Ασφαλώς και δεν είναι προς ψόγον το γεγονός ότι οι δικαστικοί προσφεύγουν στο «Μισθοδικείο» προκειμένου να ανατρέψουν τις κυβερνητικές αποφάσεις, απότοκες της αποδοχής του νέου, «αριστερού», τρίτου μνημονίου, ή και των παλαιότερων. Αλλά θα ήταν ευχής έργο οι διαδικασίες για την προστασία όλων των πολιτών, που επίσης έχουν υποστεί ανάλογες περικοπές στις συντάξεις τους, αλλά και θα υποστούν νέες από την πρωτοχρονιά του 2019, βάσει του «νόμου Κατρούγκαλου, να κινούνται με την ίδια, εκπληκτική ταχύτητα, που κινούνται εκείνες για το εισόδημα των δικαστικών.
Διότι είναι πράγματι εκπληκτικό, ότι το «Μισθοδικείο» καλείται, εντός των ημερών, να αποφανθεί επί της προσφυγής ανωτάτου δικαστικού που κατατέθηκε μόλις την 1η Οκτωβρίου. Ενώ με την ίδια ταχύτητα διεκπεραιώνονται οι διαδικασίες και άλλων προσφυγών δικαστικών, είτε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε ενώπιον του Ελεγκτικού συνεδρίου.
Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει με την επιχειρηματολογία των δικαστών, από την όποια είναι χρήσιμο να παραθέσω δύο αποσπάσματα:
1. Οι περικοπές των συντάξεων, υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και δεν μπορεί να είναι κατώτερες του 80% των αποδοχών των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών.
Αλλά μήπως η αρχή της συνταγματικώς κατοχυρωμένης ισότητας και αναλογικότητας δεν μπορεί να ισχύει μόνο για τους δικαστές; Αυτό το 80%, αν είναι το αποδεκτό όριο, δεν ισχύει και για υπαλλήλους, εργάτες, νοσηλεύτριες, εκπαιδευτικούς, πυροσβέστες;
2. Η περικοπή δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί τον συνταγματικό πυρήνα «του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος». Δηλαδή τη χορήγηση στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που «να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας παράλληλα τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού βίου».
Αλλά το δικαίωμα στην αξιοπρεπή διαβίωση δεν το έχουν και οι οικοδόμοι, οδοκαθαριστές, γιατροί, δικηγόροι, οι χήρες και τα ορφανά όλων των εργαζομένων;
Μήπως, τηρώντας ακριβώς την αρχή της ισότητας, οι λειτουργοί της Θέμιδος, θα έπρεπε να διεκπεραιώνουν με την ίδια ταχύτητα και τις προσφυγές απλών πολιτών, που ζουν κάτω και από το όριο της φτώχειας;
Ου μόνον «τα καλά και συμφέροντα» ταις…συντεχνίαις ημών.
Γ. Π. ΜΑΣΣΑΒΕΤΑΣ