο εθνικό χαρακτήρα.
Στο χέρι κρατούν ένα ξύλινο ραβδί που είναι περιτυλιγμένο με κλωστές χρώματος γαλαζοπράσινο, μπλε, κόκκινο, πορτοκαλί και πράσινο. Από αυτό κρέμονται πέντε φούντες με αυτά τα χρώματα.
Όμιλος Μωμόγερων: Ο όμιλος αποτελείται από δώδεκα χορευτές που συμβολίζουν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Αυτοί φοράνε μαντίλια στο κεφάλι με δέσιμο στο δεξί μέρος, χρώματος άσπρο και μαύρο καρό που από μακριά φαίνεται ως μολυβί. Αυτά θυμίζουν του κλέφτες και αμαρτωλούς που έκαναν την επανάσταση του 1821 στον Ελλαδικό χώρο. Μετά φορούν τα ίδια ρούχα με τον αρχηγό τους με μόνη διαφορά στο ταράπουλουζ που είναι ασπρόμαυρο καρό.
Πορτοραζ-άρχης (αστυνόμος): Παρουσιάζεται και παρεμβαίνει στα κακώς έχοντα. Παίρνει μέρος στην εξέλιξη του δρώμενου όταν ο νοικοκύρης ή η νοικοκυρά του εκάστοτε σπιτιού πέσει σε παράπτωμα, όταν κάποιοι στο δρόμο πέσουν σε παράπτωμα το οποίο κρίνει ο ίδιος. Είναι σαν ένα μικρό δικαστήριο, σαν ένα αυτόφωρο το οποίο και επιβάλλει την ποινή που είναι το χρηματικό πρόστιμο. Φοράει τη στολή του αστυνόμου, δηλαδή: καπέλο με το έμβλημα της ελληνικής αστυνομίας χρώματος σκούρο μπλε, άσπρο πουκάμισο, σακάκι με τα εμβλήματα θέσης στην ελληνική αστυνομία και σκούρο μπλε παντελόνι. Στην πλάτη του είναι πιασμένο με καρφίτσες φυλλάδιο που αναφέρει: ΠΟΡΤΟΡΑΖΑΡΧΗΣ, Ο ΚΥΝΗΟΝ ΤΗΣ ΦΩΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ. Μετά αναφέρει για διάφορα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και στο τέλος γράφει: ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ Ο ΠΟΡΤΟΡΑΖΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΜΟΜΟΓΕΡΩΝ ΠΡΩΤΟΧΩΡΙΟΥ.
Ο γιατρόν (ιατρός): Υποκαθιστά τη λειτουργία της νύφης που ανασταίνει το νεκρό με το φύσημα των εντέρων της. Αρχικά εξετάζει με κωμικό και κομπογιαννίτικο τρόπο και μη μπορώντας να αναστήσει το νεκρό, φωνάζει τη νύφη να το πράξει. Θεραπεύει αυτούς που πέφτουν κάτω με γιατροσόφια, τους λέει «Πιες νερό, φάε καρύδια, αμύγδαλα» και αναφέρεται κυρίως στα προϊόντα της γης. Ο γιατρός μπορεί να ζητήσει πρόστιμο αν δει την γραία πεσμένη κάτω και από την εξέταση που της κάνει καταλάβει πως κάποιος την πείραξε λέγοντας «Πρόστιμο, γιατί την πείραξαν». Φοράει λευκή μπλούζα και λευκό πανωφόρι που φοράνε οι γιατροί στα ιατρεία μαζί με τα ακουστικά του γιατρού. Λευκό παντελόνι και κρατάει ένα μαύρο σακίδιο που έχει μέσα τα γιατροσόφια του. Στην πλάτη του είναι πιασμένο με καρφίτσες φυλλάδιο που αναφέρει: «ΦΑΚΕΛΙΔΗΣ» Ο ΓΙΑΤΡΟΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΥΣΚΑΡΙΑ, ΟΥΛΤΣ ΘΑ ΣΤΕΙΛ’ ΜΑΣ ΣΑ ΜΕΖΑΡΙΑ».


Γέρον, γραία (γέρος, γριά): Είναι περιφερειακά πρόσωπα και συνέχεια τσακώνονται. Έχουν τους δικούς τους διαλόγους και συχνά ¨πειράζουν¨ ο ένας τον άλλον. Μπορεί να επιδοθούν σε μίμηση ερωτικών πράξεων είτε μεταξύ τους είτε με τον κόσμο που παρακολουθεί. Ο γέρον φοράει σκουρόχρωμο καρό καπέλο, μάσκα χειροποίητη που καλύπτει το πρόσωπο μέχρι την μύτη, καφέ σακάκι που στην τσέπη του έχει ένα μπουκάλι τσίπουρο και το πίνει κατά την διάρκεια του δρωμένου κερνώντας παράλληλα και άλλους. Ακόμη, φοράει μαύρο γιλέκο, πουκάμισο καρό σκουρόχρωμο, άσπρη γραβάτα με πυκνό κόκκινο πουά σχέδιο και λαδί παντελόνι. Κρατάει ένα μπαστούνι και κάποιες φορές βάζει και μαύρα γυαλιά ηλίου. Αριστερά από την τσέπη του σακακιού του κρέμονται μεγάλες πολύχρωμες χάντρες που μοιάζουν με κομπολόι.
Η γραία φοράει μαύρο μαντήλι στα μαλλιά, καλύπτει το πρόσωπό της με ένα λεπτό μαύρο ύφασμα αφήνοντας άνοιγμα για το στόμα, φοράει σκούρο μπλε πουκάμισο και μαύρη ζακέτα από πάνω. Η φούστα της φτάνει μέχρι τη γάμπα και έχει σκούρο μπλε χρώμα με πολλά όμοια γαλάζια σχέδια. Φοράει χοντρό μαύρο καλσόν, μαύρα παλιά παπούτσια και κρατάει στο δεξί της χέρι ξύλινο μπαστούνι. Στην πλάτη της έχει ένα ψάθινο καλάθι που σε κάποια στιγμή της ημέρας της το βάζουν φωτιά και αυτή το βγάζει αφήνοντάς το να καεί. Από τον δεξί ώμο της κρέμεται μια πλεκτή μάλλινη τσάντα. Επίσης, μπορεί να καπνίζει και να έχει μικρό μπουκάλι με τσίπουρο μαζί της.
Νύφες: Η νύφη και όλα τα γυναικεία πρόσωπα παριστάνονται από άνδρες. Συμβολίζει το πνεύμα της βλάστησης και της γονιμότητας της γης με γονιμική και ευετηριακή αφετηρία. Συμβολίζει τον καινούργιο ερχομό. Στο Πρωτοχώρι υπάρχουν δύο νύφες γιατί κλέβουν τη μία και μέχρι να τη βρουν δεν μπορούσε να γίνει το έθιμο και εκ των πραγμάτων αναγκάζονται να έχουν δύο, ώστε να υπάρχει πάντα μία. Η νύφη μπορεί να πάει να πέσει δίπλα σε έναν άντρα και του ριχτεί, μετά αρχίζει να φωνάζει «Βοήθεια» και να τρέξει ο γιατρός. Η νύφη πάει και αφήνει ένα λευκό μαντήλι στον σπιτονοικοκύρη και αυτός βάζει λεφτά σε αυτό. Παλαιότερα έβαζαν καρύδια και φουντούκια.
Η νύφη φοράει από πάνω προς τα κάτω: ένα ύφασμα με σχέδια μαίανδρου και σταυρού χρώματος πορφυρού, μολυβί και χρυσού που είναι περιμετρικά του κεφαλιού και από εκεί κρέμεται λευκό μαντήλι που καλύπτει τα μαλλιά της. Φοράει καστανή περούκα, μαύρα γυαλιά ηλίου και βάφει με έντονο κόκκινο τα χείλη της. Το στήθος της είναι αρκετά ογκώδες εκεί φοράει το σπαρελόπο, από πάνω τον κατιφέ, στη μέση ζώνη ύψους μιας πιθαμής που έχει σχέδιο καρό και χρώμα καφέ και πορφυρό. Στα πόδια μια μακριά φούστα με καρό σχέδιο, χρώματος κίτρινο και πορφυρό. Από το δεξί ώμο κρέμεται μια λευκή τσάντα και στο χέρι κρατά ένα λευκό μαντήλι.


Άρκον (αρκούδα): Είναι θηριομορφική μεταμφίεση. Κατά τη διάρκεια του δρώμενου κυλιέται στο χώμα, πειράζει τον κόσμο και τον θίασο των Μωμόγερων εκτός του ομίλου. Φοράει στολή αρκούδας που αποτελείται από τη μάσκα προσώπου που είναι μαύρη, το υπόλοιπο σώμα καλύπτεται από καφέ μάλλινη στολή και στη μέση του έχει δεμένες κουδούνες μεσαίου μεγέθους.
Αρκουδιάρης: Είναι ο γύφτος που παίζει και χορεύει η αρκούδα. Το γύφτο τον κάνουν αρκουδιάρη, επειδή τα παλιά χρόνια έρχονταν γύφτοι με αρκούδες και χόρευαν. Έχει την αρκούδα δεμένη με ένα χοντρό σχοινί και το κρατάει για να μην του φύγει. Φοράει μακρύ κολιέ με μεγάλες χάντρες χρώματος πράσινο, μπλε και πορτοκαλί και κρατάει ένα μικρό ντέφι. Φοράει μαύρη μπλούζα και από πάνω ένα παλιό μουσταρδί μπουφάν. Παλιό μαύρο παντελόνι και παλιά μαύρα παπούτσια.
Διάβολον (διάβολος): Είναι μια μορφή της νέας χριστιανικής θρησκείας. Προσκολλήθηκε στο θίασο κατά τη βυζαντινή περίοδο. Δε μιλάει, λέει μονάχα μερικές λέξεις: μικ-μικ-μικ και γελάει χι-χι-χι. Είναι παιχνιδιάρης, σκοντάφτει και βάζει τρικλοποδιές στους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια του δρώμενου μπορεί να ανέβει σε δέντρα, μπαλκόνια και σκεπές. Κάνει αταξίες και πηγαίνει μέσα στον κόσμο. Φοράει μαύρα ρούχα από πάνω έως κάτω. Η μάσκα καλύπτει όλο το κεφάλι αφήνοντας εγκοπές για τα μάτια, τη μύτη και το στόμα. Έχει δύο ψηλά κέρατα και δύο ψηλά μυτερά αυτιά. Η μπλούζα και το παντελόνι είναι μαύρα και στενά. Έχει μια καφέ ζώνη με εννιά κουδουνάκια και τη φοράει χιαστί από τον δεξί ώμο. Τα παπούτσια του είναι μαύρα.
- Φαγητά
Ο κόσμος τις μέρες εκείνες προσφέρει στο θίασο αλλά και στους ανθρώπους που ακολουθούν το έθιμο κυρίως τσίπουρο, πλέον και κρασί. Πιο παλιά έκαναν φούστρο (ομελέτα), τηγανιά, κεφτεδάκια, τσιριχτά και χαψολάβασα (ζυμάρι με γέμιση παστού ψαριού ψημένο στον φούρνο). Επίσης ετοίμαζαν στύπα (τουρσί), χαμψόφουστρο και έσφαζαν τα γουρούνια για τα τσίντζεα που είχαν πολύ λίπος. Ακόμη, πισία και τα τελευταία χρόνια ότι καλό έχει ο καθένας στο σπίτι του. Το τσίπουρο είναι κάτι που δεν λείπει καθώς λόγω των κρύων ημερών τους κρατάει ζεστούς.


- Μουσική, τραγούδια και χορός
Τα κύρια όργανα είναι η λύρα, το ποντιακό αγγείο και το νταούλι. Το αγγείο προτιμάται καθώς έχει τη δύναμη να ακουστεί καλύτερα. Πλέον επειδή στο Πρωτοχώρι υπάρχουν πολλοί τουλουμτσήδες, τα τελευταία χρόνια, παίζουν περισσότερο το τουλούμ παρά την κεμεντζέ. Οι μουσικοί είναι με τα φυσικά τους ρούχα, δεν αλλάζουν. Παίζουν κυρίως το σκοπό των Μωμόγερων που το χορεύει ο όμιλος αλλά όταν πήγαιναν από το ένα σπίτι στο άλλο πιθανόν να λέγανε τραγούδια ερωτικά, διάφορα ελεύθερα τραγούδια. Αλλά στο χορό επάνω παίζονταν πάντα ο χορός των Μωμόγερων. Η μουσική, ο σκοπός και η χορογραφία είναι συγκεκριμένα. Σε κάποια διαλλείματα που γίνονται κάποιοι άλλοι χορεύουν κάποιους άλλους χορούς.
Υπάρχει συγκεκριμένο τραγούδι που λέγεται με τον σκοπό των Μωμόγερων. Αυτό είναι το ¨Μωμόγερος¨:
Τα μωμο’έρια εξέβανε τα Φώτα τ’ Αη Γιαννή αηλί τη μαυρομάναν ατ’ εμάς που ‘κι θα ανοί’ει
Μωμό’ερος θα ‘ίνουμαι πάντα πασκίμ θα είμαι; θα ‘βγάλω τα διαβολικά μ’ και με τ’ εσέν θα κείμαι
Μωμό’ερος θα ‘ίνουμαι και με τα κωδωνόπα θα λάσκουμαι μεσανυχτί και ‘γνεφίζω κορτσόπα
Όλ’ αγαπούνε τον Αράπ’ εγώ τον Κοτσαμάνον την νύφεν την παντέμορφον θα παιρ’ ατέν ο Χάρον
- Προγράμματα και έντυπα που το συνοδεύουν
Στον δήμο Κοζάνης υπάρχουν χωριά με ποντιακό πληθυσμό και κοντινή καταγωγή με τους κατοίκους του Πρωτοχωρίου. Αυτά είναι ο Άγιος Δημήτριος, τα Αλωνάκια, το Ρυάκιο, ο Τετράλοφος και η Σκήτη που τηρούν το έθιμο των Μωμόγερων. Τα παραπάνω χωριά με το Πρωτοχώρι συντονισμένα από τον Δήμο Κοζάνης και τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού & Νεολαίας Δήμου Κοζάνης τυπώνουν έντυπες αφίσες προς ενημέρωση του κόσμου για τις παραστάσεις που θα δώσουν. Σε κάθε χωριό το έθιμο γίνεται σε μία ή δύο μέρες, ξεκινά από τις 22 Δεκεμβρίου που γίνεται παρουσίαση όλων των χωριών στην κεντρική πλατεία της Κοζάνης και τελειώνει στις 2 Ιανουαρίου στο Πρωτοχώρι. Ο Πολιτιστικός και Λαογραφικός Σύλλογος του χωριού τυπώνει αφίσες για τις ημέρες που θα γίνει το έθιμο και για τον χορό που θα κάνει στο αίθουσα δεξιώσεων ¨Ακρίτας¨.
- Το δρώμενο σε παραστάσεις εκτός χωριού
Ο Πολιτιστικός και Λαογραφικός Σύλλογος Πρωτοχωρίου είχε καλεστεί να δώσει παράσταση αυτού του δρωμένου από την Αθήνα, από την Θεσσαλονίκη στην πλατεία Αριστοτέλους, το 2019 από τα Γιαννιτσά και το 2020 στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης. Οι παραστάσεις αυτές δεν είναι απαραίτητο να γίνονται μέσα στο δωδεκαήμερο, αν και κανονικά τότε πρέπει να γίνεται καθώς είναι δρώμενο και δεν πρέπει να φολκλορίζεται.


- Αντιμετώπιση από τον κόσμο και κριτικές
Ο κόσμος ανυπομονεί και περιμένει πως και πως να περάσουν από το σπίτι του καθενός. Μέσα από το δρώμενο είναι σαν να βλέπεις τους ανθρώπους σου καθώς δεν υπάρχει κανένας που να μην πέρασε από εκεί. Συμμετέχει και ακολουθεί τον θίασο σε όλο το χωριό. Μάλιστα, όταν ο θίασος μπαίνει μέσα στα σπίτια τους περιμένουν με ανοιχτές τις πόρτες γιατί είναι τιμή και γούρι να μπαίνουν σε κάθε σπίτι και να ανταλλάσουν ευχές με κάθε νοικοκύρη. Το 2017 είχε -16⁰C και όλοι ήταν έξω να ακολουθούν τους Μωμόγερους δείχνοντας την λαχτάρα που έχουν για το δρώμενο.
Από το 2016 είναι εγγεγραμμένο στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO.
- Συμμετοχή νεοπροσφύγων
Στο χωριό εγκαταστάθηκαν παλιννοστούντες πρόσφυγες το 2003 από την Σιβηρία με καταγωγή από το Καρς του Πόντου. Εκεί το έθιμο γινόταν κάθε χρόνο στις 12-13 Ιανουαρίου καθώς είχαν το παλιό ημερολόγιο και τότε είναι Πρωτοχρονιά. Τα παιδιά μαζεύονταν τις πρωινές ώρες και πήγαιναν στα σπίτια να πουν τα Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, τα δίνανε λεφτοκάρεα (φουντούκια), κουφέτα και σοκολατάκια.
Οι μεγάλοι ντύνονταν γαμπρός, νύφη, γριά, γέρος, γιατρός, αρκούδος και κατσικάκι. Ντύνονταν με τις παραδοσιακές ποντιακές φορεσιές δηλαδή, το σαλβάρι, τις ζώνες και τα μαντήλια στο κεφάλι. Επίσης, μουντζούρωναν τα πρόσωπά τους. Η νύφη ήταν ντυμένη με λευκό νυφικό και έντονα βαμμένα κόκκινα χείλη. Έκρυβε το πρόσωπό της για να μη φαίνεται πως ήταν άνδρας. Ένας ήταν ντυμένος κατσικάκι και φορούσε μαύρα ρούχα, μαύρο στενό παντελόνι και μαύρη ουρά. Στη μέση είχε μια ζώνη με κουδούνια προβάτων και όταν χοροπηδούσε ακούγονταν και μαζεύονταν εκεί πολύς κόσμος. Ήταν πάντα πολύ αδύνατος για να μπορεί να χοροπηδάει παντού. Ο γιατρός είχε άσπρη στολή με καπέλο και κόκκινο σταυρό. Ήθελε να προλάβει να τους θεραπεύσει όλους. Για αυτήν την δουλειά είχε ένα μεγάλο ξύλινο θερμόμετρο και μια κουτάλα για να βλέπει τον λαιμό.
Περνούσαν από όλο το χωριό, από σπίτι σε σπίτι με τη λύρα και το νταούλι. Ήταν καλό σημάδι να πάνε και να χορέψουν στην αυλή κάποιου σπιτιού. Εκεί έστηναν ένα μικρό θεατράκι, χόρευαν, τραγουδούσαν και έλεγαν διάφορα. Όλα ήταν στην ποντιακή διάλεκτο. Έπαιρναν λεφτά και τους έστηναν τραπέζι με ό,τι είχε ο καθένας, κυρίως καρύδια, λεφτοκάρεα, λίγο κρασί και κουλουράκια.
Η πλοκή ήταν ως εξής: ο αρκούδος έσπρωχνε τη γριά και τον γέρο, έπιανε και έκλεβε την νύφη. Ήταν ένας με ποντιακή φορεσιά που τον κρατούσε με λουρί, αλλά αυτός προσπαθούσε να πέσει και να αποσπαστεί από αυτό για να επιτίθεται στους ανθρώπους εκεί. Η γριά ήταν ντυμένη με παλιά ρούχα, φορούσε κάλτσες, το εσώρουχό της ήταν κάτω από το γόνατο. Τα παπούτσια του γέρου ήταν τρύπια. Η γριά τον ζήλευε, διότι νόμιζε πως θα πάει να κλέψει την νύφη και τότε αυτή έσπρωχνε τον αρκούδο για να κρατάει την νύφη. Έλεγαν διάφορα αστεία για να προσεγγίσουν τη νύφη, να της μιλήσουν και να την κλέψουν. Ο γιατρός σήκωνε αυτούς που έπεφταν κάτω δίνοντάς τους κρασί, παρόλο που αυτός έπινε περισσότερο από τους ασθενείς. Η νύφη καμαρωτή-καμαρωτή περνούσε και όταν ερχόταν ο γέρος να την αγκαλιάσει έκανε πως δεν ήθελε, ενώ το δεχόταν. Ο διάβολος ήταν σαν κατσικάκι που πηδούσε παντού για να κλέψει κάτι, να κάνει καμιά ζημιά, κάποιες φορές έπαιρνε και καμιά κότα, αλλά την επέστρεφε μετά. Γίνονταν αστείες παραστάσεις.
Οι Μωμόγεροι χορεύανε κυκλικά με αναπηδήσεις στα πόδια με την παραδοσιακή τους φορεσιά. Αυτή ήταν άσπρος γιακάς, μαύρο πουκάμισο, σκούρα ρούχα και η ζώνη ανοιχτό καφέ ή κόκκινο. Ήταν πάνω από δέκα άτομα μικροί και μεγάλοι. Ξεκινούσαν από ένα σπίτι που ήταν πιο μερακλήδες και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και από γειτονιά σε γειτονιά. Κατέληγαν μπροστά από την εκκλησία που ήταν και περισσότερος χώρος για γλέντι. Στο δρόμο χόρευαν όλοι μαζί κυρίως τικ και καρσλίδικους χορούς που διαφέρουν από αυτούς που χορεύονται στο Πρωτοχώρι. Κι όταν ήρθαν δεν τους ένιωθαν δικούς τους, αργότερα όμως τους συνήθισαν και τους χορεύουν πλέον όπως όλοι οι υπόλοιποι. Τα τελευταία χρόνια αυτός που υποδύεται την αρκούδα είναι από αυτήν την γειτονιά.


- Συμπεράσματα
Το έθιμο των Μωμόγερων έχει τις ρίζες του στο αρχαίο αττικό θέατρο και ανήκει στα ευετηριακά δρώμενα. Μία παραλλαγή του διαδραματίζεται στο Πρωτοχώρι Κοζάνης, όπου λαμβάνουν μέρος οι φουστανελάδες μαζί με τους υπόλοιπους χαρακτήρες που είναι δύο νύφες, γέρος, γριά, γιατρός, αστυνόμος, αρκούδα, αρκουδιάρης και διάβολος. Αυτοί γυρνάνε το χωριό σε δύο μέρες και μαζεύουν χρήματα από τους σπιτονοικοκύρηδες για να τα διαθέσουν μετά σε οικογένειες που έχουν ανάγκη. Σημαντικό είναι πως συμμετέχουν και άτομα νεαρής ηλικίας που δίνουν έτσι την ελπίδα πως θα συνεχιστεί το έθιμο για πολλά χρόνια ακόμη. Έτσι, η διατήρηση του εθίμου συμβάλει στην πολιτιστική κληρονομιά του λαού μας και στην ανάμνηση των δρώμενων που λάμβαναν χώρα στην αλησμόνητη πατρίδα, τον Πόντο.









