Απόδειξη δαπάνης – τίτλος κτήσης

4 Min Read

Η απόδειξη δαπάνης ανέκαθεν αποτελούσε ένα χρήσιμο εργαλείο διευκόλυνσης των συναλλαγών για σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, με το οποίο εισπράττει αμοιβές για εργασίες που προσφέρει ευκαιριακά άνευ σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή έργου και χωρίς να απαιτείται να κάνει έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, αρκεί να μη ξεπερνά ορισμένα ετήσια εισπρακτικά όρια. Η απόδειξη δαπάνης-τίτλος κτήσης χρησιμοποιείται και για την καταβολή κάποιων λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης, για τα οποία δεν προβλέπεται έκδοση άλλου φορολογικού στοιχείου. Δυστυχώς παρατηρείται πως με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο, θεσπίστηκαν ασφαλιστικές εισφορές για τους τίτλους κτήσης (αποδείξεις δαπάνης) με τις οποίες επέρχεται στην πράξη εξίσωση ως προς τη συνολική φορολογική-ασφαλιστική επιβάρυνση μεταξύ των τίτλων κτήσης (όπως ονομάζονται πλέον οι αποδείξεις δαπάνης) και των τιμολογίων-αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, τα οποία εκδίδουν οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται ατομικά.
Με την εισαγωγή του ΚΦΑΣ, αντικαταστάθηκε η έννοια της απόδειξης δαπάνης από τον τίτλο κτήσης, που όμως στην ουσία εξυπηρετούσε τον ίδιο σκοπό. Έτσι, οι επιχειρήσεις από 1/1/2014 αποδεικνύουν αγορές αγαθών και λήψεις υπηρεσιών, από πρόσωπα που δεν έχουν υποχρέωση για έκδοση τιμολογίου, με τη σύνταξη «τίτλου κτήσης» στον οποίο αναγράφονται, τα στοιχεία των συμβαλλομένων. Επειδή στην αγορά η ονομασία «απόδειξη δαπάνης» έχει επικρατήσει έναντι του «τίτλου κτήσης», για τη συνέχεια του άρθρου θα συνεχίσουμε με την χρήση της ονομασίας «απόδειξη δαπάνης».
Σημειώνεται ότι, ως «απόδειξη δαπάνης», μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενδεικτικά ένα συμφωνητικό, μια υπεύθυνη δήλωση, ακόμα και ένα τιμολόγιο αγοράς υπηρεσιών, που να περιλαμβάνει τα απαιτούμενα δεδομένα.
Η απόδειξη δαπάνης φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και υπάγεται στις κλίμακες της μισθωτής απασχόλησης. Σε περίπτωση ύπαρξης εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες, το εισόδημα της απόδειξης δαπάνης θα έρθει να προστεθεί σε αυτό των μισθωτών υπηρεσιών ώστε να ενταχθεί στην αντίστοιχη φορολογική κλίμακα.
Ορίζεται πλέον ξεκάθαρα από το νόμο πως καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ από όσους αμείβονται με αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης. Μάλιστα, το ύψος των εισφορών υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους αυτοαπασχολούμενους και συγκεκριμένα τους υπαγόμενους στον πρώην ΟΑΕΕ. Οι ασφαλιστικές εισφορές αυτές οφείλονται ανεξαρτήτως ύψους ποσού είσπραξης. Είτε κάποιος αμειφθεί με 100 ευρώ, είτε με 10.000 ευρώ για κάποια υπηρεσία ή εργασία που προσέφερε περιστασιακά και ευκαιριακά, θα οφείλει ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και άλλων επιβαρύνσεων, μη εφαρμοζομένων των ρυθμίσεων περί κατώτατου ορίου μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος. Είναι άξιο αναφοράς πως δεν υπάρχει κατώτατο πλαφόν στις ασφαλιστικές εισφορές των αποδείξεων δαπάνης, σε αντίθεση με τις ατομικές επιχειρήσεις. Η ασφαλιστική επιβάρυνση είναι ευθέως αναλογική με την αμοιβή της απόδειξης δαπάνης από το πρώτο ευρώ.
Ο νόμος επίσης ορίζει ότι οι ασφαλιστικές εισφορές επιβαρύνουν τον παρέχοντα την υπηρεσία και παρακρατούνται και αποδίδονται από τον εργοδότη κατά την έκδοση της απόδειξης δαπάνης και αποδίδονται στον ΕΦΚΑ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου της έκδοσης του παραστατικού μήνα.
Η επιλογή και ανάπτυξη των θεμάτων γίνεται από το λογιστικό γραφείο των Κωτούλα Αργυρώς και Κωτούλα Αλέξη

Μοιραστείτε την είδηση