Συζήτηση στο δημοτικό συμβούλιο με παρεμβάσεις υπηρεσιών, περιβαλλοντικών οργανώσεων και αιρετών
Στο πολύωρο δημοτικό συμβούλιο της Παρασκευής τέθηκε προς συζήτηση το ζήτημα της ανησυχητικής εμφάνισης αρκούδων στον αστικό ιστό και σε οικισμούς του Δήμου Κοζάνης. Το θέμα προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον, καθώς η παρουσία του προστατευόμενου θηλαστικού σε κατοικημένες περιοχές έχει αυξηθεί το τελευταίο διάστημα, δημιουργώντας ανησυχία στους πολίτες και ανάγκη λήψης μέτρων.

Ο Διευθυντής Δασών Κοζάνης Δημήτρης Τσίμπλινας αναφέρθηκε στις ενέργειες που έχουν γίνει από τις δασικές υπηρεσίες της Π.Ε. Κοζάνης, στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου εφαρμογής της ΚΥΑ του 2014. Όπως σημείωσε, «ο φυσικός χώρος της αρκούδας και ο βιότοπός της δεν είναι οι κατοικημένες περιοχές. Κανείς δεν έχει πρόβλημα με το να είναι οι αρκούδες στο δάσος». Υπογράμμισε ότι οι υπηρεσίες ήταν παρούσες σε όλα τα περιστατικά και εφάρμοσαν τα προβλεπόμενα πρωτόκολλα. Επισήμανε ότι το τελευταίο στάδιο, όταν οι αρκούδες μπαίνουν σε οικισμούς και προκαλούν προβλήματα, είναι η απομάκρυνσή τους, για την οποία υπεύθυνες βάσει ΚΥΑ, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, είναι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως ο «Αρκτούρος» και η «Καλλιστώ». Η διαδικασία, όπως είπε, περιλαμβάνει νάρκωση και μεταφορά των ζώων, ενώ για τις ζημιές είναι αρμόδιος ο ΕΛΓΑ.

Αναφερόμενος στα μέτρα που λαμβάνονται από τις δασικές υπηρεσίες, τόνισε ότι είναι ήπια, όπως οι πλαστικές σφαίρες και τα πιστόλια κρότου – λάμψης, χωρίς όμως να έχουν αποδώσει. Χαρακτηριστικό ήταν το περιστατικό στην Αναρράχη, όπου μια αρκούδα κυνήγησε δασοφύλακα. Ο κ. Τσίμπλινας πρότεινε επανακαταμέτρηση του πληθυσμού των αρκούδων ανά περιφέρεια, επιδότηση ηλεκτροφόρων περιφράξεων, δημιουργία αποτρεπτικών συνθηκών εντός των οικισμών, συγκρότηση εθελοντικών συνεργείων επιφυλακής και σύσταση μόνιμης ομάδας ειδικών για άμεση επέμβαση.

Ο Γενικός Διευθυντής της Περιβαλλοντικής Οργάνωσης «Αρκτούρος» Δρ. Αλέξανδρος Καραμανλίδης επισήμανε πως «υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο, δεν μπορούμε να κάνουμε ενέργειες εκτός αυτού του πλαισίου», ξεκαθαρίζοντας ότι υπεύθυνες για την απομάκρυνση των αρκούδων είναι οι δασικές υπηρεσίες και η Γενική Διεύθυνση Δασών. Όπως διευκρίνισε, η απομάκρυνση δεν προβλέπει μεταφορά σε άλλη περιοχή αλλά σε κοντινή απόσταση, ενώ υπάρχουν και αποτρεπτικοί μηχανισμοί πριν φτάσουμε σε ακραίες λύσεις. «Το πρωτόκολλο πρέπει να εφαρμοστεί, αλλά να εφαρμοστεί σωστά» τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι η Πολιτεία οφείλει να στηρίξει τις ομάδες άμεσης επέμβασης.

Στην παρέμβασή του ο Γενικός Συντονιστής της «Καλλιστώ» Σπύρος Ψαρούδας αναφέρθηκε στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την αρκούδα, που θεσμοθετήθηκε μερικώς τον Δεκέμβριο του 2024. Όπως είπε, προβλέπονταν 73 συγκεκριμένες δράσεις, ωστόσο θεσμοθετήθηκαν μόνο οι 18, με συνολικό προϋπολογισμό 1 εκατομμυρίου ευρώ για έξι χρόνια πανελλαδικά και από αυτές θα χρηματοδοτηθούν μόνο οι 8. «Με τέτοιους πόρους δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ζητήματα που απασχολούν τόσο τις τοπικές κοινωνίες» σημείωσε. Τόνισε ακόμη ότι τα μεγάλα σαρκοφάγα επιστρέφουν σε όλη την Ευρώπη λόγω παραγόντων όπως η αλλαγή χρήσεων γης, οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, η κλιματική αλλαγή και οι πυρκαγιές, ωστόσο υπάρχουν διεθνείς πρακτικές που εφαρμόζονται.
Ο Δήμαρχος Κοζάνης Γιάννης Κοκκαλιάρης ανέφερε: «Πέρα από το τι πρέπει να γίνει, πρέπει να ενημερωθούν οι πολίτες γιατί ανησυχούν και πολλές φορές φοβούνται, με το δίκιο τους ενώ καταστρέφονται και περιουσίες». Σημείωσε ότι στην Κοζάνη δεν είναι τόσο συχνό φαινόμενο όπως είναι στη Φλώρινα που είναι καθημερινό φαινόμενο, αναφέροντας ότι «ο δήμαρχος Φλώρινας μου έδειχνε βίντεο με αρκούδες μέσα στην πόλη, όπως και στην Καστοριά που ήταν στο αεροδρόμιο». Πρόσθεσε ότι τα τελευταία χρόνια έχει μετατοπιστεί η άγρια ζωή προς τις πόλεις και τα χωριά. Η έξαρση της άγριας ζωής είναι πολύ μεγάλη στη Δυτική Μακεδονία. Παράλληλα, πρότεινε τη διοργάνωση μιας ημερίδας για τη σωστή ενημέρωση του κόσμου σχετικά με το φαινόμενο.

Στη συζήτηση παρενέβη και ο Αντιδήμαρχος Νικόλαος Παπαδόπουλος, ρωτώντας αν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας έχουν επηρεάσει το περιβάλλον των αρκούδων. Ο Δρ. Καραμανλίδης απάντησε πως «οι ΑΠΕ έτσι όπως έχουν σχεδιαστεί στην Ελλάδα δημιουργούν όντως πρόβλημα για τις αρκούδες», εξηγώντας ότι το πρόβλημα δεν είναι ο αριθμός των εγκαταστάσεων αλλά η χωροθέτηση τους. Ο κ. Τσίμπλινας εμφανίστηκε πιο επιφυλακτικός, λέγοντας πως δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι οι ΑΠΕ ενισχύουν το πρόβλημα.
Ο επικεφαλής της Δημοτικής Κίνησης «Κοζάνη – Τόπος να Ζεις» Χάρης Κουζιάκης επισήμανε ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγραφεί επιθέσεις σε ανθρώπους, ωστόσο, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. «Μέχρι τώρα δεν είχαμε επίθεση σε άνθρωπο αλλά όταν θεωρούμε φυσικό το να εξοικειώνεται ένα άγριο ζώο στο αστικό τοπίο είναι επικίνδυνο» είπε χαρακτηριστικά. Τόνισε ότι το ζήτημα δεν πρέπει να εξετάζεται αποσπασματικά ή μόνο για τη φετινή χρονιά, αλλά απαιτείται συντονισμένη αντίδραση. «Συντονισμένα πρέπει να αντιδράσουμε πριν να έχουμε πιο έντονα προβλήματα στα χωριά μας. Πρέπει να τηρηθεί η νομοθεσία, να αυξηθούν οι πόροι αλλά και να προστατευθούν τα ζώα» σημείωσε.
Η επικεφαλής της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Τίνα Κουζιάκη στάθηκε στις γενικότερες πολιτικές διαχείρισης των δασών, τονίζοντας ότι αυτές επηρεάζουν άμεσα και το ζήτημα της άγριας πανίδας. «Η συνολικότερη πολιτική διαχείρισης των δασών, μέρος της οποίας είναι και η διαχείριση της άγριας πανίδας, έχει επιδράσει μεταξύ άλλων και στην ένταση του φαινομένου, σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού αλλά και πολιτικές όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική που οδήγησε στο ξεκλήρισμα των κτηνοτρόφων ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές που ερήμωσαν» ανέφερε. Η κ. Κουζιάκη υπογράμμισε επίσης τις ευθύνες που προκύπτουν από την ανάπτυξη των ΑΠΕ, την ελαχιστοποίηση του κόστους σε έργα, αλλά και την υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των αρμόδιων υπηρεσιών.
Η δημοτική σύμβουλος Ελπίδα Κουϊμτζίδου έθεσε το ερώτημα αν υπάρχει τρόπος να ενισχυθούν τα δάση ώστε να είναι φιλόξενα για τα ζώα, αντί να δημιουργείται αφιλόξενο περιβάλλον μέσα στους οικισμούς, όπως είχε αναφέρει ο κ Τσίμπλινας, με τον ίδιο να απαντάει ότι τα δάση αυξάνονται στην περιοχή λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της μείωσης της κτηνοτροφίας, σημειώνοντας ότι «τα μικρά όταν γεννηθούν κοντά σε κατοικημένες περιοχές νιώθουν ότι αυτός είναι ο βιότοπός τους».
Για το ζήτημα της καταμέτρησης του πληθυσμού ο Δρ. Καραμανλίδης διευκρίνισε ότι η διαδικασία γίνεται με έμμεσο τρόπο, μέσω γενετικού υλικού και βάσεων δεδομένων. «Είναι σίγουρο ότι από το 1990 έως το 2025 ο πληθυσμός της αρκούδας έχει αυξηθεί. Το πρόβλημα είναι στα ακριβή νούμερα» είπε, δίνοντας μια προσέγγιση ότι από περίπου 200 αρκούδες το 1990, σήμερα ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ 600 και 900.
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr