Τα καλύτερα και τα χειρότερα γίνονται στο όνομα του εθνικού συμφέροντος. Γιατί ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το εθνικό συμφέρον και ποιος μπορεί να μην πλειοδοτήσει σε μαγκιά, πουλ-μουρ για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και τα τοιαύτα, όταν πρόκειται για το εθνικό συμφέρον;
Ιδιαίτερα στην υπόθεση του λεγόμενου Σκοπιανού ή Μακεδονικού, ή όπως αλλιώς θέλετε, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο άγρια, καθώς όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Πετρούλακης «το Μακεδονικό είχε πάντα μια παράξενη επίδραση στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρα μας, κάτι σαν εθνικό ναρκωτικό, που όποτε βρισκόμασταν υπό την επήρεια του κάναμε και λέγαμε πράγματα παράλογα» (Protagon, 5.1.2018).
Όσοι έχουν μνήμες από τη δεκαετία του ’90 ασφαλώς θυμούνται τι σημαίνει πραγματικό εθνικό παραλήρημα, άνευ ετέρου αντικρίσματος, καθώς όποιος έχει βρεθεί λίγο παραέξω κι έχει συμμετέχει σε διεθνή συνέδρια, αθλητικές διοργανώσεις κλπ., θα έχει δει προφανώς την πραγματικότητα που ακούει στο όνομα «Μακεδονία».
Σε κάθε περίπτωση γνωρίζουμε όλοι καλά και πολύ περισσότερο εκείνοι που συμμετείχαν και συμμετέχουν στη χάραξη πολιτικής, ότι το πρόβλημά μας δεν είναι οι πορείες και τα πολλά λόγια, αλλά η πραγματική επίλυση του ζητήματος αυτού για το οποίο αρκετά στρουθοκαμηλίσαμε. Και κάτι τέτοιο δεν γίνεται από τηλεοπτικού άμβωνος, αλλά στα τραπέζια της διπλωματίας.