“Αχ, πιδάκι μ’. Να μην ξαναγίνει ποτές πόλεμους. Ποτές!”, του Μιχάλη Πιτένη

6 Min Read

Αρχές της δεκαετίας του 90, με έναν καιρό ανοιξιάτικο κι ας κόντευε να τελειώσει ο Οκτώβρης, ανηφορίσαμε με τον Αργύρη Παφίλη και τον Κώστα Κουτσονάνο στον Πεντάλοφο του Βοΐου. Σκοπός μας να βρούμε κάποια από τις φημισμένες γυναίκες της Ηπείρου που στο αλβανικό έπος έριξαν στον ώμο τα ξύλινα κουτιά με τα πολεμοφόδια και τα μετέφεραν στην πρώτη γραμμή του μετώπου, με τα πόδια να βουλιάζουν στο χιόνι κι τη λάσπη και τα περάσματα να ‘ναι αδιάβατα ακόμα και για τα συνήθη υποζύγια, τα μουλάρια.
Ανήμερα την 28η του Οκτώβρη είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε οι τρεις μας μια εκπομπή αφιέρωμα στη μεγάλη μέρα στον ραδιοφωνικό σταθμό του West radio της Κοζάνης, που τότε ονομαζόταν Δυτικός Δίαυλος.
Με το που φτάσαμε και πριν ψηθεί ο καφές που μας ετοίμαζαν πάνω στη μεγάλη ξυλόσομπα σ΄ ένα απ’ τα κεντρικά καφενεία του Πενταλόφου, είχαμε κιόλας στη διάθεση μας δύο ονόματα γυναικών.
Λαχταρώντας να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με την ιστορία και αδημονώντας ν’ ακούσουμε από πρώτο χέρι αυτές τις απαράμιλλες ιστορίες ηρωισμού, μισοήπιαμε τον καφέ και σπεύσαμε να τις ανταμώσουμε.
Μας καλοδέχτηκε η πρώτη και με το που περάσαμε την πόρτα του χαμολοτάβανου σπιτιού της, χείμαρρος ορμητικός ξεπήδησαν απ’ τα στόματα μας οι ερωτήσεις που θέλαμε να της κάνουμε, για τα πώς και τα γιατί. Το μυαλό μας είχε πλάσει ήδη τις εικόνες, με την οικοδέσποινα όχι γριά και ζαρωμένη όπως στεκόταν μπροστά μας, αλλά νέα, ευθυτενής και δυναμική, να προστρέχει οικειοθελώς και αυτοβούλως στην ελληνική στρατιωτική διοίκηση και να αρπάζει ρίχνοντας το στον ώμο το πρώτο κιβώτιο με πολεμοφόδια που βρήκε μπροστά της. Κι ύστερα να κινάει, πρώτη ή απλώς ένας ακόμα κρίκος μιας μακριάς αλυσίδας γυναικών, που δαμάζοντας τη φύση και τη λογική, δεν έβαλαν απλώς ένα λιθαράκι στην νίκη που θ’ ακολουθούσε μα ήταν οι ίδιες η προσωποποίηση αυτής της νίκης.
“Μπήκαν ιδώ, στου σπίτ΄, κι μας πήραν οι φαντάρ΄ για να φορτουθούμι. Μάνα μου κρύου, χιόν΄, παγουνιά. Πώς άντιξαμι; Αλλά και τι να κάνουμε; Σάματις μπορούσαμε να πούμι όχι ”.
Κάτσαμε κάτω σοκαρισμένοι. Η ιστορία μας έβγαζε τη γλώσσα και μας περιγελούσε. Πήγαμε έχοντας κατά νου όσα στοιχεία βρήκαμε σε έγκυρα ιστορικά βιβλία, στα διάφορα ηρωικά ποιήματα και τις ασπρόμαυρες και έγχρωμες ταινίες όπου όλοι οι Έλληνες, πλην του έρμου Αρτέμη Μάτσα ή του Δήμου Σταρένιου, εμφανίζονταν πρόθυμοι να θυσιάσουν τα πάντα για την πατρίδα και να αψηφήσουν των εχθρών τα φουσάτα και τα ανελέητα πολυβόλα τους.
– Δηλαδή; Σας ανάγκασαν; Δεν πήγατε μόνες;
Πόσο λάθος είχαμε κάνει; Μπορεί να ίσχυε όντως αυτό που είπε ο Τσώρτσιλ πως “οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες”, αλλά δεν λάβαμε υπόψη μας πως οι πραγματικοί ήρωες εκτός του ότι δεν μοιάζουν μ’ αυτούς τους χάρτινους των κόμκς και των παραμυθιών, πολλές φορές κερδίζουν αυτό τον τίτλο παρά τη θέληση τους κι αφού έκαναν πράγματα μεγάλα και σπουδαία χωρίς καν να έχουν καταφέρει να νικήσουν τον ίδιο το φόβο τους.
Η δεύτερη γυναίκα μας χαμογέλασε αλλά ο καταρράκτης που της είχε θολώσει το βλέμμα δεν της επέτρεψε και να μας δει. Δεν πρόσθεσε πολλά. Απλώς μας επιβεβαίωσε ότι δεν πάθαμε άδικα το σοκ πριν λίγο, όταν και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια αλήθεια που αγνοούσαμε.
Πώς μου ΄ρθε και πριν φύγουμε τη ρώτησα: “Αν χρειαζόταν, θα το ξανακάνατε;”. Κοίταξε προς τα εκεί απ’ όπου ήρθε η φωνή μου. “Αχ, πιδάκι μ’. Να μην ξαναγίνει ποτές πόλεμους. Ποτές!”.
Η εκπομπή έσκισε. Δεκάδες φίλοι και άγνωστοι μας τηλεφωνούσαν δακρυσμένοι για να μας συγχαρούν. Η δουλειά ήταν όντως πολύ καλή. Τα κείμενα που διαλέξαμε με τον Αργύρη, οι μουσικές που διάλεξαν με τον Κώστα. Συγκινηθήκαμε κι εμείς, είναι η αλήθεια. Πολύ περισσότερο στο κλείσιμο της εκπομπής, καθώς διαλέξαμε τη φράση “Αχ, πιδάκι μ’. Να μην ξαναγίνει ποτές πόλεμους. Ποτές!”.
Υποθέτω πως οι δύο κυρίες δεν ζουν πια. Αν ήθελα να δώσω έναν μελοδραματικό τόνο θα ‘λεγα πως πέρασαν οριστικά και αμετάκλητα εκεί όπου δικαιωματικά ανήκουν. Στο πάνθεον των ηρώων της φυλής.
Δεν θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο. Απεχθάνομαι τους πανηγυρικούς και τα παχιά λόγια των επετείων, “επ ευκαιρία της ημέρας”. Ναι, η αλήθεια είναι πολλές φορές σκληρή, αλλά νομίζω πως αυτήν έχουμε πραγματικά ανάγκη. Με τους σούπερ ήρωες ταυτιζόμαστε όταν είμαστε μικροί. Μεγάλοι μπορεί να τους αναπολούμε κάπου κάπου αλλά έχουν πάψει από καιρό να μας συντροφεύουν. Περιστοιχιζόμαστε όμως από ανθρώπους που ίσως κάποια μέρα γίνουν πραγματικοί ήρωες. Για να γίνει αυτό θα χρειαστεί να πονέσουν, να ματώσουν, να φοβηθούν. Και μακάρι τέτοιους ήρωες να μην αποκτήσουμε ξανά ποτέ.
Οι γυναίκες που συναντήσαμε εμείς στον Πεντάλοφο εκείνον τον ανοιξιάτικο Οκτώβρη τέτοιου είδους ηρωίδες ήταν. Γυναίκες που φοβήθηκαν, που καταπονήθηκαν, που περπάτησαν σε τεντωμένο σχοινί κι έπαιξαν την ζωή τους κορώνα γράμματα, χωρίς να το αποφασίσουν οι ίδιες, να το επιλέξουν μόνες τους. Το ότι αυτές κατάφεραν και γύρισαν σώες, είναι ένας λόγος να μας κάνει να ευχόμαστε, ποτέ να μην ξανάρθουν τέτοιες καταστάσεις, ποτέ να μην ξαναδημιουργηθούν ήρωες παρά τη θέληση τους.
Εξάλλου, η ζωή μας απέκτησε πια τόσες δυσκολίες που για να τις ξεπεράσουμε χρειάζεται πολλές φορές ηρωικές προσπάθειες. Ηρωικές προσπάθειες, όμως, που να επενδύονται εκεί που αξίζει. Στη ζωή.

Μοιραστείτε την είδηση