Όταν ήταν πιο μικρή η κόρη μου, γνωρίζοντας πόσο αφηρημένος, πόσο ξεχασιάρης είμαι, κάθε φόρα που έβγαινα από το σπίτι με υπέβαλε σε εξονυχιστικό έλεγχο: «Πήρες το πορτοφόλι σου, το κινητό, τα κλειδιά, τα ψιλά σου;».
Ευτυχώς, την νύχτα 16 προς 17 Αύγουστου, δεν επιδέχθηκε την εκτίμηση του εφημερεύοντος γιατρού του «Ευαγγελισμού» ότι «φεύγω». Οπότε δεν μου έκανε τις συνηθισμένες ερωτήσεις. Οπότε και εγώ ξέχασα πράγματι να πάρω ο,τιδήποτε. Και έτσι, όταν έφθασα στις όχθες της Αχερουσίας, δεν είχα επάνω μου τίποτε. Ούτε καν τα ψιλά μου. «Για κορόιδο με πέρασες, εξυπνάκια; Έχουν περάσει πολλοί αιώνες από τότε που έκανα τα στραβά μάτια στον Μένιππο» με αποπήρε θυμωμένος ο βαρκάρης που έκανε το δρομολόγιο του περάματος. «Τσακίσου να ανεβείς να πάρεις τον οβολό για το εισιτήριο και γύρνα πίσω σαν πουλάκι».
Στο μεταξύ όμως γιος και κόρη, μετά της παρ’ ολίγον χήρας, και ομογνωμούντων και συνδραμόντων των συντρόφων τους, είχαν πάρει άλλες αποφάσεις. Με πήραν σηκωτό και «από δω παν’ κι’ οι άλλοι». Οπότε, μετά από μια χειρουργική επέμβαση που ήταν «ραντεβού στα τυφλά», όπως μου την περιέγραψαν, όταν πια ξύπνησα, οι δυο …δράστες χειρουργοί της «Ευρωκλινικής», Βαγγέλης Αποστολόπουλος και Γιάννης Καρατσόλης, είπα να αφήσω εκείνον τον βαρκάρη, -φτυστός με το σκίτσο του Αρκά, στη σειρά «Τα Μαύρα» ο άτιμος- να περιμένει λίγο ακόμη.
Αν μη τι άλλο να μη φύγω ως αχάριστος. Να προλάβω να πω, από τα βάθη της ψυχής μου, ένα μεγάλο, ένα απέραντο ευχαριστώ, σε όσους έτρεξαν να δώσουν αίμα, σε όσους με κάθε τρόπο εκδήλωσαν την αγάπη τους, το ενδιαφέρον τους, την συμπαράσταση τους στα παιδιά μου και την σύντροφο μου.
Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Γ. Π. ΜΑΣΣΑΒΕΤΑΣ