Ελένη Κυριακίδου, Διευθύντρια Προσωπικού Διαγνωστικού Κέντρου «Ιπποκράτης» ΑΕ
Ζω και εργάζομαι στην Κοζάνη πάνω από είκοσι χρόνια. Ως διευθύντρια προσωπικού σε διαγνωστικό κέντρο της περιοχής, έχω καθημερινή επαφή με εργαζόμενους, ανέργους, νέους ανθρώπους που αναζητούν προοπτική αλλά και μεγαλύτερους που φοβούνται ότι δεν θα προλάβουν τη «μετάβαση». Η απολιγνιτοποίηση παρουσιάστηκε ως μια νέα αρχή. Στην πράξη, όμως, για πολλούς συμπολίτες μας βιώνεται ως μια παρατεταμένη αβεβαιότητα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λιγνίτης δεν μπορούσε να αποτελεί για πάντα το μοναδικό στήριγμα της τοπικής οικονομίας. Αυτό που λείπει, ωστόσο, είναι η ουσιαστική γέφυρα από το «χθες» στο «αύριο». Οι περίφημες ευκαιρίες υπάρχουν κυρίως στα χαρτιά, σε προγράμματα δύσκολα προσβάσιμα, με απαιτήσεις που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής.
Στον χώρο της εργασίας βλέπουμε ένα παράδοξο: από τη μία, ανθρώπους με εμπειρία, συνέπεια και διάθεση να προσαρμοστούν· από την άλλη, νέες θέσεις που είτε είναι ελάχιστες είτε απαιτούν εξειδίκευση χωρίς επαρκή τοπική εκπαίδευση και υποστήριξη. Η επανεκπαίδευση δεν μπορεί να είναι σύνθημα. Πρέπει να είναι ρεαλιστική, συνεχής και συνδεδεμένη με πραγματικές θέσεις εργασίας εδώ, όχι αλλού.
Παράλληλα, η ψυχολογία της πόλης επιβαρύνεται. Όταν μια κοινωνία μαθαίνει επί δεκαετίες να στηρίζεται σε έναν βασικό εργοδότη και αυτός αποσύρεται, δεν αλλάζει μόνο το εισόδημα· αλλάζει η ταυτότητα. Αυτό δεν θεραπεύεται με εξαγγελίες. Χρειάζεται παρουσία, διάλογος και εμπιστοσύνη.
Η Κοζάνη έχει ανθρώπους μορφωμένους, εργατικούς και ανθεκτικούς. Έχει επίσης το πλεονέκτημα της γνώσης γύρω από την ενέργεια, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε νέες, βιώσιμες δραστηριότητες. Αυτό που ζητάμε δεν είναι προνόμια, αλλά σχέδιο που να «πατά» στην τοπική κοινωνία και να μην την προσπερνά.
Η μετάβαση μπορεί να γίνει ευκαιρία μόνο αν οι άνθρωποι της περιοχής μπουν στο επίκεντρο. Διαφορετικά, θα μείνει άλλη μία χαμένη υπόσχεση – και η Κοζάνη δεν αντέχει άλλες.









