Σιατίστης Παύλος και Σαράντος Καργάκος έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Και οι δύο υπήρξαν άριστοι χειριστές του λόγου. Και οι δύο υπήρξαν περιζήτητοι ομιλητές ανά την Ελλάδα και τον κόσμο. Και τους δύο ενδιέφερε πρωτίστως το καλό της πατρίδος, στην υπηρεσία της οποίας έθεσαν τη γραφίδα τους. Και οι δύο υπήρξαν φίλοι των πολυτέκνων και της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων Ελλάδος. Ο Θεός θέλησε να πεθάνουν την ίδια ημέρα, την ίδια ώρα και να ταφούν επίσης την ίδια ημέρα. Για να αισθητοποιηθεί το δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνει η απώλειά τους. Η απώλεια δύο ευπατριδών που με την πάροδο των χρόνων γίνονται σπάνιο είδος στην πατρίδα μας.
Τον μακαριστό Σιατίστης, τον γνωρίσαμε ως συμφοιτητή στη Θεολογική Αθηνών. Τον Σαράντο Καργάκο τον γνωρίσαμε ως εισηγητή και ομιλητή σε δύο συνέδρια της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων Ελλάδος, το ένα στην Αλεξανδρούπολη (1998) και το άλλο στη Μυτιλήνη (2005). Εκείνο που σε συνάρπαζε και σε έκανε να κρέμεσαι κυριολεκτικά από τα χείλη του ήταν η καλλιέπεια του λόγου του, η σωστή άρθρωση, η ακριβολογία του, η ετυμολογία των λέξεων που αρεσκόταν να χρησιμοποιεί, τα ιστορικά παραδείγματα που προσκόμιζε και κατοχύρωναν τα επιχειρήματά του. Θυμάμαι το παράδειγμα που χρησιμοποίησε στο συνέδριο της Αλεξανδρούπολης, (που εισηγήθηκε το θέμα: «Υπογεννητικότητα: Προτάσεις – παρεμβάσεις»). Μίλησε για την δικαστική τιμωρία που είχαν καθιερώσει οι αρχαίοι Έλληνες στους αρνούμενους να νυμφευθούν. Τους θεωρούσαν κάκιστο και αρνητικό παράδειγμα για τη δημογραφική ευρωστία της χώρας. Ο λόγος του στο συνέδριο ήταν προφητικός. «Όταν θα φύγει από τη ζωή η γενιά των εχόντων σήμερα ηλικία άνω των 60 ετών, οι εναπομείναντες Έλληνες θα είναι μειοψηφία εν μέσω Αλβανών, Αθιγγάνων και των κάθε λογής Μουσουλμάνων. Σήμερα κυριαρχούν αριθμητικά οι ηλικιωμένοι. Αυτοί καθορίζουν και το εκλογικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια η πολιτική μας ελέγχεται από αυτούς που έχουν προοπτική να πεθάνουν και όχι από αυτούς που έχουν προοπτική να ζήσουν. Αλλά μια κοινωνία που το στοιχείο του παρελθόντος ξεπερνά το στοιχείο του παρόντος δεν έχει μέλλον»[1].
Στο συνέδριο της Μυτιλήνης εισηγήθηκε το θέμα: «Η απαιδεία και ολιγανθρωπία κύρια αιτία της παρακμής του ελληνισμού». Ξεκίνησε την εισήγησή του με τη θέση «Οι πολύτεκνοι είναι το μεγαλύτερο εθνικό κεφάλαιο της χώρας μας»[2], το οποίο θα ήθελε να προβάλλεται από την τηλοψία και τα σχολικά εγχειρίδια, κάτι που δεν συμβαίνει. «Σε ποιο αναγνωστικό», αναρωτήθηκε, «εξαίρεται η πολύτεκνη οικογένεια; Στα παλιά αναγνωστικά βλέπαμε τη μάνα, τον πατέρα να κάθονται στο τραπέζι, εκεί και ο παππούς και η γιαγιά και ολόγυρα στο τραπέζι τέσσερα και πέντε παιδιά. Καλή η πολιτική των κινήτρων, αλλά καλή είναι και η πολιτική των προτύπων. Το λέγω αυτό διότι κατά κανόνα και όχι κατ’ εξαίρεση η τηλοψία στον τόπο μας σπιλώνει την πολύτεκνη οικογένεια».
Ο Σαράντος Καργάκος είχε συνείδηση του τι είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό για την πατρίδα. Σε κάθε ευκαιρία με τις συνεντεύξεις που παραχωρούσε και με τη δυναμική του αρθρογραφία δεν παρέλειπε να ψέγει ενέργειες και αποφάσεις των κρατούντων που δεν εξυπηρετούσαν το εθνικό συμφέρον. Την εκχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς, την οποία θεωρούσε πρόδρομο «του τεμαχισμού της Ελλάδος» απέδιδε στην έλλειψη ενιαίας γραμμής των ελληνικών κομμάτων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ενώ η σκοπιανή πλευρά παρέμενε αμετακίνητη στη θέση της, στην ελληνική πλευρά κάθε ελληνικό κόμμα παρουσιαζόταν και με διαφορετική θέση, πράγμα που εκμεταλλεύτηκαν οι ξένοι διαμεσολαβητές.
Ο Σαράντος Καργάκος υπήρξε από τους σημαντικότερους ιστορικούς και φιλολόγους της εποχής μας. Τα 75 βιβλία που συνέγραψε και βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τον κατέστησαν ένα από τους πλέον αναγνωρισμένους Έλληνες συγγραφείς. Πολλά κόμματα επεδίωξαν να τον εντάξουν στους κόλπους τους, προσφέροντάς του θέση βουλευτή ή ευρωβουλευτή. Αρνήθηκε να ενδώσει στις προτάσεις τους. Προτίμησε την αδέσμευτη μαχητική αρθρογραφία και δοκιμιογραφία, με τις οποίες πίστευε ότι βοηθούσε περισσότερο τους νεαρούς Έλληνες πολίτες. Η πνευματώδης αρθρογραφία του θα μας λείψει στο μέλλον. Είθε ο Κύριος να τον αναπαύσει και να τον κατατάξει με τους εκλεκτούς του.
[1] Οικογένεια και δημογραφικό (Εισηγήσεις), Αθήνα 1999, σ. 115
[2] Πρακτικά 8ου Συνδρίου Αθήνα 2006, σ. 25.