Ήθελα πάντα να πιστεύω ότι ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει και αναγνωρίζεται ανάλογα με αυτό που προσφέρει. Είναι κι αυτός ένας τρόπος αυτοπαραμυθιάσματος, με τον οποίο οικειοθελώς συντάσσομαι και μάλιστα με θρησκευτική προσήλωση.
Πολύ γρήγορα, βέβαια, ανακάλυψα ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Ότι οι άνθρωποι ανταποκρίνονται κυρίως στο κλάμα, την κλάψα, τη γκρίνια, την απειλή, τη φοβέρα κλπ.
Είναι κάτι σαν το κλάμα των μωρών στα ορφανοτροφεία. Το μωρό που κλαίει πιο πολύ θα φάει, εκείνα που είναι ήσυχα από τη φύση τους, θα περιμένουν με τη σειρά τους.
Αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται αενάως σε κάθε στιγμή της καθημερινότητας. Ασχολούμαστε διαρκώς με αυτούς που θα γκρινιάξουν και θα φωνάξουν, γιατί τάχα μου αδικούνται, ενώ το πιθανότερο είναι ότι ανήκουν στους ευνοημένους. Αντιθέτως, οι άλλοι, αυτοί που έχουν τα προσόντα και τις ικανότητες, αλλά όχι το ταλέντο στο «πρήξιμο», είναι καταδικασμένοι να μένουν πολύ συχνά στην απέξω.
Αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει, όσο και να το θες, όσο και να το προσπαθείς. Έτσι γεννιέσαι, με το ταλέντο να «πλασάρεσαι», χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, μέχρι να φθάσεις στην πρώτη θέση ή με τη διακριτικότητα και τη συστολή που έχουν εκείνοι που πραγματικά γνωρίζουν, σ’ έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος γι’ αυτούς.