Δε λέω, κατανοητό να χαίρεται η κυβέρνηση, για την αναβάθμιση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας. Ιδίως τούτες τις ώρες, όταν ζούμε υπό το καθεστώς των τουρκικών απειλών και αξιώσεων. Δεν είναι όμως τόσον ασφαλές να επαφίεται η ασφάλεια της χώρας μας, έναντι του τουρκικού επεκτατισμού, στις καλές προθέσεις του εκάστοτε ενοίκου του Λευκού Οίκου. Διότι τα πιο πρόσφατα γεγονότα λειτουργούν ως κώδωνας κινδύνου. Κυρίως με το απρόβλεπτο των επιλογών του σημερινού «πλανητάρχη». Όπως ήταν η εγκατάλειψη, στο έλεος του Έρντογαν και του Πούτιν, των Κούρδων μαχητών στην Συρία, οι όποιοι πρόσφεραν πολύ αίμα στον αγώνα κατά του «Ισλαμικού Κράτους» στο οποίο κατάφεραν αποφασιστικά πλήγματα. Όπως τα πισωγυρίσματα του στο Αφγανιστάν, όπου οι Ταλιμπάν κερδίζουν και πάλι έδαφος.
Τώρα βεβαίως οι ΗΠΑ είναι σε προεκλογική περίοδο. Με τον υποψήφιο των Δημοκρατικών, τον Τζο Μπάϊντεν, να τοποθετείται ευθέως υπέρ των ελληνικών θέσεων. Να είναι τόσο φιλελληνικός ώστε ο ίδιος να δηλώνει, χαριτολογώντας, πως θα μπορούσε να ονομάζεται …Μπαϊντενόπουλος. Με φυσικό αποτέλεσμα να έχει αισθητό προβάδισμα στις προτιμήσεις των ελληνικής καταγωγής ψηφοφόρων. Που είναι τόσοι, όσοι αρκούν για να γείρουν την πλάστιγγα, σε μια χώρα όπου επανειλημμένως, στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, το αποτέλεσμα κρίθηκε, οριακώς, από μερικές δεκάδες χιλιάδες ψήφων.
Οπότε, πείτε με καχύποπτο, όταν σκέπτομαι πώς ο Ντόναλντ Τραμπ μας κάνει «τα γλυκά μάτια», τώρα που έχει ανάγκη την ψήφο των Ελληνοαμερικανών, καθώς οι δημοσκοπήσεις τον φέρνουν πίσω από τον υποψήφιο των Δημοκρατικών. Ενώ σε όλη την διάρκεια της θητείας του έκανε όλα τα χατίρια του Ταγίπ Έρντογαν, με τον οποίο δήλωνε ότι είναι …ερωτευμένος, συνομιλώντας μαζί του ακόμη και δυο φόρες την εβδομάδα.
Καλοδεχούμενη, ως επίκαιρη τακτική επιδίωξη, η αμερικανική «στήριξη». Αλλά επειδή είναι όντως έωλη, εκείνο για το οποίο πρέπει να αγωνίζεται η Ελλάδα, είναι, με δεδομένο ότι και το αμερικανοκρατούμενο ΝΑΤΟ είναι μάλλον ημιθανές, η απεξάρτηση της ΕΕ από το θυμικό του εκάστοτε «πλανητάρχη». Η οικοδόμηση της Κοινής Αμυντικής Πολιτικής της Ένωσης. Όπως την είχαν ονειρευτεί οι θεμελιωτές της Ένωσης, όπως ο Σουμάν, από την δεκαετία του ΄50. Με δική της εξοπλιστική αυτάρκεια και ενιαίο αμυντικό προϋπολογισμό. Και, τελικώς, με κοινό ευρωπαϊκό στρατό, που θα φυλλωτή τις κοινές ευρωπαϊκές Θερμοπύλες. Αλλιώς χάσαμε. Και ως Ελλάδα και ως Ευρώπη.