Αντί άλλου κειμένου επιτρέψτε μου να ανασύρω τούτο το ποίημα από την συλλογή «Φιλήσυχοι Πολίτες», γραμμένο το 1969, όταν, μέσα στη δικτατορία, είχε φουντώσει ο εσωτερικός εμφύλιος στην Αριστερα, μεταξύ «Εσωτερικού» και «Εξωτερικού», αλλά και η εχθρότητα ανάμεσα στο ΠΑΜ με ηγέτη τον Μίκη Θεοδωράκη και το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου:
Χρόνους πολλούς μετά την ταφή,
την ανάσταση, την ανάληψη
είπε μια Κυριακή να μαζευτούνε
σε μια γωνία αυτός κι οι μαθητές
και να μιλήσουνε.
Καθένας ήλθε κουβαλώντας και το κόμμα του.
σημαίες , σύμβολα, χαρτιά και μανιφέστα
κι άγρια μισούμενοι «αδελφοί» οι οπαδοί.
Είχε καθένας και την εκκλησία του.
Άγιους κανόνες , ευαγγέλια και πιστούς.
Βέβαια όλοι τους φορούσανε κονκάρδες ,
με τ’ αρχικά του χαραγμένα σε χρυσό
κι ακολουθώντας ,
οι οπαδοί, φωτογραφίες του ανέμιζαν.
Και τ’ όνομα του τραγουδούσαν ,
απαράλλαχτα, όπως τότε.
Κι αυτός, όπως συνήθιζε, τους είπε
-τι άλλο – μια μικρή παραβολή.
«Άνθρωπος είχεν δούλους τέσσαρας
φοβηθείς δε τους δούλους,
προς ους βασάνους μεγάλους επέβαλε,
ότι παρεσκευάζοντο αποκτείναι αυτόν
και καταλύσαι τον οίκο αυτούότι πολύ εν ομονοία
και μυστικότητι είδε τους τέσσαρας –
εταράσσετο.
Παρασκευάζετο ουν όπως νύκτωρ αναχωρήση
προς σωτηρίαν αυτού και των τέκνων ,
οτε φωναί ηκούσθησαν μεγάλαι
εξ’ ου οι δούλοι κατείχον κατάλυμα.
Είπε δε αύθις τοις υιοίς αυτού:
Μη ταράσσεσθε πλέον.
Άφετε τας αποσκευάς σας
και επανέλθητε εις τον ύπνον σας.
Εφ’ όσον ούτοι φιλονικούσιν
ουδείς δια τον οίκον Μου κίνδυνος».
Και ξανάφυγε.
Γ. Π. ΜΑΣΣΑΒΕΤΑΣ