Η στρεβλή μονοκαλλιέργεια του λιγνίτη στην περιοχή μας τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι μία από τις βασικές αιτίες που την έφεραν σε αυτή τη δεινή θέση σήμερα, εν μέσω μεταλιγνιτικής περιόδου. Παρά ταύτα, προσέφερε θέσεις εργασίας και ήταν κινητήριος δύναμη της τοπικής οικονομίας.
Διαφαίνεται δυστυχώς-με τα μέχρι στιγμής δεδομένα-ότι εξελίσσεται μία νέα ιδιότυπη, στρεβλή και ανισοβαρής “καλλιέργεια”, αυτή των φωτοβολταϊκών πάρκων, με τη δημιουργία ελάχιστων θέσεων διαρκούς εργασίας πέραν των επίσης ελάχιστων προσωρινών θέσεων εργασίας κατά το στάδιο της κατασκευής τους.
Κυρίως όμως διαφαίνεται μία ανεξέλεγκτη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, με δέσμευση είτε χορτολιβαδικών και γεωργικών εκτάσεων. Επίσης μία διαταραχή του υδάτινου και παρόχθιου οικοσυστήματος αν χωροθετηθούν φωτοβολταϊκά εντός λιμνών ή εντός των όχθεών τους.
Τέτοια θέματα σημαντικά για το μέλλον του τόπου και των κατοίκων του, είναι καλό και εύλογο, να αναλύονται και να συζητούνται σε λαϊκές συνελεύσεις και μετά να παίρνονται οι αντίστοιχες αποφάσεις εις όφελος της τοπικής κοινωνίας και μόνο.
Δυσνόητη αυτή η επιμονή κεντρικά και τοπικά για βιαστικές χωροθετήσεις φωτοβολταϊκών, όταν ακόμα εκκρεμεί το χωροταξικό της περιοχής.
Δυσνόητη η απραξία και χωρίς χρονοδιαγράμματα-από το Σεπτέμβριο 2019 όταν και ανακοινώθηκε η απόφαση για εμπροσθοβαρή και βιαστική απολιγνιτοποίηση-σε ότι αφορά τα οδικά δίκτυα, τη σιδηροδρομική Εγνατία, τα αεροδρόμια και τα έργα υποδομής που σε βάθος χρόνου θα άρουν πλήρως την απομόνωση της περιοχής και θα προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές προσφέροντας πολυάριθμες και πραγματικές θέσεις εργασίας.
Αν αυτή η νέα μονοκαλλιέργεια θεωρείται “πρόοδος” για τον τόπο μας, τότε ναι, υπάρχουν φορές που η άρνηση σε τέτοια “πρόοδο” πρέπει να αποτελεί επιλογή, με ταυτόχρονη αλλαγή πορείας και σχεδιασμού.