Η Ανακού της Καππαδοκίας ή αλλιώς Ενεγί, ήταν γνωστή για το λόφο Καλέ και τους περιβόητους οικισμούς της με τα λαξευμένα σπίτια, βρισκόταν πάνω στο δρόμο που συνέδεε τη Νεάπολη με τη Νίγδη.
Ήταν χτισμένη σε οροπέδιο του όρους Μουντάκ Οβά, σε ύψος 1.450 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.
Εκεί έμεναν οι φτωχές οικογένειες, στους δύο γνωστούς οικισμούς τον Πάνω και τον Κάτω Μαχαλά. Εκκλησίες συνυπήρχαν με τζαμιά, λαξευμένα στην άκρη απότομων βράχων. Οι κάτοικοι όμως σταδιακά άρχισαν να μεταναστεύουν σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους.
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ
Το Ανακού απέχει από την Νεάπολη 20 χλμ. Ουσιαστικά ο οικισμός αναπτύχθηκε γύρω από το Καλέ και χωριζόταν σε δύο μεγάλες συνοικίες, τον Πάνω Μαχαλά προς την πλευρά του Νεβσεχίρ και τον Κάτω Μαχαλά προς την πλευρά της Μαλακοπής.
Και οι δύο συνοικίες με τη σειρά τους χωρίζονταν σε μικρότερες, οι οποίες είχαν πάρει το όνομά τους από τις εκκλησίες, τα τζαμιά και τις κρήνες που υπήρχαν σε αυτές, ή από σημαντικές μορφές της τοπικής ιστορίας.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ
Το πρώτο όνομα ήταν Ανακοπή που είναι μια λέξη καθαρά Ελληνική που έρχεται από την αρχαιότητα και είναι συνώνυμη με τις λέξεις ,αναχαίτιση ή σταμάτημα ,σήμερα έχει ταυτισθεί με το απότομο σταμάτημα της καρδιάς .
Η λέξη προσομοιάζει με τη γειτονική Μαλακοπή (Μαλακοπή – Melegüp, σήμερα Derinkuyu).
Η κάποια στιγμή προφανώς χάριν συντομίας, έγινε Ανακό και στην συνεχεία Ανακού για να έρθουν οι Τούρκοι και να την κάνουν Enegup .
Η Ανακού, γνωστή και με το όνομα Ένεγι (Eneyi ή Eneği ) που είναι παραφθορά του Ελληνικού ονόματος από τους Τούρκους , οι Έλληνες μέχρι την παραμονή τους , στην πόλη τους το 1924 , εξακολουθούσαν να την αποκαλούν Ανακού. Το Ανακού κατά την διάρκεια της πολυαιώνιας πορείας του, εκτός από το πρώτο όνομα είχε τα ονόματα Ανακοπή, Ίνεγι , Anakopi, Enegi, Eneki, Anakoú, Anaku, Inegi, Enegup, Ene .
Σε τουρκικά αρχεία την βρήκαμε να αναγράφεται το 1922 Eneg | Anaku [ελληνικά Ανακού] και το 1926 Enegi με την υποσημείωση: “στις αρχές του 20ου αιώνα Τουρκο-ελληνορθόδοξος οικισμός”.
Η σημερινή ονομασία είναι Kaymakli (Καυμακλί). Η λέξη Kaymak σημαίνει κρέμα .
ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟ 1922
Ο πληθυσμός της Ανακούς ήταν μεικτός. Μεγαλύτερη συγκέντρωση Χριστιανικού πληθυσμού παρατηρήθηκε προς τη δυτική και τη νοτιοδυτική πλευρά του οικισμού, ενώ οι Μουσουλμάνοι κατοικούσαν κυρίως προς την ανατολική και τη βόρεια πλευρά. Πάντως η εθνοθρησκευτική σύνθεση όλων των συνοικιών ήταν μεικτή. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε σχετικά με τον αριθμό των κατοίκων είναι σε μεγάλο αριθμό αντιφατικές μεταξύ τους.
Ο Σαραντίδης και ο Φαρασόπουλος υποστηρίζουν ότι στην Ανακού ζούσαν 1.000 χριστιανοί και 1.800 μουσουλμάνοι.
Σύμφωνα με τη στατιστική της επαρχίας Ικονίου, που δημοσιεύεται το 1905 στο περιοδικό Ξενοφάνης, ο συνολικός αριθμός των κατοίκων παραμένει περίπου ίδιος, αλλάζει όμως η εσωτερική κατανομή σε εθνοθρησκευτικές ομάδες, αφού ο συντάκτης κατεβάζει τους μουσουλμάνους σε 1.500 και ανεβάζει τον αριθμό των χριστιανών σε 1250.3 Μια άλλη ομάδα πηγών κάνει λόγο για αριθμό οικογενειών και όχι για αριθμό κατοίκων.
Ο Κοντογιάννης υποστηρίζει ότι ο συνολικός αριθμός των οικογενειών που ζούσαν στην Ανακού ανερχόταν σε 380, ενώ ο Αντωνόπουλος, που επισκέφθηκε την περιοχή το 1901, ανεβάζει τον αριθμό μόνο των χριστιανικών οικογενειών σε 300.
Το 1883, καταγράφηκαν 135 οικογένειες χριστιανών και 250 μουσουλμάνων.
Ο πληθυσμός των Χριστιανών φαίνεται να έχει αυξηθεί στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, αφού οι οικογένειες που πλήρωναν ενοριακή εισφορά μεταξύ του 1902 και του 1912 κυμαίνονται μεταξύ 144 και 163. Μετά το 1912 παρουσιάζεται ξανά κάποια μείωση, η οποία είναι πολύ πιθανό να οφειλόταν στην επανένωση των μεταναστών με τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους στην Κωνσταντινούπολη
Η ΥΠΟΓΕΙΑ ΠΟΛΗ
Στο κέντρο του οικισμού υπήρχε ο Καλές, λόφος από πωρόλιθο, ύψους 200 περίπου μ., πάνω στον οποίο ήταν λαξευμένα τα παλαιότερα σπίτια
Οι κάτοικοι του σημερινού χωριού Kaymaklı, του οποίου το αρχαίο όνομα είναι Ανακοπή έχουν κατασκευάσει τα σπίτια τους κοντά σε 100 ή περισσότερες σήραγγες της υπόγειας πόλης.
Ακόμη και σήμερα οι χωρικοί περνούν από αυτές τις σήραγγες και χρησιμοποιούν τα κατάλληλα σημεία της υπόγειας πόλης ως κελάρια, αποθήκες και στάβλους.
Η υπόγεια πόλη Ανακού (Kaymaklı ) διαφέρει από την Μαλακοή (Derinkuyu) τόσο ως προς το σχέδιο όσο και ως προς την ίδρυσή της.
Τα περάσματα του είναι χαμηλά, στενά και επικλινή. Επί του παρόντος, έχουν αποκαλυφθεί τέσσερις όροφοι, με τους χώρους συγκεντρωμένους γύρω από τα φρεάτια εξαερισμού.
Έχει 8 ορόφους , ο πρώτος όροφος της υπόγειας πόλης περιέχει στάβλους, ενώ ο δεύτερος όροφος στεγάζει ένα μονόκλιτο και δύο αποστήματα ,χτίστηκε κατά την περίοδο των Χετταίων. .
Μπροστά από την αψίδα υπάρχει βωμός και στα πλάγια πλατφόρμες καθισμάτων.
Οι πιο σημαντικές περιοχές της υπόγειας πόλης ı βρίσκονται στον τρίτο όροφο. Εκτός από τους πολυάριθμους αποθηκευτικούς χώρους, τα οινοποιεία και τις κουζίνες, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μπλοκ ανδεσίτου με ανάγλυφη υφή που βρίσκεται σε αυτόν τον όροφο.
Η πέτρα δεν μεταφέρθηκε εδώ από έξω, αλλά ήταν μέρος του στρώματος του ανδεσίτου που δεν αποκαλύφθηκε κατά τη διαδικασία της κοιλότητας.
Στην επιφάνεια της πέτρας χαράχτηκαν συνολικά 57 τρύπες με σκοπό τη σύνθλιψη και τη λείανση.
Παρά το γεγονός ότι ολόκληρη η πόλη δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί πλήρως είναι σαφές ότι το Ανακού (Καϊμακλί) είναι ένας από τους μεγαλύτερους υπόγειους οικισμούς της περιοχής.
Είναι αποδεκτή ως η ευρύτερη υπόγεια πόλη της Καππαδοκίας, ανάμεσα στις πόλεις που έχουν εξερευνηθεί. Ο αριθμός των αποθηκών σε μια τόσο περιορισμένη περιοχή υποστηρίζει την υπόθεση ότι εδώ διέμενε σημαντικός αριθμός ανθρώπων.
Η υπόγεια πόλη στην Ανακού είναι μια από τις διάσημες υπόγειες πόλεις της Καππαδοκίας.
Η πόλη , η οποία απέχει 20 χιλιόμετρα από το κέντρο του Nevşehir και είναι το όνομα της πόλης.
Από την όψιμη ανακάλυψη των τουριστικών αξιών στη Καππαδοκια, ο ιδιαίτερος χώρος άνοιξε για επισκέπτες το 1964. Προστέθηκε στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO μόλις 20 χρόνια αργότερα, το 1984.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Με κριτήριο την αρχιτεκτονική των σπιτιών η ανάπτυξη του οικισμού χωριζόταν σε 3 περιόδους.
1. Στην παλαιότερη, την τρωγλοδυτική, τα σπίτια ήταν λαξευμένα πάνω στον Καλέ
Στην παλαιότερη, την τρωγλοδυτική, τα σπίτια ήταν λαξευμένα πάνω στον Καλέ. Κατά τη διάρκειά της οι οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων παρέμεναν αγροκτηνοτροφικές.
2. Στην επόμενη περίοδο τα σπίτια κατασκευάζονταν στην επιφάνεια του εδάφους, χωρίς όμως να αποκόπτονται πλήρως από τα υπόσκαφα σπίτια της προηγούμενης περιόδου. Το υπέργειο τμήμα της κατοικίας χτιζόταν κοντά στο υπόγειο και επικοινωνούσε μαζί του. Σταδιακά ο χαρακτήρας της οικονομίας άλλαξε ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης των κατοίκων σε αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
3. Κατά την τρίτη και τελευταία περίοδο οι κατοικίες που χτίζονταν ήταν εξολοκλήρου υπέργειες και εντελώς αποκομμένες από εκείνες των δύο προηγούμενων φάσεων.
Αυτό είχε αποτέλεσμα τη χωροταξική απομάκρυνσή τους από το βράχο, γεγονός που προκάλεσε και την επέκταση της συνολικής επιφάνειας του οικισμού.
Η μετανάστευση των κατοίκων αποτελούσε πλέον τον κυρίαρχο τρόπο βιοπορισμού τους, προκαλώντας παράλληλα αλλαγή και στη νοοτροπία τους
Ο νέος τύπος κατοικίας σταδιακά υπερτέρησε, χωρίς όμως να εγκαταλειφθούν όλα τα σπίτια των δύο προηγούμενων περιόδων
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Εκκλησιαστικά η Ανακού υπαγόταν στη Μητρόπολη Καισαρείας.
-Εκκλησίες
* Επεισοδίων της Θεοτόκου
Ο μεγαλύτερος και κύριος ναός της ήταν των Εισοδίων της Θεοτόκου, ο οποίος, σύμφωνα με μια επιγραφή που υπάρχει στο υπέρθυρό του, χτίστηκε το 1834. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με προνάρθηκα και γυναικωνίτη.
*Τιμίου Σταυρού – Αγίου Γρηγορίου και Αγίου Γεωργίου.
Υπήρχαν και τρεις άλλοι μικρότεροι ναοί, του Τιμίου Σταυρού, του Αγίου Γρηγορίου και του Αγίου Γεωργίου. Σε αυτούς τελούνταν λατρευτικές ακολουθίες μόνο κατά την ημέρα της εορτής του αγίου στον οποίο ήταν αφιερωμένοι, καθώς και όταν κάποιος το ζητούσε.
*Υπόγειοι ναοί στο Καλέ .
Υπήρχαν και κάποιοι ακόμη μικρότεροι και παλαιότεροι ναοί, υπόγειοι ή λαξευμένοι στις πλαγιές του Καλέ, καθώς και αρκετά ξωκλήσια.
Ο αριθμός των ιερέων ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή και με την πηγή.
Έτσι, το 1905 η κοινότητα συντηρούσε τρεις ιερείς, ενώ το 1912 είχαν μειωθεί σε δύο.
Η λειτουργία στην εκκλησία γινόταν στα Ελληνικά αλλά πολλές φορές οι μεγάλοι που δεν πήγαν σχολείο , επειδή δεν κατανοούσαν το ελληνικό κείμενο ζητούσαν από τους ψάλτες να διαβάσουν τον Απόστολο στα τουρκικά,
ΠΑΙΔΕΙΑ
Υπήρχε δημοτικό σχολείο αλλά οι μαθητές δύσκολα συνέχιζαν σπουδές σε μεγαλύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης .Οι άνδρες έφευγαν μόλις αποφοιτούσαν από το σχολείο, σε ηλικία περίπου 13-14 ετών.
Και ως προς το είδος του σχολείων που λειτουργούσαν στην Ανακού υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες: Στη «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», (1905) αναφέρεται ένα πεντατάξιο αρρεναγωγείο με 2 δασκάλους και 150 μαθητές και ένα τετρατάξιο παρθεναγωγείο με 1 δασκάλα και 60 μαθήτριες. Αντίθετα, ο Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τας μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου υπαγόμεναι ελληνορθόδοξοι κοινότητες 3 υποστηρίζει ότι στην Ανακού λειτουργούσε μια επτατάξια αστική σχολή, στην οποία δίδασκαν 2 δάσκαλοι και φοιτούσαν 200 μαθητές και μαθήτριες. Με αυτή την άποψη συντάσσεται και ο Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία , ο οποίος κάνει λόγο για ένα αστικό αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο με 150 μαθητές και 60 μαθήτριες.
Οι παλαιότερες πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη κοινοτικών δασκάλων φτάνουν το 1850. Δασκάλα στην Ανακού πήγε για πρώτη φορά το 1897, η εκπαίδευση όμως των κοριτσιών είχε αρχίσει νωρίτερα. Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς χτίστηκε το πρώτο σχολικό κτήριο, το οποίο ονομαζόταν και «παλιό δημοτικό», υπήρχε όμως το 1873. Το 1898η αίθουσα που βρισκόταν στην αυλή του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση του δεύτερου σχολείου, δηλαδή του αρρεναγωγείου ή κάτω σχολείου, στο οποίο φοιτούσαν τα αγόρια των τριών τελευταίων τάξεων. Τα υπόλοιπα αγόρια, καθώς και όλα τα κορίτσια, συνέχισαν να παρακολουθούν το ήδη υπάρχον τετρατάξιο δημοτικό.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
Μετανάστες από την Ανακού ίδρυσαν στην Κωνσταντινούπολη σύλλογο με την ονομασία Φιλόπτωχος Φιλοπρόοδος Αδελφότης Ανακούς «Ομόνοια». Σύμφωνα με κάποιες πηγές η αδελφότητα λειτουργούσε πολύ πριν από την επίσημη αναγνώρισή της, που έγινε το 1909. Στόχος των μελών της αδελφότητας ήταν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Όμως, το κατεξοχήν πεδίο δραστηριοποίησής τους στάθηκε ο χώρος της εκπαίδευσης, μέσω της αποστολής δασκάλων και βιβλίων
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Οι κάτοικοι της Ανακούς ασχολιόταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία.Δυστυχώς παρά το γεγονός ότι , η συνολική κτηματική έκταση που κατείχαν οι κάτοικοι της Ανακούς ήταν μεγαλύτερη από εκείνη των κατοίκων των γειτονικών χωριών. Η αγροτική παραγωγή ήταν μικρή λόγω της έλλειψης γονιμότητας των χωραφιών. Τα προϊόντα που καλλιεργούσαν ήταν δημητριακά (κριθάρι, σιτάρι, σίκαλη), όσπρια, λινάρι, λίγα οπωροφόρα δέντρα και αμπέλια.. Όσοι ασχολούνταν προσωπικά με την καλλιέργεια κάλυπταν συνήθως τις ανάγκες σε εργατικά χέρια μέσα από καθιερωμένες πρακτικές αλληλοβοήθειας και ανταλλαγής εργασίας σε επίπεδο συγγενών και φίλων, ..
Ουσιαστικά όλη η γεωργική παραγωγή προοριζόταν για τις ανάγκες της αυτοκατανάλωσης. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετούσε και η μικρή, οικόσιτη κτηνοτροφία. Τη βοσκή των ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων και λίγων αγελάδων, την ανέθεταν οι κάτοικοι επί πληρωμή σε βοσκούς, οι οποίοι συνήθως ήταν μουσουλμάνοι. Υπήρχαν και αρκετοί Ανακίωτες που ασχοληθήκαν με την μελισσοκομία.Η βιοτεχνική παραγωγή, εμπόριο, ήταν υποτυπώδης.
Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ
Μεγάλος αριθμός κατοίκων προκείμενου να καλύψουν βιοτικές ανάγκες αναγκαζόταν να μεταναστεύουν .
. Η αναχώρηση των μεταναστών ήταν ομαδική και είχε τελετουργικό χαρακτήρα. Την ημέρα της αναχώρησης οι μετανάστες εκκλησιάζονταν ομαδικά και ο ιερέας διάβαζε μια σχετική ευχή. Οι συγχωριανοί τούς συνόδευαν στην εκκλησία, τους εύχονταν καλό ταξίδι και τους έδιναν πράγματα για να τα μεταφέρουν σε δικούς τους συγγενείς που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια ένας ηλικιωμένος μετανάστης τραγουδούσε ένα συγκεκριμένο τραγούδι της ξενιτιάς, δίνοντας έτσι το έναυσμα για να ξεκινήσει το ταξίδι.
Στην Κωνσταντινούπολη τους νέους μετανάστες υποδεχόταν κάποιος συγγενής, συνήθως πατέρας ή θείος. Οι Ανακιώτες της Κωνσταντινούπολης ήταν κυρίως μπακάληδες. Εργάζονταν σε καταστήματα άλλων Ανακιωτών, όπου ολοκλήρωναν τη μαθητεία τους στο επάγγελμα, περνώντας από το στάδιο του τσιρακιού σε εκείνο του κάλφα. Μετά την ολοκλήρωση της μαθητείας φρόντιζαν να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση. Όλο αυτό το διάστημα δεν παρέλειπαν να στέλνουν χρήματα στους δικούς τους που βρίσκονταν στην Ανακού, προκειμένου να πληρώσουν τους φόρους και να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Η συχνότητα της μετανάστευσης ήταν πολύ μεγάλη και σημάδεψε την ιστορία του οικισμού, η οποία είναι δυνατό να χωριστεί σε τρεις περιόδους. Κατά την πρώτη, η οποία διήρκεσε περίπου μέχρι το 1770, η οικονομία του οικισμού παρέμεινε αγροκτηνοτροφική. Στη δεύτερη φάση (1770-1850) η μετανάστευση σταδιακά εδραιώθηκε ως ενδεδειγμένη οικονομική στρατηγική και δημιουργήθηκε το μεταναστευτικό πρότυπο που περιγράψαμε παραπάνω. Τέλος, στην περίοδο μεταξύ του 1850 και 1924 η μετανάστευση είχε πλέον καθιερωθεί και αφορούσε πολύ μεγάλο μέρος του ενεργού ανδρικού πληθυσμού. Οι γεωργικές εργασίες πέρασαν πια κατά κύριο λόγο στα χέρια των γυναικών και των μουσουλμάνων. Οι τρεις αυτές περίοδοι αντιστοιχούσαν σε γενικές γραμμές στις τρεις περιόδους της αρχιτεκτονικής του οικισμού
Η ΕΚΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Το 1924 από την Ανακού για την Ελλάδα αναχώρησαν 140 οικογένειες με 435 μέλη συνολικά.5 Πρώτος σταθμός του ταξιδιού τους ήταν η Μερσίνα*, απ’ όπου αναχώρησαν με πλοίο για τον Πειραιά .
*Μερσίνα : Η Μερσίνα υπήρξε από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Κιλικίας κατά το 19ο αιώνα. Αναδείχτηκε σε μείζον εξαγωγικό κέντρο της ευρύτερη
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Αρκετοί εγκαταστάθηκαν στο πολεοδομικό συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς, ενώ κάποιοι άλλοι διασκορπίστηκαν στην υπόλοιπη χώρα.
Το 1963, εκτός από την Αττική όπου είχαν εγκατασταθεί οι περισσότεροι πρόσφυγες από την Ανακού, κάποιοι κατέληξαν στην Κέρκυρα, στους Χαλκιάδες Φαρσάλων, στη Θεσσαλονίκη, στην Καστοριά, στη Θάσο και στο Ηράκλειο Κρήτης.
ΣΗΜΕΡΑ
Το Ανακού σήμερα Kaymaklı είναι μια πόλη στην επαρχία Nevşehir , στην επαρχία Nevşehir , στην Τουρκία. Ο πληθυσμός του ήταν το 2022 4.315 κάτοικοι . Ο δήμος ιδρύθηκε στο Καϊμακλί στις 7 Φεβρουαρίου 1919.
*Συγγραφέας – Ιστορικού ερευνητή