Παράταση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων ζητά η Περιφέρεια
Το υπό διαβούλευση Εθνικό Σχέδιο Ενεργειακής Κλιματικής Πολιτικής (ΕΣΕΚ), που περιλαμβάνει σημαντικά θέματα για την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, συζητήθηκε το βράδυ της Τετάρτης στο Περιφερειακό Συμβούλιο. Ανάμεσα στα θέματα που αναφέρθηκαν ήταν και οι τηλεθερμάνσεις. Το Συμβούλιο ζητά παράταση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, ώστε να διασφαλιστεί η υποστήριξη και η εύρυθμη λειτουργία των τηλεθερμάνσεων έως τη λειτουργία της ΣΗΘΥΑ. Η ΑΝΚΟ, στο σχέδιο προτάσεων που κατέθεσε, τόνισε την ανάγκη λήψης μέτρων για τη χρήση τεχνολογιών ΑΠΕ που θα υποστηρίξουν τα υφιστάμενα δίκτυα τηλεθέρμανσης, προκειμένου να εκσυγχρονιστούν σε δίκτυα 4ης και 5ης γενιάς.
Το ΕΣΕΚ αποτελεί στρατηγικό σχεδιασμό της ελληνικής κυβέρνησης, με στόχο τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο και καθαρό ενεργειακό μοντέλο. Στη Δυτική Μακεδονία, η σημασία του ΕΣΕΚ είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς η περιοχή είναι παραδοσιακά εξαρτώμενη από τη λιγνιτική παραγωγή ενέργειας. Με την εφαρμογή του ΕΣΕΚ προγραμματίζεται η στήριξη της ενεργειακής μετάβασης μέσω της ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και της προώθησης της ενεργειακής αποδοτικότητας, ενισχύοντας παράλληλα την οικονομία και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας.
Η περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας βρίσκεται σε φάση αναδιαμόρφωσης της στρατηγικής της, καθώς υφίσταται τις επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης, με κυριότερες συνέπειες, όπως αποτυπώνεται στην τελευταία απογραφή, τη μείωση και τη γήρανση του πληθυσμού. Η υλοποίηση του ΕΣΕΚ αναμένεται να συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών CO2 και στην επίτευξη των κλιματικών στόχων της Ελλάδας, ενώ παράλληλα παρέχει ευκαιρίες για επενδύσεις και καινοτομία στην περιοχή. Έτσι, η Δυτική Μακεδονία μπορεί να εξελιχθεί σε ένα πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματά της και ενισχύοντας την ενεργειακή της αυτονομία.
Σχέδιο προτάσεων και επισημάνσεων συνέταξε και κατέθεσε η ΑΝΚΟ, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις άλλων φορέων της Δυτικής Μακεδονίας που έχουν ήδη κατατεθεί και δημοσιευθεί στο ΕΣΕΚ. Όπως τονίστηκε, πρέπει να αναθεωρηθούν οι στόχοι της απολιγνιτοποίησης, ώστε να επιτευχθεί μια ομαλότερη μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό ενεργειακό μοντέλο, με παράταση της συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα και εξασφάλιση του ενεργειακού ανεφοδιασμού της χώρας.
Αναφορά έγινε στις επιπτώσεις από την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου στη Δυτική Μακεδονία, υπογραμμίζοντας ότι η ενεργειακή μετάβαση και η απανθρακοποίηση πρέπει να γίνουν ομαλά και συντεταγμένα, ώστε να μην επιφέρουν αρνητικές συνέπειες στους κατοίκους. Έχει ήδη αποτυπωθεί η συρρίκνωση και η γήρανση του πληθυσμού λόγω της σημαντικής απώλειας θέσεων εργασίας, ενώ διαφαίνονται και οι επιπτώσεις αυτής της αλλαγής στα έργα υποδομής, όπως, για παράδειγμα, στη λειτουργία των τηλεθερμάνσεων σε Κοζάνη, Πτολεμαΐδα και Αμύνταιο. Όπως αναφέρθηκε, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη χρήση τεχνολογιών ΑΠΕ που θα υποστηρίζουν τα ήδη υφιστάμενα δίκτυα τηλεθέρμανσης, ώστε να εκσυγχρονιστούν σε δίκτυα τηλεθέρμανσης τουλάχιστον 4ης γενιάς. Αυτό θα γίνει με τη συμμετοχή ανανεώσιμης ενέργειας στο ενεργειακό τους ισοζύγιο, με έξυπνη διαχείριση της ζήτησης, με επέκταση της θερμικής αποθήκευσης για περιορισμό των περικοπών των ΑΠΕ ή θερμικής αποθήκευσης όταν οι ΑΠΕ είναι φθηνές και υπάρχει υπερπροσφορά, καθώς και με περιορισμό των ενεργειακών απωλειών και διαρροών αυτών των δικτύων. Υπογραμμίστηκε πως τα έργα τηλεθέρμανσης πρέπει να είναι μέρος της πράσινης ενεργειακής μετάβασης.
Ο Δήμαρχος Εορδαίας, Παναγιώτης Πλακεντάς, μιλώντας για τη λύση που προτείνεται για τις τηλεθερμάνσεις με τη συμπαραγωγή φυσικού αερίου, σημείωσε ότι το φυσικό αέριο και ο λιγνίτης έχουν τον ίδιο περιορισμένο χρόνο ζωής, με βάση τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ορίζουν το 2050 ως χρονολογία εξόδου από τα ορυκτά καύσιμα. Υπογράμμισε ότι από το 2021 και έπειτα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιδοτεί έργα φυσικού αερίου, καθώς θεωρείται και αυτό ορυκτό καύσιμο. Ο κ. Πλακεντάς αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και στις αντλίες θερμότητας, οι οποίες, όπως τόνισε, δεν λειτουργούν σε χαμηλές θερμοκρασίες, όπως αυτές που επικρατούν στη Δυτική Μακεδονία. Κατέληξε λέγοντας πως «δεν γίνεται από τη μονοκαλλιέργεια του λιγνίτη να πάμε στη μονοκαλλιέργεια των ΑΠΕ».
Στις επιπτώσεις δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της μέσης ημερήσιας τιμής της ενέργειας, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται ακόμα περισσότερο τα νοικοκυριά και να αυξάνεται η ενεργειακή φτώχεια. Για το λόγο αυτό προτείνεται να γίνουν παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας, ώστε να τεθεί ένα ανώτατο όριο επιτρεπτού κέρδους για τις μονάδες που καλύπτουν τη ζήτηση κατά τις ώρες που η συμβολή των ΑΠΕ δεν κυριαρχεί.
Μια ακόμα επισήμανση αφορά τη χωροθέτηση των ΑΠΕ, καθώς στο ΕΣΕΚ αναφέρεται ο διπλασιασμός της εγκατεστημένης ισχύος για την ηλεκτροπαραγωγή στα έργα ΑΠΕ έως το 2030 σε σχέση με το 2022, με την κύρια αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής να αφορά τα φωτοβολταϊκά πάρκα. Όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος της ΑΝΚΟ, η Δυτική Μακεδονία φαίνεται να διαθέτει πολύ μεγαλύτερη εγκατεστημένη ισχύ σε φωτοβολταϊκά σε σχέση με άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα, είτε με κριτήριο το ποσοστό της καταλαμβανόμενης επιφάνειας είτε με κριτήριο τον πληθυσμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να φαίνεται ότι στερείται επιφάνειας γης για άλλες χρήσεις, όπως για καλλιέργειες και βοσκότοπους που υποστηρίζουν τον πρωτογενή τομέα. «Ήδη έχει καταληφθεί μεγάλη έκταση καλλιεργήσιμης γης και βοσκοτόπων από φωτοβολταϊκά πάρκα, ενώ για την περαιτέρω αύξηση των έργων ΑΠΕ δεν εξετάζεται κατά πόσο αυτή έρχεται σε σύγκρουση με άλλους στόχους της περιφέρειας, όπως η αύξηση των αρδευόμενων εκτάσεων, που είναι ένα ζητούμενο στην περιφέρειά μας, ή η διατήρηση της κτηνοτροφίας. Η ενεργειακή μετάβαση της χώρας σημαίνει για τη Δυτική Μακεδονία την πλήρη αλλαγή του αναπτυξιακού της μοντέλου, που ήταν κυρίαρχα προσανατολισμένο στην εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η αποστέρηση αναπτυξιακών πόρων, όπως η γη, υπέρ της εγκατάστασης ΑΠΕ λειτουργεί αρνητικά προς την κατεύθυνση της Δίκαιης Μετάβασης, διότι οι ΑΠΕ συνεισφέρουν ελάχιστα ή καθόλου στη βελτίωση των βασικών μακροοικονομικών δεικτών, που είναι η απασχόληση και το εισόδημα της περιοχής εγκατάστασής τους», τόνισε ο ίδιος και αναφέρθηκε και σε άλλα ειδικά θέματα, όπως η αντλησιοταμίευση, τα υδροηλεκτρικά έργα και τα μέτρα και οι πολιτικές για την ενεργειακή ασφάλεια.
Επιπλέον, ζητήθηκε η παράταση της διάρκειας ζωής των λιγνιτικών μονάδων στη Δυτική Μακεδονία. Ο στόχος είναι διπλός: αφενός να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του ενεργειακού συστήματος, χρησιμοποιώντας ένα εγχώριο καύσιμο ως καύσιμο βάσης, και αφετέρου να συνεχίσουν να λειτουργούν απρόσκοπτα τα έργα τηλεθέρμανσης στην περιοχή. Με τη μείωση της συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα, το φυσικό αέριο καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση, αν και αποτελεί επίσης ορυκτό καύσιμο. Τονίστηκε ότι η απόσυρση του λιγνίτη πρέπει να γίνει με δίκαιο και συντεταγμένο τρόπο. Επίσης, προτάθηκε ότι η παροχή ενέργειας από τις μονάδες ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου και Πτολεμαΐδας 5 να γίνεται εκτός του χρηματιστηρίου ενέργειας.
Οι παρατηρήσεις του Περιφερειακού Συμβουλίου θα αποσταλούν άμεσα στο υπουργείο, ώστε να ληφθούν υπόψη στο υπό διαβούλευση Εθνικό Σχέδιο Ενεργειακής Κλιματικής Πολιτικής.
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr