Μπορεί η χώρα να βαδίζει πλέον μακριά από τα κακοτράχαλα μονοπάτια της βαθιάς οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Μπορεί να κατακλυζόμαστε από ειδήσεις που εξυμνούν την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την επιστροφή της εμπιστοσύνης των αγορών στην ελληνική οικονομία. Μπορεί η ψηφιοποίηση διοικητικών διαδικασιών να διευκόλυνε σημαντικά την καθημερινότητα του πολίτη. Μπορεί η αγορά εργασίας να εμφανίζει ορατά σημάδια ανάκαμψης μετά από πολυετή αρνητική επίδοση και στασιμότητα.
Όλα αυτά όμως, και συνάμα πολλά άλλα θετικά που θα μπορούσε κανείς να καταγράψει, θα συνιστούν μια άνευ προηγουμένου πύρρειο νίκη της κυβέρνησης, εάν δεν καταφέρει να αντιμετωπίσει άμεσα και αποτελεσματικά το πρωτοφανές, στα χρονικά του ευρώ, κύμα ακρίβειας. Και η αλήθεια είναι, ότι στο πεδίο αυτό έχει, έως τώρα, αποτύχει παραδειγματικά.
Οι διαρκείς ανατιμήσεις σε αγαθά πρώτης ανάγκης έχουν ήδη καταστήσει μέτρα, όπως το καλάθι του νοικοκυριού και άλλα παρεμφερή, αναποτελεσματικά και ξεπερασμένα από την ίδια τη ζωή.
Οι διαρκείς έλεγχοι, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, από τις αρμόδιες υπηρεσίες είναι προφανές ότι δεν καθίστανται αποδοτικοί. Αποτέλεσμα; Μια μέση τετραμελής οικογένεια βλέπει το εισόδημά της να εξανεμίζεται στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα για την κάλυψη μόνο βασικών καθημερινών αναγκών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος: Στις 04/12/2023, η μέση τιμή της βενζίνης στη χώρα μας διαμορφωνόταν στα 1,856 Ευρώ/λίτρο, όταν την ίδια στιγμή σε ευρωπαϊκές χώρες με αποδεδειγμένα ακριβότερο κόστος ζωής και υψηλότερους μισθούς διαμορφωνόταν στα 1,789 ευρώ/λίτρο (Γερμανία), 1,739 ευρώ/λίτρο (Γαλλία), 1,699 ευρώ/λίτρο (Ηνωμένο Βασίλειο), 1,658 ευρώ/λίτρο (Σουηδία), 1,544 ευρώ/λίτρο (Αυστρία). (Πηγή: GlobalPetrolPrices.com)
Επίσης εντυπωσιακά είναι και τα στοιχεία που προκύπτουν για το φρέσκο γάλα. Από σχετικά πρόσφατο ενημερωτικό δελτίο της επιτροπής ανταγωνισμού προκύπτει ότι η Ελλάδα κατατάσσεται, ως προς την χαμηλότερη τιμή και σε σχέση με το επίπεδο του πληθωρισμού τον Ιούνιο του 2023, στην τρίτη ακριβότερη θέση (1,12 ευρώ/λίτρο) με πρώτη την Εσθονία (1,39 ευρώ/λίτρο) και δεύτερη τη Σουηδία (1,21 ευρώ/λίτρο). Ακόμα χειρότερη επίδοση, ως προς την υψηλότερη τιμή για την ίδια κατηγορία προϊόντος. Η χώρα μας κατατάσσεται δεύτερη ακριβότερη (2,22 ευρώ/λίτρο), μετά την Εσθονία (2,39 ευρώ/λίτρο). (Πηγή: insider.gr – ‘Ελλάδα: Δεύτερη ακριβότερη τιμή στο φρέσκο πλήρες γάλα στην ΕΕ’, 04/09/2023).
Αντικρύζοντας τα ενδεικτικά αυτά στοιχεία, διερωτάται κανείς έως ποιο βαθμό τελικά, ευσταθεί το εν πολλοίς κυβερνητικό επιχείρημα των εξωγενών παραγόντων ως κύριο αίτιο της ανόδου των τιμών (κορωνοϊός, ουκρανικό, μεσανατολικό, κ.τ.λ.);
Αποτελούν οι παράγοντες αυτοί επαρκή και μοναδική εξήγηση του φαινομένου ή θα πρέπει να αναζητήσουμε και πρόσθετες εσωτερικές αιτίες, όπως οι χρόνιες παθογένειες της ελληνικής αγοράς και των δικτύων παραγωγής και διανομής; Και εφόσον ταυτοποιήσουμε τις παθογένειες αυτές, ποια μέτρα και πολιτικές έχουν ή δεν έχουν προωθηθεί, ή θα πρέπει να προωθηθούν, ώστε να διασφαλίζεται ο υγιής ανταγωνισμός από τη μία, και να εξαλείφονται στρεβλώσεις που «χτυπούν» την τσέπη του καταναλωτή από την άλλη;
Ένα είναι βέβαιο μέχρι ώρας. Τα όποια μέτρα έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση αποδεικνύονται πυροσβεστικά, δεν αγγίζουν τη ρίζα του προβλήματος και κατά συνέπεια δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα. Απαιτούνται τολμηρότερες ρυθμιστικές παρεμβάσεις και άμεσα. Τώρα που η κυβέρνηση διαθέτει την απαιτούμενη ισχύ από τη νωπή λαϊκή εντολή.
Ολιγωρία, αδράνεια ή ημίμετρα δεν δικαιολογούνται. Και αυτό θα πρέπει όλοι, πρωτίστως οι κυβερνώντες, να το λάβουν σοβαρά υπόψη τους. Έχει αποδειχθεί, ότι η ιστορία είναι γεμάτη από κυβερνήσεις που ηττήθηκαν εν τέλει, διότι παρά τα όποια θετικά, αγνόησαν το διαχρονικά κυρίαρχο κριτήριο του εκλογικού σώματος που δεν είναι άλλο από το επαρκές διαθέσιμο εισόδημα. Τα περιθώρια στενεύουν ακόμα περισσότερο για κυβερνήσεις που διανύουν τη δεύτερη θητεία τους και που, ως είθισται, κρίνονται αυστηρότερα στο τέλος της διαδρομής.-
Του Ηλία Ηλιάδη
Αθήνα, 13/12/2023