Τα γράμματά μας έχουν σχεδόν εξαντλήσει τις πολλές γοητείες και απογοητεύσεις τους, όμως σπανίζουν οι φωνές του ανομολόγητου. Σε μια γενικότερη εποχή στυλιζαρίσματος και απόηχου του ιλλουστρασιόν χαρτιού του 20ού αιώνα, σε μια γραμματεία που βάζει το ύφος και την αισθητική πιο ψηλά από τα κοινά δραματικά της απογεύματα και θέλει να κάνει οπερέτες τις λαϊκές στιχομυθίες της, απαιτείται γενναιότητα, ποιητικότητα και ειλικρίνεια να ομολογήσει κανείς πώς τραυματίζεται στα αλήθεια η πραγματική ζωή χωρίς θρυλούμενα. Η Εύα Αραμπατζή, χωρίς τις πιρουέτες ρεαλισμών, κροταλισμών και λοιπών κανονισμών, γράφει τις απογνώσεις των κοινών ημερών, των στιγμών εκείνων που με τα πιο απλά μνημονικά βαστάνε πάνω τους όλες τις βιτρίνες της γνωστής ζωής. Σαν φωτογράφος που αναδεικνύει σκιές, γεωμετρίες και αρχιτεκτονικές μέσα από εικόνες τυχαίων σημείων και ασήμαντων χώρων, κινείται σε ινσταντανέ ήσσονος σημασίας και τα υπογραμμίζει ως αυτό που είναι στα αλήθεια: αφορμές, αιτίες, λόγοι, απώλειες, βουβά δάκρυα παιδιών και τρόποι της ζωής.
Μπορεί κανείς να το πει και είδος ή γένος γραφής, αλλά μάλλον αυτά τα φιλολογικά αδικούν: το sui generis της συγγραφέως είναι η δύναμή της να εξομολογηθεί χωρίς καμία ωραιοπάθεια και με το πνευματώδες, λακωνικό ίδιον της φυσικής καταγωγής της. Δύσκολη άσκηση. Τη λύνει πειστικά στο πρώτο μόλις βιβλίο της Εκτός σχεδίου πόλεως που εξέδωσαν οι Εκδόσεις Τύρφη, γραμμένο σαν γενική θεραπεία σε ένα προλόγισμα δύο τραυματισμών και 14 τραυματισμένες σκηνές. Η κινηματογραφική τους ταχύτητα είναι ευλύγιστη, η αφηγηματική τους ισχύς εύρωστη, η δομική τους συνοχή εύλογη: εξαρτάται και συναρτάται από και με ανθρώπους σε γνώριμες περιστάσεις. Δεν μπορεί να διαβαστεί από το νυν λογισμικό των aesthetes χωρίς να εκνευρίσει και αυτή είναι μια πραγματική αρετή του. Δεν είναι για όλους όλα τα βιβλία, έχουν και οι φιλαληθείς ιχνηλάτες της πολύτιμης λεπτομέρειας και της αποχής από τον εξωραϊσμό των εικόνων τις αποκλειστικές λογοτεχνικές ζώνες τους. Για ηδυπάθειες, ωραιοπάθειες και γενικές εμπάθειες, ο αναγνώστης ας στραφεί αλλού.
Πίσω από τις περιγραφές και τις σχέσεις των ανθρώπων, πολύ πιο βαθιά από το προφανές σχήμα του μετασχηματισμού των ρόλων και της ιστορικής προίκας των γυναικών ανά τις γενεές τους, προκύπτει ένας τρυφερός καθρέφτης στο πρώτο ενικό, ένα ημερολόγιο γραμμένο σε χρόνο προεφηβικής αναπόλησης, ένα απολύτως ακριβές σχέδιο πόλεως στη λεπτομέρειά του, μόνο που το σχέδιο αυτό αποδεικνύεται σχεδία σε ναυάγιο. Η Αραμπατζή αναστηλώνει στη μνήμη όλες τις χαμένες αθωότητες, αλλά τελικά με αυτόν τον τρόπο ίσως τις ξαναβρίσκει δηλώνοντας γενική αθωότητα με πομπές εξαγνισμού σε κάθε ουλή και δίνοντας σχετική άφεση αμαρτιών στους επίσης κατά βάσιν αθώους διττούς τραυματιοφορείς και θύτες της μοίρας τους. Αλλά και εκεί που τελικά η πλοκή καταλήγει με μια ανυπεράσπιστη και προδομένη ηρωΐδα σε καταδίκη στον βωμό της υποτέλειας, το κείμενο βρίσκει μια τελευταία λύση: ένα ποδήλατο, μια διαδρομή, μια τύποις γοργόνα σπεύδουν να ελευθερώσουν τα έγκλειστα αρχέτυπα των ελεύθερων κύκλων, σαν καλή και αγαθή υπόσχεση.
Διατεταγμένα σαν νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων ή εφοριακοί διακανονισμοί, τα 15 κείμενά της Εύας Αραμπατζή αφορούν μια βασική συγγένεια και συνθήκη της λογοτεχνίας: αναφέρονται σε οικουμενικές συντεταγμένες περιγράφοντας πέντε-έξι ακατάστατα και ενοριακά οικοδομικά τετράγωνα σε μια μικρή χρονική περίοδο ενηλικίωσης από το καλοκαίρι έως το χιόνι της. Ο αναγνώστης θα πρέπει να αντιληφθεί τον ημιαστικό βιορυθμό σαν ζώσα παράδοση, όχι γιατί οφείλει κάτι στο βίωμά ή τη μνήμη της συγγραφέως, αλλά επειδή αυτό απαιτεί το προσκλητήριο: να βγει κανείς για λίγο από το σχέδιο πόλεώς του και να δει πώς φτιάχνονται τα τείχη από κοινού.
Μετά όμως από αυτήν την πρώτη πολιορκία και πολυορκία της θα γράψει, είναι σχεδόν βέβαιο, τα εντός σχεδίου πόλεως, γιατί πολιτεύει, αδιαμφισβήτητα, τις επόμενες λέξεις της. Και τότε, ίσως, στον ανοιχτό ορίζοντα μιας λεωφόρου η αθωότητα δεν θα ικετεύει, αλλά θα γκρεμίζει όλα τα άδικα δικαστήρια.
Παναγιώτης Δημόπουλος