Ανακαλύπτοντας τους δράκους του παραμυθιού – Διοξίνες και φουράνια στο λεκανοπέδιο της Κοζάνης

20 Min Read
Η φωτογραφία είναι από την πυρκαγιά στο ΧΥΤΑ της Σύρου. Όταν ξεσπά μια πυρκαγιά σε έναν ΧΥΤΑ, είναι πολύ δύσκολο να σβήσει. Μπορεί να συνεχίσει να σιγοκαίει απόβλητα για χρόνια ολόκληρα.

Γράφει ο Νικόλαος Σταμκόπουλος*

Τις τελευταίες μέρες βομβαρδιζόμαστε από ανήσυχα μηνύματα, τοποθετήσεις και συνθήματα σχετικά με την προγραμματιζόμενη εγκατάσταση 6 αποτεφρωτηρίων αστικών αποβλήτων σε 6 διαφορετικά σημεία στη χώρα, τα οποία μέσω καύσης, θα ανακτούν μέρος της χημικής ενέργειας που περιέχουν τα απόβλητα, είτε για τηλεθέρμανση είτε για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. 

Ο πληθυσμός της Δυτικής Μακεδονίας δείχνει να ανησυχεί για το αποτεφρωτήριο που σχεδιάζεται στην εν λόγω περιφέρεια, το οποίο θα αποτεφρώνει σχεδόν όλα τα απόβλητα της Β. Ελλάδας. Κάποιοι το θεωρούν άδικο, και θα προτιμούσαν κάθε περιφέρεια θα καίει τα δικά της απόβλητα. Κάποιοι άλλοι εναντιώνονται τελείως στην πρακτική της καύσης, φοβούμενοι την ρύπανση που θα προκληθεί από την καύση και τις επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων. 

Έτσι, αρχίσαμε να ακούμε και να διαβάζουμε εκτεταμένα για τις διοξίνες και τα φουράνια που θα εκλύονται από την καύση των πλαστικών. Για το πόσο καρκινογόνες και επικίνδυνες είναι αυτές οι ενώσεις, κι ότι η διαχείριση μέσω καύσης πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία για να γλιτώσουμε από όλα αυτά.

Αρχικά, είναι θετικό το φαινόμενο εκθετικής αύξησης αυτών που ενδιαφέρονται για τις επιπτώσεις που έχουν οι βιομηχανικοί ρύποι στην δημόσια υγεία της περιοχής. Από την άλλη, φαίνεται πως όλη η συζήτηση γίνεται επιφανειακά, με τις ψευδές ειδήσεις να δίνουν και παίρνουν. Η άγνοια για την υφιστάμενη κατάσταση σε συνδυασμό με φόβο προς το καινούριο φαίνεται να κυριαρχεί. Ο αντικειμενικός περιβαλλοντικός κίνδυνος από την προτεινόμενη τεχνολογία είτε υποβαθμίζεται είτε υπερτιμάται από αντικρουόμενα μεγάλα και μικρά συμφέροντα. Αυτών που επιθυμούν την παλιά, υφιστάμενη μέθοδο διαχείρισης, και εκείνων που θέλουν την νέα, σχεδιαζόμενη μέθοδο. Η έλλειψη βασικών γνώσεων σε θέματα περιβάλλοντος, η δυσπιστία στην αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, αλλά και η καχυποψία για τις προθέσεις του κράτους όπως και της Ε.Ε., συνδυασμένες με ιδεολογικές αγκυλώσεις και κομματικές πειθαρχίες δυσκολεύουν την λήψη μιας ψύχραιμης απόφασης. To δε κοινωνικό φαινόμενο του ΝΙΜΒΥ, και τα παραπαίδια του BANANA/CAVE είναι η συνταγή ώστε η επιλογή μεθόδων και η χωροθέτηση έργων διαχείρισης αποβλήτων  να περάσει από τις επιστήμες της χωροταξίας και της περιβαλλοντικής μηχανικής στην τέχνη της πολιτικής, με επιβάρυνση του περιβάλλοντος και την ποιότητα ζωής συνολικά. 

Ας επιστρέψουμε όμως στις τρομερές διοξίνες και τα φοβερά φουράνια που εκπέμπουν τα αποτεφρωτήρια αστικών αποβλήτων. Πρόκειται όντως για καρκινογόνες χημικές ουσίες, που βλάπτουν με πολλαπλούς τρόπους την υγεία. Εκλύονται στην ατμόσφαιρα οπουδήποτε καίγονται οργανικές ουσίες παρουσία χλωρίου. Εκτός από τις οργανωμένες μονάδες ανάκτησης ενέργειας από αστικά απόβλητα, διοξίνες και φουράνια παράγονται και από ανοργάνωτους χώρους ανεξέλεγκτης ταφής απορριμμάτων (χωματερές) αλλά και την καύση του βιοαερίου που παράγεται στους Χώρους Υγειονομικής Ταφής Αποβλήτων (ΧΥΤΑ). Εκλύονται από χαρτοβιομηχανίες που χρησιμοποιούν χλώριο για την λεύκανση του χαρτιού, τις χημικές βιομηχανίες, (κυρίως παραγωγής εντομοκτόνων/παρασιτοκτόνων), αλλά και την τσιμεντοβιομηχανία, κυρίως όταν χρησιμοποιεί εναλλακτικά καύσιμο από πλαστικά (RDF). Εκλύονται από δασικές πυρκαγιές, ιδιαίτερα όταν αυτές επεκτείνονται σε αστικές ή βιομηχανικές περιοχές. Από μονάδες παραγωγής ηλ. Ρεύματος που καίνε ορυκτούς πόρους, όπως οι λιγνιτικοί ΑΗΣ. Εκλύονται κι από τσιγάρα αλλά και καύση καυσόξυλων και πυροτεχνήματα. Σύμφωνα με την Environmental Protection Agency των ΗΠΑ, το 2023 στις ΗΠΑ, το 7% των διοξινών εκλύθηκαν από τη διαχείριση απορριμμάτων (ταφή και καύση) και το 90% από τη λειτουργία της χημικής βιομηχανίας.

Όσο περισσότερο χλώριο υπάρχει στην καύση, τόσο περισσότερη διοξίνη παράγεται. Απλοποιώντας τα πράγματα, οι διοξίνες που παράγονται από την καύση 100 χλγ ξύλου σε μια πυρκαγιά ενός δάσους, είναι κατά πολύ λιγότερες από αυτές που παράγονται σε από την καύση 100 χλγ πλαστικού ή χαρτιού σε μια αποθήκη ή μια χωματερή. Ειδικά αν η περιεκτικότητα σε χλωριωούχα πλαστικά  (PVC) είναι μεγάλη.  

Πρακτικά, κανένα φίλτρο τέφρας δεν μπορεί να πιάσει αυτές τις ουσίες. Μπορεί να το κάνει σε μεγάλο βαθμό ο ενεργός άνθρακας, αλλά είναι τόσο ακριβός που ενδείκνυται μόνο για τσιγάρα, όχι για βιομηχανικές εκπομπές. Η εκπομπή των διοξινών από τη βιομηχανία μπορεί να περιοριστεί  μόνο εξασφαλίζοντας υψηλές θερμοκρασίες. Πάνω από 900º C οι διοξίνες και τα φουράνια καίγονται εντελώς και μετατρέπονται σε ακίνδυνα αέρια. Για αυτό και όπου εφαρμόζεται οργανωμένη καύση πλαστικών και αποβλήτων επιδιώκονται υψηλές θερμοκρασίες. Στη θεωρία, η καύση αποβλήτων σε υψηλές θερμοκρασίες είναι ακίνδυνη. Στην πράξη, χρειάζεται κάποιος χρόνος για να πιάσει το σύστημα πάνω από 900º C, και περνάει επίσης κάποιος χρόνος για να σβήσει τελείως όταν επιβάλλεται παύση λειτουργίας. Εκείνο το χρονικό διάστημα, όπως και κατά τη διάρκεια αναμενόμενων αστοχιών – αδυναμιών του συστήματος, οι διοξίνες και τα φουράνια κάνουν πάρτυ.

Υπεραπλουστεύοντας τα πράγματα για χάρη συντομίας, μια υποθετική πυρκαγιά αποθήκης ανακύκλωσης υλικών όπου καίγονται κάποιες μονάδες τόνων στοιβαγμένου πλαστικού PVC στους 500 º C, εκλύει ίσες ή πολύ περισσότερες διοξίνες και φουράνια από  μια χωματερή όπου καίγονται δεκάδες τόνοι αποβλήτων στους 400 º C. Μία τέτοια καιόμενη χωματερή εκλύει ίσες ή πολύ περισσότερες διοξίνες από ένα οργανωμένο αποτεφρωτήριο αποβλήτων όπου καίγονται εκατοντάδες τόνοι αποβλήτων στους 900º C, και το υποθετικό αυτό αποτεφρωτήριο ίσες ή πολύ περισσότερες από έναν ΑΗΣ που καίει χιλιάδες τόνους λιγνίτη στους 900º C. Στην καύση λιγνίτη το χλώριο είναι ελάχιστο σε σχέση με την καύση PVC. 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτών των «δράκων» είναι η μεγάλη ανθεκτικότητά τους. Η «Γαία» μας, το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα, έχουν μηχανισμούς για να αυτοκαθαρίζονται από τους ρύπους. Οι διοξίνες και τα φουράνια, όμως, αντέχουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σε αυτούς τους μηχανισμούς. Αν δεν εγκλωβιστούν στην τέφρα της καύσης, εκλύονται στην ατμόσφαιρα και «ταξιδεύουν» χιλιόμετρα μακριά, μέχρι κάποια βροχή να τα προσγειώσει στο έδαφος κι από εκεί, μέσω της απορρόφησης από τα φυτά, να περάσουν στην τροφική αλυσίδα. 

Το 1999, ο καθηγητής του ΔΠΘ Ραψομανίκης ανακοίνωσε μια έρευνα με αποτελέσματα που έδειχναν ένα επεισόδιο αύξησης των διοξινών στην ατμόσφαιρα της Ξάνθης, το οποίο  απέδωσε στους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς διυλιστηρίων και χημικών βιομηχανιών στην τότε Γιουγκοσλαβία. Το θέμα πήρε πολιτικές προεκτάσεις στη βουλή. Κάποιοι αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα του καθηγητή, αποδίδοντας την απότομη αύξηση σε πυρκαγιές χωματερών στην ορεινή Ξάνθη. Στην πόλη επικράτησε πανικός. 

Άραγε, έχει γίνει κάποια έρευνα για την συγκέντρωση διοξινών στον αέρα και το έδαφος/υπέδαφος του λεκανοπεδίου της Κοζάνης; Δεν έχω εντοπίσει κάποια, αλλά νομίζω πως αν γνωρίζει κάποιος την ύπαρξή της, θα είχε ενδιαφέρον να την δημοσιεύσει. Μιας και πλέον ανακαλύψαμε τους «δράκους» των διοξινών, γιατί να μην ξέρουμε σε ποιο βαθμό συζούμε με αυτούς τόσα χρόνια, πριν φέρουν κι άλλους -αν τελικά φέρουν – τα προγραμματισμένα αποτεφρωτήρια; 

Προφανώς, οι όποιες διοξίνες στο λεκανοπέδιό μας δεν προέρχονται μόνο από τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας. Λογικά, μικρές συγκεντρώσεις, αλλά μεγάλες ποσότητες θα υπάρχουν στις αποθέσεις τέφρας του λιγνίτη. Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις, αλλά μικρότερη ποσότητα στο υπέδαφος των χωματερών (ΧΑΔΑ). Σε κάθε χωριό του νομού υπήρχε μια χωματερή όπου έκαιγαν απόβλητα, χαρτιά και πλαστικά για δεκαετίες, μέχρι η πρακτική να κηρυχθεί παράνομη. Παράνομες καύσεις αποβλήτων συνέχισαν να γίνονται και σε πολύ μικρότερο βαθμό γίνονται και σήμερα, επιβαρύνοντας και την ατμόσφαιρα πέρα από το έδαφος.

Πέρα από τους λιγνιτικούς σταθμούς των ΑΗΣ, η ατμόσφαιρα της Δ. Μακεδονίας επιβαρύνεται με διοξίνες και φουράνια από την καύση του βιοαερίου του ΧΥΤΑ Δ. Μακεδονίας. (Η ΔΙΑΔΥΜΑ καλά κάνει και δεν το αφήνει άκαφτο, και γενικά κάνει καλή δουλειά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Η Δ. Μακεδονία επιβαρύνεται κι από τις Χημικές Βιομηχανίες της Κ. Μακεδονίας, αλλά περισσότερο από τις διαρκώς φλεγόμενες χωματερές της Αχρίδας, της Στρούγκας και του Μοναστηρίου στη γειτονική χώρα, λόγω των επικρατέστερων βορειοδυτικών ανέμων. Η κατάσταση στη χωματερή της Μπούκοβα στην Αχρίδα είναι τραγική, με 200.000 κ.μ. ετησίως να καίγονται ανεξέλεγκτα σε χαμηλές θερμοκρασίες κάθε χρόνο από το 1972. Η ρύπανση από ένα οργανωμένο αποτεφρωτήριο που θα έκαιγε πολλαπλάσιους τόνους αποβλήτων σε υψηλές θερμοκρασίες θα ήταν κατά πολύ λιγότερη.

Για να μην μας πιάνει ανησυχία, (ή και για να μας πιάνει),πρέπει να σημειωθεί, ότι η βλάβη της υγείας από επιβαρυμένο με ρύπους αέρα οφείλεται κατά κύριο λόγο στον αέρα των εσωτερικών χώρων, παρά των εξωτερικών. Αφενός γιατί οι άνθρωποι περνάμε περισσότερο χρόνο σε εσωτερικούς χώρους, αφετέρου γιατί οι εσωτερικοί χώροι επιβαρύνονται περισσότερο με ρύπους, με κύρια αιτία το κάπνισμα. Ένας από τους λόγους που οι ψυχρές χώρες παρουσιάζουν αυξημένα περιστατικά καρκίνου και αναπνευστικού σε σχέση με τις θερμές, είναι γιατί εκεί οι άνθρωποι περνούν περισσότερο χρόνο σε εσωτερικούς χώρους.

Με άλλα λόγια, στη σχολική αίθουσα ενός αιγαιπελαγίτικου νησιού, μακριά από βιομηχανίες και φλεγόμενες χωματερές, αν οι δασκάλες καπνίζουν στο παρακείμενο γραφείο ή έχουν αναμμένα αποσμητικά κεριά, η συγκέντρωση των διοξινών θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που θα είχε η ίδια αίθουσα, αν οι δασκάλες κάπνιζαν έξω, ή ακόμα κι αν στο νησί «κάπνιζε» κάποια χωματερή. Η συγκέντρωση διοξινών στην πρώτη περίπτωση, μπορεί να είναι μεγαλύτερη κι από αυτή μιας σχολικής αίθουσας στη Ζυρίχη, όπου οι δασκάλες επίσης δεν καπνίζουν στο γραφείο, ακόμα κι αν το σχολείο βρίσκεται δίπλα σε οργανωμένο αποτεφρωτήριο αποβλήτων. Η αέρια ρύπανση μέσα σε έναν ναό όπου καίγεται συνθετική παραφίνη (κεριά), μπορεί να  είναι μεγαλύτερη από τον αέρα της πλατείας του Ασπροπύργου, μιας περιβαλλοντικά επιβαρυμένης περιοχής. 

Υπάρχουν και καλύτερα νέα. (Ή χειρότερα, όπως το δει κανείς). Οι διοξίνες εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό κυρίως από το πεπτικό, παρά από το αναπνευστικό σύστημα. Σύμφωνα με μελέτες, η αναλογία είναι 9/1 ή και μεγαλύτερη. Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι αυτή η αναλογία εκφράζει τον μέσο όρο, και ότι σε μία ατμόσφαιρα πολύ επιβαρυμένη με διοξίνες, η αναλογία να αλλάζει υπέρ του αναπνευστικού. Πολύ πιθανόν. Αλλά δεν θα αλλάξει πολύ. Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι έλεγχοι για διοξίνες γίνεται στα τρόφιμα, όχι στον ατμοσφαιρικό αέρα. 

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύουμε από τις διοξίνες κυρίως από το τι τρώμε, και όχι τόσο από το τι αναπνέουμε. Αυτές οι ουσίες έχουν την τάση να βιοσυσσωρεύονται σε όλα τα τρόφιμα και κυρίως στους λιπώδεις ιστούς ζώων και λιπαρών ψαριών που ζούνε πολλά χρόνια. 

Είναι γενικά αποδεκτό πως τα επίπεδα διοξινών σε ζώα και ψάρια της Ελλάδας είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά της Δ. Ευρώπης. Αυτό θα αποτελούσε ένα καλό νέο, υπό την προϋπόθεση ότι  είμαστε από αυτούς που καταναλώνουν ντόπια, κι όχι εισαγόμενα κρέατα, γαλακτοκομικά και ψάρια. Πού οφείλεται αυτό; Μάλλον στο ότι η βιομηχανία είναι πολύ πιο αναπτυγμένη σε εκείνες τις χώρες, είναι πιο πυκνοκατοικημένες, και εφαρμόζουν καύση αποβλήτων εδώ και πάρα πολλά χρόνια, σε μεγάλη έκταση. Η Σουηδία καίει σχεδόν το 60% των αστικών αποβλήτων της παράγοντας ενέργεια. 

Τα παραπάνω είναι επιχειρήματα για όσους αντιτίθενται στην καύση αποβλήτων. Αυτοί, συνήθως, ως εναλλακτική λύση δεν προτείνουν την ταφή που εφαρμόζεται τώρα στη χώρα. Είτε γιατί γνωρίζουν, είτε γιατί υποψιάζονται τους «δράκους» αυτής της ιστορίας. Τα μικροπλαστικά και τα βαρέα μέταλλα σε οργανική μορφή. Τα πρώτα είναι επίσης κάτι καινούριο, που σίγουρα δεν ήρθε για καλό, αλλά δεν υπάρχουν πολλές μελέτες για τις επιπτώσεις τους και την εξέλιξη της εξάπλωσής τους. Είναι βλαβερές για τον άνθρωπο ουσίες, όχι τόσο τοξικές όσο οι διοξίνες και τα φουράνια, αλλά πολύ περισσότερα σε ποσότητες και συγκεντρώσεις. Υπάρχουν παντού. Τα βαρέα μέταλλα σε οργανική μορφή που υπάρχουν στα διασταλάγματα των αποβλήτων είναι πολλαπλάσια σε τοξικότητα από αυτά σε ανόργανη μορφή που υπάρχουν στην τέφρα από καύση αποβλήτων. 

Έτσι, λοιπόν, όσοι αντιτίθενται στην καύση, ως εναλλακτική λύση διαχείρισης αποβλήτων προτείνουν την καλή νεράιδα του παραμυθιού. Την «Κυκλική Οικονομία», η οποία με το μαγικό ραβδάκι της, την «Ανακύκλωση» θα έρθει και διώξει μακριά τους κακούς δράκους της καύσης και της ταφής αποβλήτων. Μόνο που αυτό το μαγικό ραβδάκι δεν υπάρχει. Η ανακύκλωση πλαστικού, ξύλου και ρούχων σε ποσοστό πάνω από 5-10%, υπάρχει μόνο στα excel  των Βρυξελλών, στην φαντασία των ρομαντικών, στο μάθημα των εκπαιδευτικών που γνωρίζουν την διαχείριση αποβλήτων μέσα από άρθρα και βιβλία, και στους λόγους όσων κάνουν παιχνίδι στο φανταχτερό όνομά της νεράιδας. Η αλήθεια βρίσκεται εκεί έξω, στις ακτές της Γκάνας, στις όχθες του Εχέδωρου και στις πλαγιές του Αιγάλεω

Κακά τα ψέματα. Όπως όλες οι βιομηχανικές μονάδες, έτσι και οι μονάδες καύσης αστικών αποβλήτων ρυπαίνουν. Ρυπαίνουν πολύ. Είτε θα το πάρουμε απόφαση και θα μάθουμε να ζούμε με τις βιομηχανίες και την ρύπανσή τους, είτε θα τις αποτρέψουμε και θα επιστρέψουμε στην γεωργοκτηνοτροφία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως θα γλιτώσουμε από τους δράκους που μόλις ανακαλύψαμε. Ματαίωση των αποτεφρωτηρίων θα σημαίνει παραμονή στην μέθοδο της ταφής αποβλήτων, της ανεξέλεγκτης απόρριψης και ατυχηματικής ή σκόπιμης παράνομης ανεξέλεγκτης καύσης, καθώς και εξαγωγής αποβλήτων σε άλλες χώρες. Νεράιδα δεν υπάρχει στο παραμύθι. Κι όσοι προτείνουν αόριστα μια Κυκλική Οικονομία, μάλλον δεν ξέρουν για τι μιλάνε. Κυκλική Οικονομία χωρίς ανάκτηση ενέργειας από απόβλητα δεν υπάρχει. Ακόμα κι αν τεχνικά ανακυκλώνονται «τα πάντα»  λόγω οικονομικών περιορισμών, ελάχιστα ξαναγίνονται προϊόντα. 

Βέβαια, ότι και να κάνουμε τελικά, από τους δράκους των διοξινών δεν θα γλιτώσουμε έτσι απλά. Έρθουν δεν έρθουν τα αποτεφρωτήρια θα συνεχίσουμε να καταναλώνουμε σολομούς Νορβηγίας και Βακαλάους Σενεγάλης, να τρώμε Ολλανδικά τυριά και να βάζουμε Γερμανικό σκονόγαλα στον καφέ, από ζώα ταϊσμένα με Ουκρανικές και Σουηδικές ζωοτροφές. Στην περίπτωση που το αποτεφρωτήριο δεν γίνει στη Δυτική Μακεδονία αλλά στην Κεντρική, ίσως και να κομπάζουμε που τελικά καταφέραμε «να μη φάμε τα αποκαΐδια των σκουπιδιών των Σαλονικιών». Αντίστοιχα μπορεί να θεωρούν κι αυτοί ότι ξεφορτώθηκαν τα αποκαΐδια των σκουπιδιών τους στη Δ. Μακεδονία στην περίπτωση που τελικά γίνει το αποτεφρωτήριο. Όμως δεν έχει και τόσο σημασία από ποια πλευρά του Βερμίου θα καίγονται, αφού οι βροχές θα κατεβάζουν τους ρύπους είτε στον κάμπο της Θεσσαλίας, είτε της Μακεδονίας, ανάλογα  τον άνεμο. Εκεί δηλαδή από όπου τροφοδοτείται με τρόφιμα όλη χώρα. Ας σημειωθεί ότι οι βροχές έρχονται συνήθως από τα δυτικά, από χώρες που λειτουργούν ήδη αποτεφρωτήρια, και τις δέχεται η Δ. Ελλάδα. Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν τα αποτεφρωτήρια δεν γίνουν, θα συνεχίσουμε να τρώμε με ευχαρίστηση τα αποκαΐδια των σκουπιδιών όλης της Ευρώπης, γιατί τα ευρωπαϊκά κρέατα, ψάρια, γαλακτοκομικά, και δημητριακά είναι φθηνότερα από τα ελληνικά; Αυτή η αντίθεση με το κυρίαρχο πνεύμα -αν όχι σύνθημα- στις διαμαρτυρίες ή «η υγεία πάνω από το κέρδος» είναι αξιοσημείωτη.

Έρθουν δεν έρθουν τα αποτεφρωτήρια θα συνεχίσουμε να θέλουμε να αγνοούμε την Μπούκοβα και τις υπόλοιπες 54 χωματερές στα βόρεια της περιφέρειας μας, καθώς και τις ατυχηματικές πυρκαγιές σε ΧΥΤΑ και κέντρα ανακύκλωσης; Μετά τα μεσάνυχτα να ψάχνουμε τασάκια στο μπαρ, και να νοσταλγούμε τις εποχές που στο λεκανοπέδιο κάπνιζαν δώδεκα φουγάρα ύψους διακοσίων μέτρων;

Κι αν μας προτείνουν την εγκατάσταση μιας χαρτοβιομηχανίας, ή χρωματοβιομηχανίας, ή μεταλλοβιομηχανίας ή τσιμεντοβιομηχανίας με μεγαλύτερη προοπτική ρύπανσης διοξινών, τι θα απαντήσουμε;

Ότι και να γίνει στο τέλος, είτε ληφθεί η σωστή ή λάθος απόφαση, η ευθύνη θα είναι όλων. Κυρίως των κυβερνώντων, αλλά και σε μεγάλο μέρος όσων αντιπολιτεύτηκαν. Είτε προς τη σωστή, είτε προς τη λάθος κατεύθυνση. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης θα έχουν κι αυτοί που δεν έκαναν και δεν είπαν τίποτα. Ειδικά αν γνωρίζουν από ρύπανση και διαχείριση αποβλήτων.

Η όποια απόφαση δεν θα είναι εύκολη. Οι Σουηδοί τα έβαλαν κάτω, είδαν τους τεχνοοικονομικούς περιορισμούς της ανακύκλωσης, μελέτησαν τους στόχους που βάζει η ΕΕ  για μόνο 10% ταφή και πήραν το ρίσκο της καύσης αφήνοντας το ρίσκο της ταφής. Δεν χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Εμείς μπορούμε να πάρουμε το ρίσκο της ταφής του 10% και το ουτοπικό 90% ανακύκλωσης/επαναχρησιμοποίησης, που θα σημαίνει με μαθηματική ακρίβεια 80% παράνομη απόρριψη/καύση. 

Η τελική απόφαση θα είναι δύσκολη για τους αποφασίζοντες. Όποια απόφαση και να πάρουν, ελπίζω να τη ζυγίσουν καλά, αφού υπάρχει ένας μεγάλος πειρασμός: Μερικοί ίσως να πιστέψουν πως είναι οι πρίγκηπες του παραμυθιού, που θα σώσουν την τρομοκρατημένη  βασιλοπούλα από τους δράκους των διοξινών και φουρανίων που θα εξαπολύσει η κακιά μάγισσα Καύση. Όμως οι «δράκοι» βρίσκονται εδώ, χρόνια τώρα.  Είχαν έρθει αντάμα με τις πλαστικές συσκευασίες, τα χάρτινα βιβλία, τα γερμανικά λουκάνικα και τους μεγάλους εκσκαφείς των λιγνιτωρυχείων. 

Έχουμε πολύ δουλειά ακόμα, δυστυχώς χωρίς τη βοήθεια νεραϊδών με μαγικά ραβδάκια. 

*Νικόλαος Σταμκόπουλος – Μηχανικός Περιβάλλοντος

Μοιραστείτε την είδηση